Κεφάλαιο 36. The end

1.6K 137 42
                                    

Η μουσική ξαφνικά σταμάτησε. Ο μόνος ήχος που μου έμεινε από εκείνη τη βραδιά ήταν ο ήχος από ένα κόκαλο που σπάει, ίσως και δύο.

"Είχαμε μιά συμφωνία!" φώναξε ο Ντάνιελ θυμωμένος. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά καθώς κατάλαβα ότι κάτι πήγαινε στραβά. Παράτησα την Σαμ και έτρεξα στην αυλή, όπου πολλά άτομα είχαν μαζευτεί γύρω από κάτι, ψιθυρίζοντάς και παρακολουθώντας. Έκανα στην άκρη τους περισσότερους για να περάσω και μου ξέφυγε ένας λυγμός όταν είδα τα δύο αδέρφια να γρονθοκοπούν το ένα το άλλο. Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκα ανάμεσά τους. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

"Τι κάνετε;" ψιθύρισα με δάκρυα στα μάτια. Κανείς δεν έκανε τον κόπο να μου απαντήσει... Ούτε καν να με κοιτάξει.

"Τι σκατά κάνετε;!" φώναξα. Πάλι τίποτα... Έπεσα στα γόνατα και έβαλα το πρόσωπό μου μες τα χέρια μου. Δεν με ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι για εμένα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχα πάρει την απόφασή μου. Ένιωσα δύο δυνατά χέρια να με περνούν αγκαλιά.

"Μην κλαις." μου ψιθύρισε απαλά ο αδερφός μου. "Δεν φταις εσύ γι αυτό είναι και οι δύο μεθυσμένοι." και όμως έφταιγα. Ήμουν η μόνη που έφταιγα.

"Κάντε στην άκρη! Δεν είναι έκθεμα βλάκες!" φώναξε η Σαμ. Σιγά σιγά τα άτομα άρχισαν να φεύγουν. Κάποιοι αναρωτιούνταν τι είχε συμβεί, άλλοι ήταν απογοητευμένοι που δεν είδαν περισσότερο ξύλο και κάποιες απλά έλεγαν πόσο παθητική είμαι. Μπορεί να είχαν και δίκαιο. Όταν σήκωσα ξανά το κεφάλι μου δίπλα μου ήταν απλά ο αδερφός μου.

"Μπορούμε να πάμε σπίτι;" ρώτησα σιγανά, αδύναμη να βγάλω έστω ένα συναίσθημα. Θλίψη; Ντροπή; Θυμό; Ένιωθα τα πάντα. Ο Ντέιβ σκούπησε τα δάκρυα μου και έγνεψε καταφατικά.

***

Το ίδιο κιόλας βράδυ μάζεψα την βαλίτσα μου. Δεν άντεχα ούτε ένα λεπτό παραπάνω σε αυτή την πόλη.

Ας τα πάρουμε από την αρχή. Πρώτα πήρα την μητέρα μου να της πω ότι θα πήγαινα εκεί με την πρώτη πτήση. Έπειτα έπεισα τον πατέρα μου να βγάλει εισητήρια. Και μετά όλα τα άλλα. Ξεφύσηξα κουρασμένη και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Θυμήθηκα σχεδόν κάθε λεπτομέρεια της ζωής μου από τότε μου μετακόμισα εδώ. Την πρώτη φορά που είδα τον Άντριαν στο αεροδρόμιο, πως γνώρισα την Λίλιαν τον Έντουαρντ και την Σαμ, την λακκούβα που πάτησε ο Ντάνιελ και έγινε η αιτία να γνωριστούμε για πρώτη φορά και έπειτα όλα αυτά τα φιλιά... Θυμήθηκα ακόμα και την αποτυχημένη προσωπογραφία του Άντριαν. Χαμογέλασα και σηκώθηκα από το κρεβάτι με σκοπό να βρω την ζωγραφιά. Λίγα πράγματα είχαν μείνει πια στο δωμάτιο μου. Την ξετρύπωσα από το τελευταίο συρτάρι του γραφείου μου και έμεινα για κάποια δευτερόλεπτα να την κοιτάω. Δεν ήταν τόσο άσχημη τελικά. Χαμογέλασα και την έβαλα σε ένα φάκελο δεν την χρειαζόμουν πια, είχα αρκετές αναμνήσεις και φωτογραφίες μαζί τους. Πήρα ένα κομμάτι χαρτί και άρχισα να γράφω ένα γράμμα στα αγόρια που μου άλλαξαν την ζωή.

