Κεφάλαιο 24

5 2 0
                                    

Ξύπνα,ξύπνα...

Πρέπει να κρυφτείς, αλλιώς θα πεθανεις...

Ξύπνα!

    Τινάζομαι όρθια.Κοιτάζω γύρω μου.Ο αδερφός μου κοιμάται και η πόρτα του δωματίου μας είναι κλειδωμένη.Παράξενοι δυνατοί ήχοι ακούγονται από τον διάδρομο που συνοδεύονται από ουρλιαχτά.Σηκώνομαι όρθια και πλησιάζω το κρεβάτι του αδερφού μου γρήγορα.Τον σκουντάω και ψιθυρίζω το όνομά του για ξυπνήσει.Δε θέλω να φωνάξω. γιατί δεν ξέρω τί ακριβώς συμβαίνει έξω στους διαδρόμους.

    Μετά από αρκετή προσπάθεια, ο Λίαμ άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε παραπονεμένος.Παρ'όλα αυτά, δεν τον λυπήθηκα καθόλου.Αντιθέτως, αφού εξέφρασα τις ανησυχίες μου, τον ανάγκασα να σηκωθεί και να ετοιμαστεί ώστε μαζί να ελέγξουμε το μέρος.Εκείνος, αν και δύστασε λίγο, επειδή νόμιζε πως έφτεγαν οι φωνές στο κεφάλι μου, σηκώθηκε, μόλις του είπε πως οι φωνές με προειδοποίησαν.

<<Τί εννοείς όταν λές πως οι φωνές σε προειδοποίησαν;>>Με ρώτησε, καθώς έβαζε μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα και έψαχνε την μαύρη δερμάτινη ζακέτα του.

<<Με ξύπνησαν και μου είπαν να κρυφτώ...>>Έκανα μια παύση και στη συνέχεια επίπληξα τον αδερφό μου.<<Τελείωνε δεν πας σε ραντεβού!>>Είπα και άρπαξα το σακίδιό μου.

   Εκείνος αναστέναξε και πήρε το δικό του σακίδιο.Στη συνέχεια με ακολούθησε μέχρι την πόρτα και στάθηκε δίπλα μου.Μόλις άγγιξα το χερούλι, έπιασε το χέρι μου και με τράβηξε απαλά προς τα πίσω.Πέρασε μπροστά μου και άνοιξε απότομα την πόρτα.

   Τότε, ένα πτώμα έπεσε ακριβώς μπροστά στα πόδια του Λίαμ και μας έκανε να μείνουμε με τα στόματα ανοιχτά.Ο μεσήλικας άντρας δεν πυροβολήθηκε, δεν στραγγαλίστηκε, δεν μαχαιρώθηκε από κανέναν.Υπήρχαν μεγάλες δαγκωνιές και γραντζουνιές σε ολόκληρο το σώμα του.Αυτό σίγουρα το έκανε ένα ζόμπι, αλλά γιατί δεν έφαγε τον άντρα και τον άφησε έτσι;

    Εγώ και ο αδερφός μου κοιτάζαμε το πτώμα για πάνω από πέντε λεπτά, μέχρι που ένας στρατός από ζόμπι εμφανίστηκε στο τέλος του διαδρόμου.Εκείνη τη στιγμή πανικοβληθήκαμε.Κλείσαμε την πόρτα και απομακρυνθήκαμε από αυτή, όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε.

<<Τί θα κάνουμε τώρα;>>Ρωτάω τον Λίαμ ανήσυχη.

    Αυτός κατευθύνεται προς την βεράντα.Βγένει έξω και αρχίζει να κοιτάζει γύρω του.Εγώ, κολλάω την πλάτη μου στον τοίχο.Τα μάτια μου είναι καρφωμένα στην πόρτα και κάθε φορά που τα ζόμπι χτυπάνε με δύναμη πάνω σε αυτή για να την ανοίξουν, τίνάζομαι.

My love storyWhere stories live. Discover now