κεφάλαιο 48

11.9K 1K 119
                                    



ΣΤΕΛΙΟΣ

Μου το κλείνει και νιώθω τον θυμό μου να φουντώνει. Πετάω το κινητό μου στον τοίχο και αρχίζω να κλοτσάω ότι βρίσκω μπροστά μου. Προσπαθώ να ξεθυμάνω αλλά δε τα καταφέρνω. Ψάχνω στα ντουλάπια να βρω κάτι να πιω και είναι όλα άδεια. Βγαίνω από το διαμέρισμα και κατεβαίνω στο δρόμο. Προσπαθώ να θυμηθώ που έχει κάβα εδώ κοντά αλλά τελικά αποφασίζω να πάω στο μπαράκι του Άλκη. Οδηγάω το αμάξι μου άτσαλα και οι κόρνες που ακούγονται με νευριάζουν περισσότερο. Μπαίνω στο μαγαζί και πάω κατευθείαν στο μπαρ. Ο μπάρμαν είναι φιλαράκι και μου βάζει αμέσως να πιω.. του ζητάω το τηλέφωνο του για να τηλεφωνήσω στον Δημήτρη..

«Είμαι στου Άλκη...»

«Γιατί ρε μαλάκα είσαι στου Άλκη από τώρα;»

«Είμαι στου Άλκη αν θες έρχεσαι.»

«Έρχομαι..»

«Μη τολμήσεις να μου αναφέρεις τίποτα για αυτήν!»

«Για την Αλίκη;»

«Τι είπα ρε μόλις τώρα;» η φωνή μου είναι θυμωμένη και αμέσως μου λέει ότι δε θα ξανά μιλήσει γι'αυτήν. Την ώρα που ήρθε και έκατσε δίπλα μου, ήμουν ήδη στο δεύτερο ποτό. Με ρώτησε για το κινητό μου και του είπα πολύ απλά ότι έσπασε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι είχα πέσει τόσο έξω για εκείνη.. Συνέχισα να πίνω και ο Δημήτρης δίπλα μου ήταν σιωπηλός. Ήξερε, ότι θα μιλούσα μονάχα αν ήθελα. Κάπου μεταξύ τέταρτου και πέμπτου ποτού άρχισα να ζορίζομαι, δεν ένιωθα καλά και το άδικο με έπνιγε...κάπου εκεί χάθηκα..

Το πρωί ξύπνησα με φοβερό πονοκέφαλο στο δωμάτιο του σπιτιού μου. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πως έφτασα εκεί, ούτε αν είχα συναντήσει κάποιον από τους δικούς μου. Ανακάθισα στο κρεβάτι μου και προσπάθησα να θυμηθώ οτιδήποτε από το χθεσινό βράδυ. Στο μυαλό μου, ήρθε η φωνή της, να μου λέει ότι είναι με τον Ανδρέα... από το μπαρ δε θυμόμουν τίποτα. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και βγήκα στον διάδρομο, το σπίτι ακουγόταν ήσυχο. Περπάτησα προς την κουζίνα και εκεί συνάντησα την μητέρα μου..

«Καλημέρα!» με φιλάει στο μάγουλο «Σου έχω ετοιμάσει πρωινό, σου έχω βάλει και παυσίπονα στο τραπέζι!»

«Πως ήρθα χτες;»

«Σε έφερε ο Δημήτρης! Είχες πολλές μέρες να βγεις και μάλλον το διασκεδάσατε παραπάνω..»

«Ναι..» κάθομαι στο τραπέζι και κόβω λίγο από το τοστ μου. Νιώθω σα να μασάω άμμο. Πίνω δύο παυσίπονα και ελπίζω να σταματήσει να πονάει το κεφάλι μου λες και το βαρούσα όλο το βράδυ στον τοίχο. Πηγαινοέρχεται και συνέχεια μου κάνει ερωτήσεις. Κάποια στιγμή σταματάω να της απαντάω μονολεκτικά και της λέω ότι θα πάω ξανά να ξαπλώσω. Με κοιτάει καχύποπτα αλλά δε λέει τίποτα. Το μεσημέρι, ο αδερφός μου προσπαθεί να με ξυπνήσει αλλά δε τα καταφέρνει.. δεν έχω όρεξη ούτε να σηκωθώ, ούτε να φάω , ούτε να μιλήσω, ούτε να δω κανέναν! 

Βαρέα και Ακόμα πιο ΑνθυγιεινάΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα