ΕΠΕΤΕΙΟΣ

2.9K 30 0
                                    

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1964

Η Ελένη έκατσε στο προαύλιο της φυλακής, πλάι στην Φωτεινή και κατέβασε το βλέμμα της λυπημένα. Έπειτα της έδωσε ένα βιβλίο και η γυναίκα το κοίταξε με περιέργεια. Απ' έξω έγραφε «ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ, Δ' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ». <<Το έφερε ο Λάμπρος για σένα. Μιας και τελειώσαμε το προηγούμενο>> της εξήγησε και η Φωτεινή χαμογέλασε. <<Να ναι καλά το παλικάρι. Σου είπε τίποτα; Στο χωριό σου όλα καλά;>> ρώτησε με περιέργεια. Η Ελένη έγνεψε θετικά. <<Όλα καλά...>>. Εκείνη της έπιασε το χέρι. <<Τι έγινε Λενιώ; Σκοτεινιασμένη είσαι. Σου είπε τίποτα;>>, <<Τον είδε ο Βόσκαρης στο επισκεπτήριο. Ανησυχώ Φωτεινή. Δεν τον εμπιστεύομαι. Φοβάμαι μη...>>, <<Τίποτα δεν θα κάνει το τομάρι. Ένας θρασύδειλος είναι. Δεν τον συμφέρει κι όλας. Εσύ όμως, πρέπει κάποια στιγμή...>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Τα έχουμε πει αυτά. Μη συνεχίζεις. Τι νόημα έχει άλλωστε; Για εκείνον στεναχωριέμαι, που τον βλέπω θλιμμένο. Εγώ.. Ας πούμε συνήθισα>>, <<Τι λόγια είναι αυτά; Ελένη...>>.  Η κοπέλα σηκώθηκε νευρικά. <<Άστην αυτή την κουβέντα, να χαρείς>>, <<Καλά κόρη μου. Να μη σε φορτώνω κι εγώ...>>. Η Σούλα, μια συγκρατούμενη τους που είχε καταδικαστεί για κλοπή, τις πλησίασε και σωριάστηκε πλάι τους, κρατώντας μια εφημερίδα. <<Τι έγινε; Εσύ έχεις ασπρίσει>> πέταξε η Ελένη. <<Τι να ασπρίσω... Ήρθε η θεία μου και μου έφερε μαντάτα άσχημα. Μια φιλενάδα που είχα από μικρή, η Ευτέρπη, είχε παντρευτεί ένα παλικάρι στο Συκουριό και είχαν φτιάξει τη φαμίλια τους εκεί. Είχαν και μια κορούλα... Ε συγχωρέθηκε προχτές. Τραγωδία!>> ψέλλισε δακρυσμένα. <<ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ; Καλά πώς;>> ρώτησε η Φωτεινή. <<Είχαν ένα αγροτικό αυτοκίνητο και ντελαπάρησε σ' ένα γκρεμό. Σκοτώθηκαν και άλλου δύο, συγγενείς του άντρα της>>, <<Το παιδί;>> έκανε η Ελένη. <<Δεν ήταν μέσα... Το είχε σπίτι η πεθερά της>>. Η Ελένη πήρε την εφημερίδα από τα χέρια της και την περιεργάστηκε. Υπήρχε μία φωτογραφία, του ζευγαριού που κρατούσαν ένα μικροσκοπικό κοριτσάκι στα χέρια τους. Φαινόντουσαν χαρούμενοι και ήρεμοι. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Λενιώς, που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Από μακρία, φάνηκε ο Βόσκαρης να την κοιτάζει αυστηρά. Εκείνη τον αγνόησε. <<Και πώς το λέγαν Σούλα, το παιδί;>> ρώτησε αυθόρμητα. <<Ευγενία>>.

