κεφάλαιο 4

14.1K 1.2K 54
                                    


ΣΤΕΛΙΟΣ

Όταν έφτασα στο χωρίο, όλα γύρω μου, φαινόντουσαν γνώριμα. Η παιδική χαρά, η πλατεία με τα πλατάνια, οι αυλές γεμάτες λουλούδια και μπαξεβανικά.. σα να μην είχε αλλάξει τίποτα. Κατέβηκα από την μηχανή και μπήκα στην αυλή, τους είδα να κάθονται όλοι στο τραπέζι και μου φάνηκε ότι το είχα ξανά ζήσει.. τους καλημέρισα και η γιαγιά πετάχτηκε πάνω για να με φιλήσει και να με καλωσορίσει. Ο παππούς ήταν πιο συγκρατημένος.

«Κάτσε να σου κάνω καφέ!! Έχω κάνει κολοκυθόπιτα και κουλουράκια που σ'αρέσουν!» η γιαγιά μου πάντα υπερβολική, στο τραπέζι ποτέ δεν υπήρχε ένα πράγμα, πάντα ήταν γεμάτο. Κάθομαι δίπλα στον πατέρα μου και ακούω τον Γιώργο να φωνάζει πίσω μου.

«Που είναι η μπουγάτσα μου; Που είναι η μπουγάτσα μου;»

«Σταμάτα ρε σπόρε μέσα στα αυτιά μου! Εδώ είναι!» του δείχνω τις σακούλες και η μαμά μου αναλαμβάνει να σερβίρει. Για περίπου μισή ώρα αντέχω και δε λέω τίποτα, έπειτα όμως η κούραση και η ταλαιπωρία με καταβάλουν και πρέπει οπωσδήποτε να ξαπλώσω ένα δίωρο. Η γιαγιά μου, με ενημερώνει ότι έχει ετοιμάσει τα δωμάτια και μπορώ να πάω πάνω, τους χαιρετάω και ανεβαίνω στον πάνω όροφο. Βγάζω τα ρούχα μου και ξαπλώνω, στο μυαλό μου γυρίζει η πιτσιρίκα και το θράσος της. Ποιος ξέρει ίσως κάπου την πετύχω και τότε σίγουρα θα μου ζητήσει συγνώμη!

Έχω ξυπνήσει, αλλά συνεχίζω να κρατάω τα μάτια μου κλειστά. Σκέφτομαι ότι θα κοντεύει μεσημέρι..

«Στέλιοοο.. Στέλιοοο..» ακούω τον Γιώργο να με φωνάζει και βάζω το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι, τα βήματα του ακούγονται βαριά πάνω στην ξύλινη σκάλα αλλά εκείνον δεν τον νοιάζει. Η πόρτα τρίζει, ο αδερφός μου, πρέπει να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να μην ακουστεί, δεν τα καταφέρνει και ξέρω ότι είναι δίπλα μου. «Στέλιοοο..» ψιθυρίζει «Στέλιοοο..» πιο δυνατά, με σκουντάει αλλά κάνω τον ψόφιο. Πιάνει το κινητό μου, από το κομοδίνο δίπλα μου και αμέσως, χωρίς να ανοίξω τα μάτια μου του λέω:

«Άστο κάτω τώρα!»

«Το ήξερα ότι είσαι ξύπνιος!» συνεχίζει να κρατάει το τηλέφωνο, πετάγομαι όρθιος και από την τρομάρα του, το κινητό του φεύγει από τα χέρια και πέφτει στο πάτωμα

«Ωχ!» μόνο αυτό προλαβαίνει να πει

«Τώρα σε τσάκισα!» αρχίζει να τρέχει, το μαζεύω από το πάτωμα και τρέχω πίσω του.. στέκεται δίπλα στην μάνα μας και με κοιτάει από απόσταση, εκείνη με βλέπει και με ρωτάει αν σηκώθηκα,

Βαρέα και Ακόμα πιο ΑνθυγιεινάWhere stories live. Discover now