"... το αύριο... το χθες..." 37

5.6K 528 29
                                    


"...σου χάριζα το αύριο... και εσύ κοιτούσες το χθες..."

"...δεν σε εμπιστεύομαι πια..." η φωνή της ήχησε παράξενη στα αυτιά του. Σαν να μην ήθελε να την αναγνωρίσει, σαν να μην ήθελε να πιστέψει ότι αυτές οι λέξεις βγήκαν από τα χείλη της γυναίκας του. Αυτό ήταν λοιπόν; Τελείωσε ό, τι είχαν; Τόσο γρήγορα; τόσο εύκολα; Ένα πλάκωμα ήρθε και εγκαταστάθηκε στο στήθος του, και η ανάσα του πιάστηκε στο λαιμό. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια... δεν μπορούσε να παραιτηθεί τόσο εύκολα...

Μα πως μπορεί να επιβιώσει ένας γάμος, ένας έρωτας χωρίς εμπιστοσύνη; Πως μπορεί να υπάρξει μέλλον μεταξύ τους, όταν στα μάτια της γυναίκα του θα βλέπει την αμφιβολία καθημερινά; Μα που πήγε η αγάπη που διέκρινε στο βλέμμα της; Που κρύφτηκε;

Τα χέρια του έφυγαν από το κορμί της κι έπεσαν άψυχα στα πλευρά του. Άκουγε την γυναίκα του να σιγοκλαίει δίπλα του, μα δεν έκανε καμία κίνηση να την παρηγορήσει. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το σκούρο χρώμα της θάλασσας μπροστά του. Ένιωσε τα μάτια του υγρά, μα δεν άφησε ούτε σταγόνα να κυλήσει. Ασυναίσθητα έφερε το χέρι του στην τσέπη και αμέσως μετά μουρμούρισε μια βρισιά "γαμώτο... θέλω τσιγάρο...". Η Φωτεινή δίπλα του, που έδειχνε να έχει ηρεμήσει, είχε στυλώσει το βλέμμα της χαμηλά και σχεδόν φοβόταν να τον κοιτάξει στα μάτια. Κι εκείνος κρύωνε, βρισκόταν στην μέση του καλοκαιριού, κι όμως ένιωθε ένα κρύο ρεύμα αέρα να τον τυλίγει. "Σήκω Φωτεινή...πάμε σπίτι" της είπε σιγανά και ανασηκώθηκε απότομα. Της έτεινε το χέρι, εκείνη τον κοίταξε με μάτια κατακόκκινα πριν το πιάσει και την βοηθήσει να σηκωθεί. Την άφησε αμέσως και περπάτησε δίπλα της μα οι ώμοι του ήταν σκυφτοί... έμοιαζε λες και σήκωνε το βάρος όλου του κόσμου εκείνο το βράδυ. Δεν μίλησαν μέχρι που επέστρεψαν σπίτι, την καληνύχτισε βιαστικά και κλείστηκε στον ξενώνα.

Έμεινε ακίνητη για λίγο στην μέση του σαλονιού, ενός σπιτιού που ενώ κάποτε υπήρξε δικό της, και η φωλιά του έρωτά της, τώρα πλέον δεν της θύμιζε τίποτα απολύτως. Μια δυνατή κλοτσιά στα πλευρά από το μωρό, την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της, και έφερε το χέρι στην στρουμπουλή κοιλιά της. Μια θλίψη είχε ριζώσει μέσα της... μια θλίψη όπως αυτή που είδε στα μάτια του Ερμή νωρίτερα. Άφησε μια βαθιά ανάσα να βγει, κι έπειτα με βήματα κουρασμένα ανέβηκε αργά τα σκαλοπάτια με κατεύθυνση το δωμάτιό της.

Μέχρι αργά τα ξημερώματα ο Ερμής είχε μείνει να κοιτάζει το λευκό ταβάνι. Δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια του, δεν μπορούσε να αδειάσει το κεφάλι του από τις σκέψεις που του έκαναν επίθεση τις τελευταίες ώρες. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση σχετικά με το μέλλον του γάμου του. Διότι γάμος χωρίς εμπιστοσύνη, δεν υπάρχει. Απλά.... δεν υπάρχει! Είχε δίκιο η Φωτεινή του... είχε δίκιο και όσο και αν πονούσε έπρεπε να κάνει πίσω.

Μα πως μπορούσε να την αφήσει και να προχωρήσει την ζωή του χωρίς εκείνη; Το διάστημα που έλειπε κόντευε να χάσει τον εαυτό του. Πως θα άντεχε η καρδιά του να την αφήσει να συνεχίσει την ζωή της μακριά του; Πως θα τα κατάφερνε ο ίδιος; Και το παιδί; Τι θα γινόταν το παιδί; Θα ήταν ο μπαμπάς του Σαββατοκύριακου; Θα άκουγε τον γιο του να φωνάζει κάποιον άλλον πατέρα; Κάποιον άλλον άνδρα που θα βρισκόταν στο πλευρό της γυναίκας του;

Πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι και άφησε μια βρισιά καθώς πλησίασε το παράθυρο. Έτριψε με δύναμη το πρόσωπό του και ένιωσε τα γένια ημερών στο πρόσωπό του. "Γαμώτο... γαμώτο..." συνέχισε σιγανά, μην μπορώντας να χωνέψει τα καινούρια δεδομένα. Κι αν έπιανε την Φωτεινή και της εξηγούσε τα πάντα; Εάν της έλεγε τι είχε γίνει πριν από μερικά χρόνια; Μα ήταν σίγουρος... η αντίδρασή της θα ήταν η ίδια... Πάντα παρορμητική... Πάντα γλυκιά... η γυναίκα του... το κορίτσι του... Ένιωσε τα μάτια του υγρά και θύμωσε με τον εαυτό του. Με δύο βήματα βρέθηκε στην πόρτα του δωματίου του και βγήκε στο διάδρομο. Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία... ακροπατώντας κατέβηκε την σκάλα, μα το τελευταίο σκαλοπάτι το βήμα του έμεινε μετέωρο.

Είδε πρώτα το αχνό φως στην κουζίνα, κι έπειτα ξεχώρισε την σιλουέτα της Φωτεινής να κάθεται μπροστά στο τραπέζι. Την πλησίασε αργά, και είδε το κεφάλι της να γέρνει ελαφρά... τον είχε ακούσει. Στάθηκε δίπλα της, κοιτάζοντας την με ανησυχία. "Συμβαίνει κάτι; Είσαι εντάξει;" την ρώτησε σιγανά, λες και φοβόταν μην χαλάσει την μελαγχολία που είχε τους είχε τυλίξει εκείνο το βράδυ. "Διψούσα, έχει ζέστη απόψε" απάντησε ψιθυριστά, και συνέχισε να κοιτά το μισοάδειο ποτήρι στα χέρια της. Ο Ερμής πήγε μέχρι την βρύση, γέμισε ένα ποτήρι με νερό και κάθισε απέναντί της. Δεν κοιτάχτηκαν στα μάτια για πολύ ώρα. Λες και ο φόβος παραμόνευε, για το τι θα αντίκριζαν στο βλέμμα τους.

Τα νεύρα του Ερμή βρισκόταν σε τεντωμένο σκοινί, έπαιζε νευρικά με το ποτήρι στα χέρι του, η σιωπή τον έπνιγε... ενώ αυτό που ήθελε πραγματικά να κάνει ήταν να την αρπάξει στην αγκαλιά του και να μην την αφήσει ποτέ από εκεί. "Γαμώτο!" φώναξε ξαφνικά, και εκσφενδόνισε το ποτήρι με το νερό στον τοίχο. Η Φωτεινή άφησε μια κραυγή τρόμου την στιγμή που το γυαλί γινόταν θρύψαλα. Την κοίταξε στα μάτια και διέκρινε φόβο... Τα δικά του έβγαζαν φωτιές και ήταν έτοιμος να κάψει τα πάντα. "Απόψε Φωτεινή... Απόψε θα τα πούμε όλα..."

Όταν ο έρωτας ξυπνά...Where stories live. Discover now