---------------------------------------

2 ΜΑΡΤΙΟΥ 1967

Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της, ακριβώς έναν χρόνο μετά, την ημέρα του γάμου της. Ακόμα δεν είχε καλά-καλά ξημερώσει και ένα αχνό φως, έμπαινε στο δωμάτιο, πίσω από τις κουρτίνες. Τέτοια μέρα πέρσι, είχε ξυπνήσει μόνη, στη κάμαρη της και αντίκρισε απέναντι, κρεμασμένα στη ντουλάπα, το νυφικό και το πέπλο της. Ένας χρόνος πέρασε από εκείνη την ημέρα. Πλέον δεν κοιμόταν μόνη. Δίπλα της, πλάγιαζε γαλήνια ο άντρας της ζωής της, ο φωτεινός της άγγελος, που δεν είχε ανοίξει ακόμα τα μάτια του. Η Ελένη χαμογέλασε. Τα περισσότερα πρωινά, ξυπνούσε πριν από εκείνον και τον χάζευε για μερικές στιγμές, πρωτού του δώσει το πρώτο φιλί της ημέρας και ξεκινήσει η γλυκιά τους ρουτίνα. Πλέον εκείνη και ο Λάμπρος, ζούσαν μόνοι, στο σπίτι που της άφησε για προίκα ο πατέρας της. Οι αδελφές της και ο Σέργιος, είχαν νοικιάσει ένα μικρό σπιτάκι, πολύ κοντά στο δικό τους. Πικράθηκε η Ελένη αλλά δεν εμπόδισε την απόφαση τους. Ήθελαν ο μικρός τους, να έχει το δικό του δωμάτιο. Περνούσαν φυσικά, πολλές ώρες της ημέρας στο πατρικό τους. Άφηναν και τον μικρό πότε-πότε, μαζί με τον Λάμπρο και την Ελένη, που του έκαναν όλα τα χατίρια και έπαιζαν μαζί του μέχρι αργά. Αυτό ήταν και το μόνο αγκάθι στο γάμο της με τον δάσκαλο. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο απομακρυνόταν η πιθανότητα να αποκτήσουν ένα δικό τους παιδί. Εκείνος ποτέ δεν της ανέφερε τίποτα, όμως η Ελένη ήξερε πόσο το ήθελε. Τον έβλεπε να παίζει με τον ανιψιό τους, να του διαβάζει ιστορίες και να του απαντά σε όλες τις απορίες, και μάτωνε η καρδιά της που δεν μπορούσε να του χαρίσει ένα δίκο τους παιδί. Χωρίς να το καταλάβει, ο Λάμπρος άνοιξε τα μάτια του. <<Καλημέρα νεράιδα μου>> είπε νυσταγμένα και τράβηξε μαλακά το χέρι της Ελένης για να σκύψει επάνω του και να του δώσει ένα γλυκό φιλί.
Ξεκίνησαν τη μέρα τους όπως όλες τις προηγούμενες. Ετοιμάστηκαν μαζί στη κάμαρη τους κι εκείνη τράβηξε για την κουζίνα να φτιάξει τον πρωινό τους καφέ. Καθώς έπαιρναν το πρωινό τους, εκείνη του ανακοίνωσε πως θα τον συνόδευε ως το σχολείο γιατί είχε να κάνει μερικά ψώνια στο χωριό, πρωτού πάει στα χωράφια. Κατέβηκαν πιασμένοι χέρι-χέρι το δρόμο. <<Φτιάξε κάτι πρόχειρο για μεσημεριανό. Το βράδυ θα φάμε έξω. Θα σε πάω σε ένα εστιατόριο στη Λάρισα, που μου είπαν πως είναι πολύ ωραίο. Δεν θέλω να μαγειρέψεις τέτοια μέρα>>. Η Ελένη χαμογέλασε γλυκά. <<Το θυμήθηκες>> του είπε ήρεμα. <<Είναι δυνατόν να ξεχάσω την ωραιότερη μέρα της ζωής μου; Δεν είναι>> απάντησε ο Λάμπρος και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Είχαν φτάσει κι όλας στη πλατεία του χωριού και τα παιδιά είχαν αρχίσει να μαζεύονται. Η Ελένη του έστρωσε την γραβάτα, αντάλλαξαν ένα ακόμα φιλί και έφυγε για το καφενείο.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα