ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ - part 1

907 25 63
                                    


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1968

Ήταν ηλιόλουστη η Κυριακή και θύμιζε έντονα άνοιξη. Ο Λάμπρος με τον Σαράφη περπατούσαν στη Λάρισα, συζητώντας και έχοντας στο νου τους στα κορίτσια που προχωρούσαν μπροστά τους και έτρωγαν λαίμαργα από ένα γλειφιτζούρι-κοκοράκι. Πιο πίσω, ερχόντουσαν η Ελένη με την Ειρήνη, προσπαθώντας να κρατήσουν μια ασφαλή απόσταση για να συζητούν, χωρίς να τις ακούν οι μικρές. Η Λενιώ στηριζόταν στο μπράτσο της Ρήνας και η κοιλιά της είχε φουσκώσει αρκετά, αν και ήταν ακόμα στον 5ο μήνα της εγκυμοσύνης της. <<Τι μου λες βρε Λενιώ; Έτσι της είπε; Τι να πω... Χίλια συγνώμη. Μην ανησυχείς, θα της κάνω μια κουβέντα>> είπε νευρικά η διευθύντρια. <<Δεν στο είπα για την μαλώσεις, ούτε για να μου ζητήσεις συγνώμη. Στο είπα γιατί νιώθω, και να με συμπαθάς για το θάρρος, πως δεν πάει καλά το πράγμα. Σαν να μην μπορεί η Ευτυχία να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση>>. Η Ειρήνη έμεινε για λίγο σιωπηλή. <<Εκατό φορές τη ρώτησα αν θέλει να την υιοθετήσουμε και μου είπε ναι. Ξέρεις πολλές φορές, τα παιδιά, δεν επιθυμούν την υιοθεσία, ειδικά τα μεγαλύτερα. Έχουν συνηθίσει τη ζωή στο ίδρυμα, έχουν δημιουργήσει φιλίες και δυσκολεύονται να το αποχωριστούν. Σαν να χάνουν ξανά την οικογένεια τους. Η Ευτυχία όμως, δεν έχει στενές σχέσεις με καμία συμμαθήτρια της και από την άλλη θέλει να την υιοθετήσουμε>>, <<Είναι καλό παιδί και ιδιαίτερο. Θα χρειάζεται περισσότερο χρόνο, απλά>>. Συνέχισαν να περπατούν και καμιά τους δεν μιλούσε. Όταν οι άντρες με τα παιδιά, σταμάτησαν μπροστά από μία μικρή λιμνούλα στο τοπικό πάρκο, να χαζέψουν οι μικρές τις πάπιες, σταμάτησαν κι εκείνες λίγο πιο μακριά και η Ρήνα, κόλλησε τα μάτια της στα κορίτσια. <<Τι να κάνω; Πες μου μια συμβουλή>>. Η Ελένη γέλασε. <<Εγώ σε σένα; Εγώ πάντα έρχομαι για συμβουλές και τώρα μου ζητάς εσύ;>>, <<Κουράστηκα να συμβουλεύω Ελένη το κόσμο. Θέλω κάποιος να μου πει μια γνώμη. Κι εσύ είσαι μάνα και μάλιστα με παιδί υιοθετημένο>>. Η Λενιώ ξεφύσηξε. <<Δεν είναι το ίδιο>>, <<Το ξέρω. Ξέρω πως η Ευγενία με παρακαλούσε να την αφήσω να έρθει μαζί σας, ξέρω πως σας φώναζε μαμά και μπαμπά χωρίς την παραμικρή δυσκολία αλλά προσπάθησε να έρθεις στη θέση μου>>. Η γυναίκα σκέφτηκε λίγο και χάιδεψε τη κοιλιά της. <<Η κόρη μου, από τη μέρα που την πήραμε, αρνείται να έρθει στο ίδρυμα. Ξέρεις πόσο την πίεσα, κι εσύ το ίδιο, και ο Λάμπρος όμως τώρα πια καταλαβαίνω το λόγο. Για το κόσμο, στο χωριό, για τα παιδάκια που παίζουν, που τραγουδούν στη χορωδία, είναι η κόρη του δασκάλου. Στο ίδρυμα θα είναι πάντα το ορφανό που υιοθετήθηκε. Πρέπει να ξεκινήσει μια νέα ζωή η Ευτυχία, Ειρήνη. Να σταματήσει να συναναστρέφεται συνέχεια με τα υπόλοιπα παιδάκια στο ίδρυμα. Σίγουρα την ζηλεύουν και νιώθει άβολα. Δεν μπορεί να αρχίσει να σε λέει μαμά και να πηγαίνει σχολείο με όλα τα κοριτσάκια που σε ξέρουν σαν την διευθύντρια τους>>. Η Ειρήνη την κοίταξε επίμονα. Είχε δίκιο. Πολλά κορίτσια ζήλευαν την τύχη της κόρης της κι εκείνη, που πάντα ήταν ένα σεμνό και χαμηλών τόνων παιδί, σίγουρα ένιωθε άβολα. <<Ξέρω ένα καλό ιδιωτικό σχολείο, έξω από τη Λάρισα αλλά... Δεν ξέρω βρε Ελένη. Δεν με αφήνει αυτό το παιδί να την πλησιάσω. Πώς να τη στείλω σε ένα σχολείο που δεν θα ξέρω τι μου γίνεται; Τουλάχιστον εκεί, την έχω δίπλα μου. Ξέρω την δασκάλα της. Έχω τον έλεγχο>>, <<Αν δεν είναι θέμα η απόσταση, στείλτη στο Διαφάνι>>, <<Τι;>>, <<Στο Διαφάνι. Να πάει από Σεπτέμβρη, μαζί με την Ευγενία. Να έχει δάσκαλο τον Λάμπρο. Θα την έχει το νου του, θα την προσέχει και ως τότε θα φροντίσουμε να γνωρίσει και κάπως τους συμμαθητές της. Θα πηγαίνει ίδια τάξη με τον ανιψιό μου, τον Σέργιο. Κι εκεί θα είναι η Ευτυχία Σαράφη. Κανείς δεν θα ξέρει πως δεν είστε οι γονείς της>>. Η Ειρήνη κοίταξε πάλι τα κορίτσια, που τάιζαν τις πάπιες. <<Δεν πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;>> τους φώναξε από μακριά ο Σαράφης. Οι γυναίκες έγνεψαν καταφατικά χαμογελώντας. <<Ευτυχία μου, εσύ τι λες;>> τη ρώτησε γλυκά ο Μιχάλης. <<Ευχαριστώ πολύ κύριε Μιχάλη. Ναι, θέλω>> απάντησε ευγενικά. <<Κι εγώ θέλω μπαμπά μου>> είπε με την σειρά της η Ευγενία και άπλωσε τα χεράκια της για να την πάρει αγκαλιά ο Λάμπρος. <<Άστο πια παιδί μου, το γλειφιτζούρι. Θα χαλάσεις τα δόντια σου. Άσε που δεν θα φας φαί>> τη μάλωσε η Ελένη που την είχε πλησιάσει και η Ευγενία της έδωσε το κοκοράκι μουτρωμένα. 

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα