Κεφάλαιο 2. A boy

4.4K 380 39
                                    

Μας αποχαιρέτησε και εμείς ανεβήκαμε στο αεροπλάνο.

Έψαξα την θέση 3Β. Ακριβώς δίπλα από το παράθυρο. Πίεσα τον εαυτό να μετακινηθεί μέχρι το κάθισμα. Στην διπλανή θέση κάθισε ο Ντέιβιντ. Έβαλα τα ακουστικά μου και βολεύτηκα στο κάθισμά μου.

Ο Ντέιβ είναι αρκετά κοινωνικός και θα γνωρίσει αμέσως νέα παρέα και εκτός αυτού έχει είδη κάποιους φίλους εκεί. Εγώ όμως; Τι θα κάνω; Είμαι αντικοινωνική. Πολύ αντικοινωνική.

Κάπως έτσι με πήρε ο ύπνος.

Με ξύπνησε ο αδερφός μου. Φτάσαμε. Τεντώθηκα και έβγαλα τα ακουστικά μου.  Κατέβηκα από το αεροπλάνο με τον αδερφό μου να ακολουθεί από πίσω.

Μια νέα αρχή, μια καινούρια ζωή.

Πήραμε τις βαλίτσες μας και καθίσαμε στον χώρο αναμονής. Κλασικά ο πατέρας μας δεν ήταν εδώ.  Κοιτούσα το πλήθος ανθρώπων που περνούσαν γύρω μας. Το μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα ψηλό αγόρι το οποίο ερχόταν προς το μέρος μας.

Όμορφος...Υπερβολικά πολύ τέλειος.

Ο Ντέιβιντ σηκώθηκε όρθιος με το χαμόγελο στα χείλη και έδωσε μια αντρική αγκαλιά με αυτόν.

"Που είσαι μεγάλε;" είπε ο αδερφός μου στον άγνωστο. Λογικά τον είχε γνωρίσει το καλοκαίρι.

Πόσο εύκολα κάνει φίλους ο άχρηστος;

"Εδώ ρε συ. Που θες να είμαι;" γέλασαν και οι δύο.

Μα που το βρήκαν το αστείο;

"Λοιπόν δεν θα μου συστήσεις την κοπέλα;" είπε το μαυρομάλλικο αγόρι.

ΤΙ;

Γούρλωσα τα μάτια μου και κόντεψα να πνίγω από το σάλιο μου. Γέλασαν με εμένα.

"Είναι η αδερφή μου, η Άρια." Μου έδωσε το χέρι του και χαμογέλασε.

"Εγώ είμαι ο Άντριαν. Χάρηκα για την γνωριμία.."

"Ναι και γω."είπα μέσα από τα δόντια μου.

Ήταν ψηλός με γυμνασμένους ώμους, μαύρα ατημέλητα μαλλιά και τα πιο όμορφα μάτια που έχω δει ποτέ μου. Γκρι, το χρώμα του συννεφιασμένου ουρανού.

"Λοιπόν είστε έτοιμοι να φύγουμε;" μας ρώτησε.

"Να πάμε που;" μου βγήκε αυθόρμητα. Συνήθως δεν μιλάω σε αγνώστους, ωραίους άγνωστους. Την τελευταία φορά που μίλησα ήταν για να πω σκατά, επειδή έπεσα μπροστά στο αγόρι που μου άρεσε. Και όχι δεν είχε κάποια πετρούλα.. Μπέρδεψα τα πόδια μου γιατί τον κοιτούσα σαν χάνος.

Ο Ντέιβ με κοίταξε.

"Άρια από πότε μιλάς σε αγόρια;"

Ένιωσα τα μαγουλά μου να φλέγονται, άλλη μιά κακή συνήθεια. Ο Άντριαν γέλασε ειρωνικά.

"Να σας πάω στο σπίτι σας. Ο πατέρας σας είχε μια δουλειά στο εργοστάσιο και έστειλε έμενα." είπε και μου έκλεισε το μάτι.

Τι όμορφα μάτια...

"Ναι ξέρεις ο Άντριαν είναι ο γείτονάς μας." με πληροφόρησε ο αδερφός μου. Πήγα να πάρω την βαλίτσα μου αλλά το όμορφο αγόρι με σταμάτησε.

"Άστη σε εμένα." Του χαμογέλασα ευγενικά και πήρα το χέρι μου από το χερούλι. Ο αδερφός μας κοιτούσε εξεταστικά.

Άρχισε να προχωράει μπροστά και τον ακολουθήσαμε. Βγήκαμε έξω από το αεροδρόμιο και πήγαμε στο αμάξι του που ήταν ένα μαύρο SUV. Άνοιξε την πόρτα και βόλεψε την βαλίτσα μου στο κάθισμα, έπειτα μου έκανε νόημα να μπω μέσα. Ο Ντέιβιντ είχε ήδη βολευτεί στην μπροστινή θέση και περίμενε τον Άντριαν να μπει μέσα για να ξεκινήσουμε. Η διαδρομή ήταν γεμάτη ανέκδοτα και ανταλλαγή νέων ανάμεσα στο δύο αγόρια.
Όταν σταμάτησαν να γελάνε ο Άντριαν μου μίλησε.

"Πόσο χρονών είσαι Άρια;" με κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου..

"Είμαι δεκαέξι προς τα δεκαεφτά." του απάντησα σοβαρά. Αυτός πέρασε το χέρι μέσα από τα μαύρα μαλλιά του και μου χαμογέλασε στραβά.

"Άρα είναι η δεύτερη χρονιά σου στο Λύκειο έτσι;"

"Ναι."

"Εσύ;" τόλμησα να ρωτήσω. Ποιος ξέρει ίσως αυτή την φορά να έπεφτε κάποιος κομήτης πάνω μου. Και θα ήταν κρίμα γιατί είμαι στο αμάξι με ένα πάρα πολύ ωραίο αγόρι. Και όχι δεν εννοώ τον αδερφό μου.

"Είμαι όσο και ο αδερφός σου. Είναι η προτελευταία μου χρόνια φέτος." Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και άρχισα να παίζω με μία κλωστή που είχε ξεφτίσει από το μπλουζάκι μου. Μετά από λίγο το αμάξι σταμάτησε.

Ωραία λοιπόν φτάσαμε.

"Αυτό είναι το σπίτι σας."μας έδειξε ένα διώροφο σπίτι στην άκρη του δρόμου.

Πολύ μεγάλο για το γούστο μου.

"Αλλά θα έρθετε στο δικό μου. Διαταγή του πάτερα σας."μας είπε χαμογελαστά.

Την έκατσα.

***

EmeraldWhere stories live. Discover now