Πρώτοι μου έρωτες,
Ξέρω είναι παράξενο να ξεκινάω έτσι αλλά είναι αυτό που νιώθω. Δεν θα μπορούσα να διαλέξω έναν από τους δυό σας, τον γλυκό Ντάνιελ και τον σέξυ Άντριαν, τα δυό αδέρφια που μου έκλεψαν την καρδιά. Στα περισσότερα βιβλία και σε όλες τις ταινίες που έχω διαβάσει και δει, οι πρωταγωνιστές έχουν έναν πρώτο έρωτα, ένα άτομο που τους έχει κάνει τη ζωή άνω κάτω και με καλό και με κακό τρόπο. Εγώ που έχω δύο είναι ταυτόχρονα μαγικό και δύσκολο. Ο εγωισμός μου δεν με αφήνει να επιλέξω κάποιον. Σας θέλω και τους δύο όπως δεν ήθελα ποτέ κανέναν. Γι αυτό φεύγω. Δεν θέλω να με ψάξετε ούτε θέλω να ρωτάτε τον αδερφό μου για εμένα. Θέλω να συνεχίσεται την ζωή σας σαν να μην ήμουν ποτέ μέρος της. Σας έκανα τόσο μεγάλο κακό, μπήκα ανάμεσά σας.Σας αγαπώ και θα είστε για πάντα στο μυαλό και την καρδιά μου.
Ποτέ δικιά σας, Άρια.

***

Ντέιβιντ

"Άρια! Άρια! Άνοιξε γαμώτο!" ποιος σκατά χτυπάει τέτοια ώρα; 11:15 είναι ακόμα. Σηκώθηκα βαριεστημένα από το κρεβάτι μου και σαν ζόμπι κατέβηκα την σκάλα και άνοιξα την εξώπορτα. Μα ναι ποιος άλλος θα μπορούσε να χτυπάει τέτοια ώρα;

"Άντριαν, Ντάνιελ." τους χαιρέτησα.

"Που είναι;" ρώτησαν ταυτόχρονα. Κατάλαβα αμέσως ποια εννοούσαν.

"Ποιος; Σόρρυ είναι πρωί." Ο Άντριαν μου έριξε ένα απειλητικό βλέμμα. Και ήταν πραγματικά τρομαχτικό με το μαυρισμένο μάτι που του χάρισε χθες ο Ντάνιελ. Ξεφύσηξα εκνευρισμένος.

"Έφυγε." Ο Ντάνιελ πήρε μια βαθιά ανάσα. Πονούσε.

"Δεν είναι δυνατόν..." ψιθύρισε ο Άντριαν. "Όχι δεν μπορεί.."

"Άντριαν.. Το είπε στο γράμμα, δεν θέλει να την ψάξουμε ας την σεβαστούμε." Ο αδερφός του χτύπησε με δύναμη το χέρι του στον τοίχο.

"Εσύ φταις για όλα! Άμα δεν είχες γεννηθεί θα ήταν δική μου! Δική μου!" ούρλιαξε ο Άντριαν. Όκεϋ ώρα να την κάνω. Ο Ντάνιελ κούνησε λυπημένος το κεφάλι του.

"Μπορεί, αλλά τώρα ποτέ δεν θα μάθουμε." τα τελευταία λόγια του Ντάνιελ καθώς έκλεισα την πόρτα πίσω μου.

Αντίο, Εύη.

EmeraldWhere stories live. Discover now