ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

834 21 2
                                    


Η Ελένη χλώμιασε και άφησε το φλιτζάνι της στο τραπέζι σχεδόν τρέμοντας. <<Ας περιμένουμε λίγο ακόμα. Μη νιώσει ότι δεν την θέλουμε. Ως το μεσημέρι>> ψέλλισε κοιτώντας το πάτωμα. Το παιδί άνοιξε τη πόρτα της κάμαρης και μπήκε μέσα νυσταγμένα. <<Καλημέρα>> είπε και έκατσε στη καρέκλα δίπλα στο Λάμπρο, που της φίλησε μαλακά το κεφαλάκι. <<Θα σου φέρω το γάλα σου. Θέλεις και ένα αυγουλάκι; Ή ψωμί με μαρμελάδα;>> ρώτησε η Ελένη και απέφυγε να κοιτάξει το παιδί, που χάιδευε γαλήνια τον αγαπημένο της αρκούδο, χωρίς να σκέφτεται πως ήταν η τελευταία της μέρα στο Διαφάνι.

Δεν χώραγε την Λενιώ ο τόπος. Σαν να είχε ξεχάσει τη πραγματικότητα. Έμεινε στο σπίτι να μαγειρέψει και άφησε τον δάσκαλο να βγάλει τη μικρή μια βόλτα με το άλογο που τόσο αγαπούσε. Σίγουρα θα αντιδρούσε ψύχραιμα. Ήταν ώριμη για την ηλικία της. <<Ναι, αυτό θα γινόταν>> έπεισε τον εαυτό της. Αν το κορίτσι αντιδρούσε ήρεμα, θα το έπαιρνε και η ίδια πιο εύκολα απόφαση.

Και πέρασε η ώρα, και ήρθε το μεσημέρι, κι έκατσαν και οι τρεις γύρω από το τραπέζι. Το στομάχι της Ελένης είχε γίνει κόμπος και κατέβασε δυο μπουκιές, ίσα ίσα, για να μην φανεί στο Λάμπρο, που την κοιτούσε επίμονα.

<<Έφαγα. Να πάω να παίξω με τις κούκλες μου;>> είπε η μικρή και έκανε να σηκωθεί από το τραπέζι. <<Ευγενία μου, φυσικά να πας αλλά πριν φύγεις, να σου θυμίσω πως αύριο θα πρέπει να σε πάμε στην κυρία Ειρήνη. Το θυμάσαι αγάπη μου έτσι; Και σύντομα θα ξαναρθείς>> είπε καλοσυνάτα ο δάσκαλος. Η Ευγενία κάρφωσε τα μάτια στην Ελένη, που σχεδόν έτρεμε από την ταραχή. <<Θέλω να μείνω εδώ>> είπε με αποφασιστικότητα. <<Αγάπη μου, ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται>>, <<Γιατί; Δεν με θέλετε;>>, <<Όχι καρδιά μου, φυσικά και σε θέλουμε, όμως απαγορεύεται. Θα γυρίσεις αύριο, θα ερχόμαστε να σε βλέπουμε και σε λίγο καιρό, θα έρθεις ξανά>>. Ο Λάμπρος προσπαθούσε να κρατήσει τις ισορροπίες όμως μέσα του ήξερε πως το ξέσπασμα θα ήταν αναπόφευκτο. <<Τη Βαγγελίτσα, τη πήρε μία καινούργια οικογένεια και υιο... υιο-τε-θή-θη-κε. Θέλω να με πάρετε κι εμένα>>> Η Λενιώ δεν μιλούσε. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει και δεν ήξερε για πόσο ακόμα θα κρατούσε τη ψυχραιμία της. <<Δεν είναι πως δεν θέλουμε καρδιά μου αλλά δεν...>>, <<Ψέματα. Αφού μπορείτε. Πολλά παιδιά φεύγουν. Δεν με θέλετε;>> είπε η μικρή και δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της. <<Ευγενία...>>, <<Μανούλα μου, δεν με θες;>>. Ο δάσκαλος γύρισε απότομα προς την Ελένη. Τα μάτια της ήταν υγρά και δεν μπορούσε να ορθώσει λέξη. Η μικρή άρπαξε το αρκουδάκι της και κλείστηκε στο δωμάτιο. Τότε η γυναίκα ξέσπασε. Άφησε τα δάκρυα να τρέξουν από τα μάτια της σαν μια ανοιξιάτικη μπόρα που έπεφτε στον κάμπο. Ο Λάμπρος σηκώθηκε και πλησίασε τη γυναίκα του. <<Σε έχει ξαναπεί, έτσι; Το έχει ξαναπεί>>. Η Λενιώ χωρίς να απαντήσει σηκώθηκε από την καρέκλα κι έκανε κίνηση να πάει μέσα. <<Κάτσε κάτω. Δεν είσαι σε θέση. Θα πάω εγώ>>.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα