Αμίλητη ήταν η Λενιώ, σε όλη την επιστροφή προς το Διαφάνι. Λέξη δεν έβγαλε, παρά μόνο κοιτούσε τον δρόμο σα χαμένη. Πότε-πότε ο Λάμπρος, της έριχνε κλεφτές ματιές, μα τα βλέμματα τους δεν διασταυρώθηκαν. <<Θα πάω τη κούρσα στη Βιολέτα και μετά θα περάσω από τα χωράφια. Θα έρθεις;>> τη ρώτησε μόλις μπήκαν στο σπίτι τους. <<Νυστάζω. Θα ξαπλώσω λίγο. Πήγαινε εσύ>> του είπε άνευρα. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έφυγε. Η Ελένη μπήκε στη κάμαρη της μικρής κι έκατσε στο κρεβατάκι του παιδιού. Ήταν ακόμα άστρωτο και δίπλα στο μαξιλάρι της υπήρχαν οι δύο κούκλες της, η μία δώρο του Κωνσταντή και του Νικηφόρου και η άλλη από τις αδελφές της. <<Δεν θα τις πάρεις μαζί;>> είχε ρωτήσει ο Λάμπρος το προηγούμενο βράδυ. <<Όχι γιατί τα άλλα παιδιά δεν έχουν και θα μου τις χαλάσουν>> απάντησε εκείνη και τις έβαλε δίπλα στο μαξιλάρι της. Η Λενιώ ξάπλωσε στο μαξιλάρι του παιδιού. Μύριζε ακόμα η μυρωδιά της. Αγκάλιασε το μαξιλάρι κι έκλεισε τα μάτια της. Βυθίστηκε σε έναν βαθύ ύπνο, χωρίς όνειρα και σκέψεις.
<<Δεν βλέπω κάτι παθολογικό. Ας πάρει τα αντιπυρετικά και να φάει καλά. Σε δύο μέρες θα είναι περδίκι>> είπε εύθυμα, ο κύριος Δανιήλ, ο γιατρός του ιδρύματος. Η Ειρήνη τον οδήγησε έξω και γύρισε ξανά στον κοιτώνα. <<Σεβαστή, πες στην μαγείρισσα να ετοιμάσει λίγη σούπα>>, <<ΔΕΝ ΠΕΙΝΑΩ>> διαμαρτυρήθηκε η Ευγενία. <<Ευγενία, τέρμα τα αστεία. Θα φας το φαί σου, γιατί διαφορετικά θα τηλεφωνήσω στην Ελένη να μην ξαναέρθει>> είπε αυστηρά η διεύθυντρια. <<Δεν θα φάω. Θέλω να πάω σπίτι μου>> είπε η μικρή και έσφιξε τον Μπούμπη ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά της. Η Ειρήνη έκανε νόημα στη Σεβαστή να φύγει κι έκατσε δίπλα της. <<Γιατί τα κάνεις αυτά; Θες να μας στεναχωρείς; Κανένα άλλο παιδάκι δεν συμπεριφέρεται έτσι. Γιατί Ευγενία μου; Δεν πέρασες καλά το Πάσχα; Μη συμπεριφέρεσαι έτσι, εσύ είσαι πολύ καλό παιδί>> είπε με αγάπη η γυναίκα και της χάιδεψε το πρόσωπο. <<Θέλω να πάω στη μαμά και το μπαμπά μου>>, <<Αγάπη μου, ο Λάμπρος και η Ελένη σε αγαπάνε αλλά δεν είναι μαμά και μπαμπάς σου>>, <<ΕΙΝΑΙ! Εγώ δεν έχω μπαμπά και μαμά γιατί πήγαν στον ουρανό. Θέλω να έχω το Λάμπρο και την Ελένη>>. Η Ειρήνη δεν απάντησε. Σκέπασε το παιδί και την άφησε μόνη, με το αρκουδάκι της, να ηρεμήσει.
<<Ελένη μου...>> είπε ο Λάμπρος και χάιδεψε τα μαλλιά της γυναίκας του. Εκείνη ξύπνησε και σήκωσε τον κορμό της. <<Τι ώρα είναι;>>, <<Είναι μεσημέρι μάτια μου, κοιμάσαι πολλές ώρες. Είσαι καλά;>>. Η Λενιώ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. <<Τι λες; Πάμε να φάμε στη Βιολέτα; Θα χαρεί να μας δει κι εκείνη>> είπε εύθυμα ο δάσκαλος, γνωρίζοντας εκ των προτέρων την απάντηση. <<Πήγαινε εσύ, μην είσαι νηστικός. Δεν πεινάω. Ίσως ξαπλώσω λίγο ακόμα, νιώθω μια κόπωση>>, <<Τότε θα μείνω να σου κάνω παρέα>> απάντησε και της χάιδεψε τρυφερά το μπράτσο. Εκείνη τραβήχτηκε απρόθυμα. <<Πήγαινε. Θα πάω μέσα κι εγώ>>. Η γυναίκα έφυγε για την κάμαρη της, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Εκείνος ξεφύσηξε και έφυγε από το σπίτι, παίρνοντας τον δρόμο για το καφενείο.
YOU ARE READING
Ευγενία
FanfictionΈνα παιδί χωρίς γονείς. Δύο γονείς χωρίς παιδί. Πόσο μετράει η αγάπη; Πόσο δύναμη έχει; Πόσα εμπόδια μπορεί να διαλύσει; Ποια μοίρα έφερε στο δρόμο της Ελένης, την Ευγενία;