κεφάλαιο 3

420 22 7
                                    

<<Νάντια είναι η σειρά σου>> κοιτάζω τον Γκαμπριέλ και πιάνω ένα σφηνάκι από το μπαρ, <<Ε υποτίθεται ότι αυτά είναι για τους χαμένους>> διαμαρτύρεται ο Μάικλ, <<Θάρρος ή αλήθεια;>> τον ρωτάω, <<Θάρρος όμως...>>

<<Φίλα με>> δεκάδες μάτια καρφώνονται πάνω μου και με κοιτάζουν έκπληκτοι. Ο Μάικλ σηκώνει το φρύδι του <<Νάντια τι λες>> προσπαθεί να δείχνει ατάραχος αλλά, το βλέπω στα μάτια του ότι θέλει να το κάνει. <<Ναι ή όχι, αλλιώς...>> σηκώνω ένα ποτήρι σφηνάκι και το κουνάω μπροστά του. Τον βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου, με αρπάζει και με μια κίνηση με φιλάει. Το φιλί του είναι επιθετικό αλλά, σε καμία περίπτωση δεν με κάνει να νοιώσω όπως αυτός. ΓΑΜΩΤΟ. Νάντια σύνελθε ο Έμερσον δεν είναι αυτός ο άντρας. Τέλος. THE END. FINITO.

Ακούω τσιρίδες και σφυρίγματα γύρω μου καθώς απομακρύνομαι από τον Μάικλ <<ΝΑΝΤΙΑ>> η φωνή του πατέρα μου με κάνει να κοκαλώσω, γυρίζω πίσω και τον βλέπω να με κοιτάζει άγρια με τον Άλεξ να στέκετε δίπλα του. <<Στο γραφείο μου τώρα>> η Μια μου ρίχνει ένα συμπονετικό βλέμμα καθώς ακολουθώ το πατέρα μου προς το εσωτερικό του σπιτιού.  Γαμώτο είναι έξαλλος. <<Δεν ήξερα ότι είσαι επαναστάτρια>> σταματάω και κοιτάζω τον Έμερσον που στέκετε δίπλα από τις τζαμαρίες <<Δεν έχεις κανέναν άλλον φίλο εκατομμυριούχο για να βασανίσεις με την παρουσία σου>> γελάει σιγανά και εκνευρίζομαι περισσότερο <<Σε παρακαλώ μη με προσβάλεις είμαι δισεκατομμυριούχος το ίδιο και οι φίλοι μου>>.

Κόνεψε να μου πέσει το σαγόνι αλλά, τον προσπερνώ και μπαίνω στο γραφείο του πατέρα μου, ο χώρος είναι αρκετά μεγάλος με ένα ξύλινο γραφείο και έναν καναπέ με δυο πολυθρόνες απέναντι από το πέτρινο τζάκι. Μπορώ να διακρίνω το υπνοδωμάτιο τους καθώς μια πόρτα έχει απευθείας σύνδεση με αυτό. <<Κάτσε>> κάνω ότι μου λέει <<Νάντια ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, είσαι είκοσι έξι χρονών και θα αναλάβεις το δικηγορικό γραφείο μας, με αυτή την συμπεριφορά περιμένεις να κρατήσεις την εταιρία μας. Εκτός και αν θες να την διαλύσεις και δεν το ξέρω>>.

Αναστενάζω και βολεύομαι καλύτερα στον καναπέ απέναντι από τον πατέρα μου <<Εγώ νομίζω πως είμαι μια χαρά, δεν βλέπω τον λόγο αυτής της συζήτησης>> ξεφυσάει και σφίγγει τα χέρια του <<Αλήθεια εσύ το βρίσκεις σωστό να φιλιέσαι με κάποιον μέσα στο σπίτι μας, μεθυσμένη και να παίζετε ανώριμα, χαζά παιχνίδια>> τον κοιτάζω και ξέρω ότι ήταν λάθος μου να ζητήσω από τον Μάικ να με φιλήσει - εδώ τουλάχιστον. Οι γονείς μου ήδη έχουν σχηματίσει κακή εντύπωση για εμένα - που να ήξεραν και άλλα, λέει το μυαλό μου, δεν χρειάζεται να τους δίνω αφορμές.

No LimitsWhere stories live. Discover now