κεφάλαιο 39

284 20 5
                                    

ΑΛΕΞ

Μπαίνω στο σπίτι μου και σπάω ότι βρίσκω μπροστά μου, που να σε πάρει Νάντια, γιατί μωρό μου; γιατί μικρή μου; γιατί; Θα έδινα όλη την γαμημένη την περιουσία μου, ώστε να ήμαστε μαζί... κοπανάω την γροθιά μου στην πόρτα και βλέπω το ξύλο να σπάει. 

<<Άλεξ>> η φωνή της Βίβιαν ακούγετε μέσα στον χώρο και την αντικρίζω απέναντι μου, τα κόκκινα μάτια της, μαρτυράνε ότι έκλεγε. Όταν είδα μπροστά τον πατέρα της με τον Άντονι και τον Όλιβερ πίστευα ότι αυτή ή ο Γουίλ μίλησαν, όμως τώρα είμαι σίγουρος ότι δεν έκαναν. 

Προχωράει προς το μέρος μου γοργά και με αγκαλιάζει σφιχτά, γαμώτο, αυτή είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. <<Συγνώμη... δε... δεν κατάφερα να σε ειδοποιήσω, ο πατέρας μου μας απείλησε ότι θα σου κάνει κακό εάν σου έλεγα κάτι... ήρθε ξαφνικά στο σπίτι και με βρήκε... με τον Γουίλ...>> τα δάκρια της κυλάνε στο πρόσωπο της και τα σκουπίζω. 

<<Εγώ πρέπει να ζητήσω συγνώμη για όλα, όσα σε έκανα να περάσεις εξαιτίας μου, συγνώμη Βίβιαν που δεν είμαι ο άντρας που ονειρεύτηκες να παντρευτείς...>> με αγκαλιάζει σφιχτά και της χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για αυτήν.... μπορεί να μην έχω τα αισθήματα που νοιώθω για την Νάντια, όμως δεν της αξίζει τίποτα απ' όλα όσα περνάει. 

<<Ο Γουίλ θα παντρευτεί την Νάντια>> την κοιτάζω απότομα <<Τι λες;>> σκουπίζει τα δάκρυα της και κουνάει καταφατικά το κεφάλι της, <<Ο Άντονι δεν του άφησε πολλές επιλογές, το ίδιο και ο πατέρας μου...>> της χαϊδεύω απαλά το πρόσωπο και την κοιτάζω στα μάτια. <<Σου υπόσχομαι ότι τίποτα απ' όλα αυτά δεν θα συμβεί δεν θα το επιτρέψω εγώ>>. 

<<Τι θα κάνεις Άλεξ, σε παρακαλώ δεν θέλω να πάθεις κακό;>> χαμογελάω απαλά και αναστενάζω <<Έπειτα από όσα έχεις περάσει εξαιτίας μου, φοβάσαι μην πάθω κάτι;>> απομακρύνετε ελάχιστα και με κοιτάζει <<Φυσικά και νοιάζομαι για εσένα... σκέφτομαι και την Νάντια... πρέπει να υποφέρει...>> σφίγγω τις γροθιές μου και περνάω το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου, <<Το χέρι σου Άλεξ, αιμορραγείς>> παρατηρεί και κοιτάζω τα γδαρσίματα που υπάρχουν πάνω του πλέον. <<Δεν είναι τίποτα, πρέπει να κάνω κάποια τηλεφωνήματα αμέσως, εσύ σε παρακαλώ ηρέμησε>> την προσπερνάω και πηγαίνω προς το γραφείο μου, εάν κάποιος μπορεί να με βοηθήσει, αυτός είναι ο Σεμπάστιαν Κάρτερ, καιρός να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας... 

<<Άλεξ>> η φωνή του ακούγετε δυνατή μέσα από το ακουστικό <<Χρειάζομαι την βοήθεια σου, πρέπει να κινηθούμε άμεσα Σεμπάστιαν δεν έχουμε χρόνο>> σιωπή επικρατή για λίγα λεπτά στην άλλη άκρη του ακουστικού.  <<Καλώς, θα μιλήσω με τον Μαξ, εγώ δεν μπορώ να έρθω παντρεύομαι σε δυο μέρες... όμως  θα σε κρατήσω ενήμερο και Έμερσον μη κάνεις καμιά βλακεία>> κλείνω το κινητό μου και παίρνω από το μπαρ ένα μπουκάλι ουίσκι, γεμίζω ένα από τα ποτήρια μου και το καταπίνω μονορούφι, ρίχνω ξανά μια ποσότητα στο ποτήρι μου μέχρι που το μπουκάλι αδειάζει.... 

Ελπίζω τουλάχιστον ο δικός του γάμος να είναι πιο πετυχημένος από τον δικό μου.. Η ζωή μου δεν έχει κανένα νόημα, εάν δεν έχω δίπλα μου την μικρή μου... σφίγγω το ποτήρι με τα χέρια μου, κανένας δεν θα μου την πάρει, είναι δικιά μου. Ακόμα και αν χρειαστεί να τους σκοτώσω όλους, ακόμα και αν χρειαστεί να τα βάλω με όλους, ακόμα και αν δώσω όλη την περιουσία μου θα είναι δικιά μου και μόνο....



No LimitsWhere stories live. Discover now