κεφάλαιο 24

11.2K 1K 64
                                    


ΑΛΙΚΗ

Ο Σεπτέμβρης κόντευε να φύγει και εγώ ήξερα ότι θα έμενα εδώ.. Το όνειρο μου είχε χαθεί και αυτό φαινόταν στο πρόσωπο μου. Ο Αργύρης είχε πολύ ισχυρό άλλοθι, ήμασταν σίγουροι ότι το έκανε αυτός και στο δικαστήριο που θα γινόταν, θα αποδεικνυόταν. Είχαμε μάρτυρες το γκαρσόνι που δούλευε στο μαγαζί και φυσικά την κυρία Λένα. Μπορεί να αργούσε λίγο να πληρώσει αλλά ήμασταν σίγουροι πως θα το έκανε. Έψαχνα για δουλειά και τελικά κατάφερα να βρω σε μια καφετέρια. Δούλευα εδώ και μια εβδομάδα, ήταν εύκολη δουλειά και τα κατάφερνα πολύ καλά. Το μαγαζί είχε αδειάσει τελείως και ο πατέρας μου είχε παραγγείλει τα κουφώματα. Τουλάχιστον πριν πιάσουν οι βροχές θα το είχαμε κλείσει και μετά θα έφτιαχνε σιγά σιγά ότι μπορούσε με πολύ προσωπική εργασία.

Με την Ηλιάνα είχαμε βρεθεί λίγες φορές ακόμη και με είχε ενημερώσει ότι ο Στέλιος, θα παρουσιαζόταν τον Σεπτέμβρη τελικά. Τον σκεφτόμουν πολύ και στεναχωριόμουν που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Πάρα πολλές φορές του έγραψα μηνύματα, αλλά ποτέ δεν του τα έστειλα.. αν έκρινα από την συμπεριφορά του Δημήτρη, που δεν ήθελε ούτε να με βλέπει, ήμουν σίγουρη πως και ο Στέλιος θα με μισούσε.

Σήμερα το πρωί δε δούλευα και σηκώθηκα κατά τις δέκα. Δίπλα στο κρεβάτι μου, πάνω στο κομοδίνο είχα ένα ημερολόγιο. Κάθε πρωί, έσβηνα και από μία μέρα. Είχαν μείνει έξι μέρες μέχρι την τελευταία ημερομηνία που μπορούσα να γραφτώ στο πανεπιστήμιο... το ήξερα ότι με αυτό που έκανα δεν κέρδιζα τίποτα αλλά μέσα μου ένιωθα ότι μπορεί να μην είχαν τελειώσει όλα. Είχα σκεφτεί να φύγω και να έβρισκα δουλειά εκεί, ίσως να μπορούσα, να βγάλω τα έξοδα μου και να μην επιβάρυνα τους γονείς μου... το σκεφτόμουν αλλά δε το αποφάσιζα, δεν ήθελα να τους αφήσω μόνους. Η Ηλιάνα μου είχε προτείνει να μείνω μαζί της και να μοιραστούμε τα έξοδα, αλλά και αυτό ήταν απαγορευτικό. Άσε που δε θα ένιωθα άνετα να βλέπω τον Δημήτρη...

Είχαν μείνει τρεις μέρες και εγώ δεν είχα όρεξη για τίποτα. Δεν ήθελα ούτε να τρώω, ούτε να μιλάω, στην δουλειά πήγαινα αναγκαστικά και ένιωθα άρρωστη. Το βραδάκι οι γονείς μου ήθελαν να φάμε όλοι μαζί και δε τους χάλασα το χατίρι. Ο μπαμπάς μου σηκωνόταν πολύ νωρίς το πρωί και πήγαινε στο μαγαζί, κάποιες φορές επέστρεφε το μεσημέρι, έτρωγε και ξανά πήγαινε. Ο κύριος Άρης είχε φύγει εδώ και κάποιες μέρες, αλλά είχε αφήσει δύο άτομα από το συνεργίο του, για να τον βοηθήσουν. Ο πατέρας μου απλά κανόνιζε να τους παρέχει ένα πιάτο φαί. 

Βαρέα και Ακόμα πιο ΑνθυγιεινάWhere stories live. Discover now