Κεφάλαιο 1. Nightmare

8.8K 419 15
                                    

Ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκα στο σπίτι.

"Άρια εσύ είσαι;" φώναξε η μητέρα μου.

Όχι!

"Ναι μαμά ποιος λες να είναι;" απάντησα.

"Πες τον αδερφό σου να έρθει κάτω! Θέλω να μιλήσουμε!"

Ωχ..

"Ναι μαμά ότι πεις." της είπα γουρλώνοντας τα μάτια μου στο κενό. Ανέβηκα την σκάλα και πήγα στο δωμάτιο του Ντέιβιντ. Χτύπησα την πόρτα, αλλά δεν μου απάντησε.

"Ντέιβ κατέβα κάτω! Η μαμά θέλει να μιλήσουμε!" του φώναξα έξω από την κλειστή πόρτα. Άκουσα μια σιγανή βρισιά και  χαμογέλασα ικανοποιημένη.

Πήγα στο δωμάτιό μου και άφησα τη τσάντα στο πάτωμα. Έπλυνα τα χέρια μου και κατέβηκα στην κουζίνα.

"Επιτέλους! Τι έκανες τόση ώρα πάνω;" μου είπε η μητέρα μου. Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου και κάθισα στην καρέκλα.

"Απλά τελείωνε." της είπε ο Ντέιβ. Αναστέναξε.

"Λοιπόν..θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Μου πρότειναν την θέση της διευθύντριας στην εταιρία." μας είπε γρήγορα.

"Και που είναι το κακό;" είπαμε με μια φωνή εγώ και ο αδερφός μου. Μας κοίταξε κουρασμένη.

"Το κακό είναι ότι η θέση είναι στην Νορβηγία." είπε σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της αμυντικά.

"Πρέπει να μείνετε με τον πατέρα σας." συνέχισε.

Έμεινα άφωνη και ο Ντέιβ άρχισε να γελά.

"Μας κάνεις πλάκα, έτσι;" είπε ο αδερφός μου συνεχίζοντας να γελά.

"Δεν πρόκειται να πάω στο Λονδίνο." της είπα σοβαρά. Ξεφύσιξε και ρόλλαρε τα μάτια της.

"Το έχω ήδη κανονίσει με τον πατέρα σας. Πετάτε αύριο στις 8:00." Την κοίταξα. Μετά κοίταξα τον αδερφό μου, ο οποίος είχε σταματήσει να γελά. Σηκώθηκα όρθια και ξανακάθισα. Είχα μείνει άφωνη.

Όχι ρε γαμώτο!

***

Στις 6:00 ήρθε η μητέρα μου να με ξυπνήσει. Αφού πήγα στο μπάνιο και έπλυνα το πρόσωπό μου, κατέβηκα στην κουζίνα για πρωινό. Έφαγα χωρίς όρεξη Lucky Charms και δεν μίλησα καθόλου με την μητέρα ή τον αδερφό μου. Μόλις τέλειωσα, έβαλα το μπολ στον νεροχύτη και ανέβηκα στο δωμάτιό μου για να μαζέψω τα πράγματά μου. Έβαλα μέσα στην βαλίτσα οτιδήποτε υπήρχε στην ντουλάπα μου.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι, έβαλα τα ακουστικά μου και άρχισα να κλαίω. Ναι έχω την τάση να κλαίω με κάθε φορτισμένη συναισθηματική κατάσταση. Όχι ότι θα μου λείψει το σχολείο ή οι συμμαθητές μου, αλλά η μαμά μου και το σπίτι μου.

Δεν υπάρχει διαφυγή.

Μία ώρα πριν την πτήση μας, η μητέρα μου χτύπησε την πόρτα και χωρίς να περιμένει απάντηση μπήκε μέσα. Είχα ήδη μαζέψει τα προσωπικά μου αντικείμενα σε κουτιά έτσι ώστε να με συνοδέψουν στο καινούριο μου σπίτι.

"Άρια είσαι καλά;" με ρώτησε.

Όχι μαμά δεν είμαι..

"Ναι μια χαρά απλά ξεκουράζομαι." της απάντησα κουρασμένα. Με κοίταξε και μετά από λίγο ήρθε και κάθισε στο κρεβάτι μου. Μου χάιδεψε τα μαλλιά και με φίλησε στο μέτωπο.
"Δεν σε πιστεύω." μου είπε ήρεμα και σηκώθηκε.

"Λοιπόν είσαι έτοιμη να φύγουμε;"

Πρακτικά ναι, συναισθηματικά όχι.

"Ναι." απάντησα μονολεκτικά.

"Ωραία γιατί ήρθε η ώρα." μου είπε. Μάλιστα θα πάω να μείνω στον πατέρα μου, που έχω να τον δω δύο χρόνια τώρα από τότε που μας παράτησε. Κάθε χρόνο στα γενέθλιά μου μου έστελνε μία καρτούλα με χρόνια πολλά και λεφτά. Δεν έκανε τον κόπο να με πάρει ένα τηλέφωνο. Τουλάχιστον ήταν πιο κοντά με τον Ντέιβ. Το περασμένο καλοκαίρι είχε πάει να μείνει μαζί του για δυο εβδομάδες και όταν γύρισε πίσω δεν σταμάτησε να μας λέει πόσους φίλους έκανε και πόσο ωραία ήταν.

Η μητέρα μου πήρε την βαλίτσα και κατέβηκε κάτω. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κοίταξα για τελευταία φορά το δωμάτιό μου. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και κατέβηκα αργά τα σκαλοπάτια. Ο Ντέιβιντ και η μαμά μου με περίμεναν στο αμάξι. Ο αδερφός μου με κοίταξε με λύπη και μου έκανε χώρο για να κάτσω. Δεν είχα φύγει πότε από το Μπρίστολ και τώρα έπρεπε να μετακομίσω μακριά από όλα.

Στο Λονδίνο..

***

EmeraldTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon