Γι αυτό αγαπάω τις πεταλούδες

4K 449 34
                                    

Είχαν περάσει δύο ώρες...
Δύο ώρες με εκείνον να κόβει ασταμάτητα βόλτες με τη μηχανή για να ηρεμήσει. Βγαίνοντας έξω δεν είδε πουθενά το Πίτερ μα ουτε και την Ελίζα ενώ το αυτοκίνητό τους έλειπε από το πάρκινγκ. Η ρετσινιά του φταίχτη είχε χρόνια να ακουστεί προς το πρόσωπο του ενώ η απώλεια του Ρόμπερτ του κόστισε περισσότερο από όλους στο σπίτι.

Βλέποντας το καιρό να αγριεύει πάτησε το γκάζι και πήγε σπίτι του. Ήθελε επειγόντως ένα ποτό. Οι ίδιοι οι γονείς του φρόντισαν έτσι ώστε να αποκτήσει από παιδί ένα φάκελο γεμάτο με αρχεία από τη ψυχιατρική κλινική σαν κανένας τρελός εγκληματίας και αυτό τον έτρωγε από μέσα. Το πικραμένο της βλέμμα, το παράπονο μα και η συμπεριφορά του αδερφού του ήταν ικανά να λερωσουν τα χέρια του με αίμα αλλά δε το επέλεξε. Όχι γι αυτούς, μα για εκείνη...

Μπαίνοντας στο ασανσέρ πρόσεξε ένα κομμάτι λευκού υφάσματος στο πάτωμα. Το σήκωσε περίεργα και άρχισε να πατάει σαν τρελός το κουμπί προσπαθώντας να κάνει το ασανσέρ να ανέβει πιο γρήγορα. Μόλις οι πόρτες άνοιξαν, την είδε...

Καθισμένη έξω από τη πόρτα, με σκισμένο φόρεμα, μαύρα μάτια από τη μάσκαρα και βλέμμα χαμένο , έμοιαζε τρομακτική.

Χωρίς να πει λέξη έτρεξε και έπεσε στα γόνατα κλείνοντας την στην αγκαλιά του.

"Μωρο μου τι έπαθες; Μίλησε μού Λιζ! ΘΑ ΤΟ ΓΑΜΗΣΩ ΤΟ ΚΑΡΙΟΛΗ!!!" Λέξεις που ξέφυγαν άθελά του γέμισαν τα μάτια της με δάκρυα.

"Μαλωσαμε στο αμάξι... Και..." παρά τους λυγμούς της, την άφησε να ολοκληρώσει "Και άνοιξα τη πόρτα και... Και πήδηξα... Και έτρεξα...Και..." Η Ελίζα έγινε κουρέλι σε λίγες μόλις στιγμές.

"Σε άγγιξε; Μόνο αυτο πες μου" ρώτησε σοβαρός σηκώνοντας την στα χέρια.

"Όχι... έτρεχα μέσα στο δασάκι...έπεσα... Θεούλη μου Κίαν όλα καταρρέουν..."

Έβγαλε τα κλειδιά από τη τσέπη κρατώντας την με το ένα χέρι και άνοιξε. Χωρίς πολλά πολλά την άφησε να πατήσει κάτω και την έγδυσε χωρίς εκείνη να φέρει αντίσταση. Τη πήγε στο μπάνιο, την έπλυνε σιωπηλά και έπειτα τη τύλιξε με μια πετσέτα και την άφησε στο κρεβάτι. Δεν είπε τίποτα γιατί εκείνη δε σταμάτησε λεπτό να κλαίει. Ήθελε να την αφήσει να στερέψει και έπειτα να της δώσει αυτό που χρειάζεται... Αγάπη.

Κλείδωσε, έβαλε συναγερμό στη πόρτα και εβγαλε τα ρούχα του. Ξάπλωσε πλάι της και πιάνοντας την από τη μέση, τη γύρισε προς το μέρος του.

Το γκρί της πεταλούδας Where stories live. Discover now