Η ΘΕΙΑ (extra bonus)

1.2K 28 23
                                    

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1967

Η Ελένη σήκωσε απαλά το νυχτικό της και σκέπασε το στήθος της. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον άντρα της, που τη χάζευε, κοιτώντας τη λάγνα, και κοκκίνισε ελαφρώς. <<Ντύσου κι εσύ. Μην έρθει η μικρή...>> του πρότεινε ντροπαλά και ξάπλωσε δίπλα του. <<Σε λίγο...>> απάντησε και άφησε ένα φιλί στα χείλη της, ενώ τα δάχτυλα του, μπλέχτηκαν στα μαλλιά της. <<Πέρασαν οι μέρες, ε;>>, <<Μην αρχίζεις, τα είπαμε αυτά>> πέταξε ο Λάμπρος αγχωμένα. <<Καλά... Είναι χαρούμενη όμως. Τη βλέπεις>>, <<Είναι. Κι εσύ είσαι. Κι εγώ. Ας κάνουμε λίγο υπομονή. Η Ειρήνη είναι αισιόδοξη>> της είπε τρυφερά κι εκείνη γύρισε την πλάτη της, και την έτριψε στο στέρνο του. <<Θα δούμε. Δεν θέλω να το σκέφτομαι...>>. Έμειναν για λίγο αμίλητοι, κι εκείνος χάιδευε το σβέρκο της ήρεμα. <<Λάμπρο...>>, <<Τι;>>, <<Λες, η γιαγιά της μικρής, που την μεγάλωσε, να μην ήταν καλός άνθρωπος;>> ρώτησε διστακτικά. <<Πώς σου ήρθε αυτό;>>, <<Δεν μιλά ποτέ για εκείνη, όσο κι αν τη πίεσα. Κι έπειτα, πέθανε και δεν μου φάνηκε στεναχωρημένη όταν τη βρήκα. Φοβισμένη ναι, μα στεναχωρημένη όχι. Εσύ τι λες; Ξέρεις παραπάνω από παιδιά...>> έκανε λυπημένα κι ο άντρας ανασηκώθηκε. <<Η αλήθεια είναι πως δε φαίνεται να της λείπει. Δεν ξέρω Ελένη. Μη το πιέζεις το παιδί, έχει εμάς. Και να μην ήταν καλός άνθρωπος, δε ζει πια. Έχει σημασία;>>. Εκείνη χαμογέλασε. <<Όχι... Δεν έχει...>> απάντησε τρυφερά και ο δάσκαλος ρούφηξε ελαφρά τα χείλη της. <<Δε θα ντυθείς;>> τον ρώτησε δειλά. <<Βιάζεσαι;>> ψέλλισε, κατεβαίνοντας στο λαιμό της. Ένα μικρό χαχανιτό της ξέφυγε παιχνιδιάρικα κι ένιωσε τις ράντες από το νυχτικό της, να κατεβαίνουν ξανά.

Η Ευγενία τινάχτηκε στον ύπνο της ταραγμένα και άρπαξε τον αρκούδο της, που είχε πέσει δίπλα από το στρώμα. Είχε ιδρώσει και έτρεμε από ταραχή. Σηκώθηκε τρομαγμένα και βγήκε στην τραπεζαρία. Ήταν έρημη και έξω δεν είχε ξημερώσει ακόμα, μόνο ένα αχνό φως έμπαινε στην κουζίνα από τα παράθυρα. Άνοιξε την πόρτα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της και τους βρήκε να κοιμούνται γαλήνιοι κι αγκαλιασμένοι. Πήγε κοντά τους και τους έριξε μια λυπημένη ματιά, πριν ανέβει στο κρεβάτι. Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της από το ελαφρύ τράνταγμα. <<Ευγενία; Τι έγινε;>> ψιθύρισε αγουροξυπνημένα. <<Μαμά να κοιμηθώ εδώ; Είδα ένα όνειρο>>, <<Τι όνειρο;>>. Η μικρή δεν απάντησε, αλλά πήρε πρωτοβουλία και ξάπλωσε, ακουμπώντας το κεφάλι της στο στήθος της Ελένης. <<Παιδί μου, εσύ τρέμεις. Τι έγινε; Τι είδες; Εφιάλτη;>> έκανε ανήσυχα η γυναίκα. <<Δε θυμάμαι...>> απάντησε το παιδί, μα εκείνη δεν πείστηκε. Ο Λάμπρος ανασηκώθηκε και τους έριξε μια ματιά. <<Ευγενία γιατί είσαι εδώ; Έγινε κάτι;>> ρώτησε ενώ χασμουριόταν. <<Άστην. Κοιμήσου εσύ>> πέταξε αδιάφορα η Ελένη και την έσφιξε πάνω στο στέρνο της. <<Τι λες μωρέ Ελένη; Τι έπαθες μάτια μου; Είδες εφιάλτη;>>. Η μικρή ανασηκώθηκε και χαμήλωσε το βλέμμα της. <<Μπαμπά να κοιμηθώ εδώ; Σε παρακαλώ>>. Ο Λάμπρος αναστέναξε. <<Δεν θα μας πεις τι είδες;>>. Η μικρή έγνεψε αρνητικά. Εκείνος τη σήκωσε και την έφερε στη μέση του κρεβατιού. <<Δεν έχουμε πει, να τα λέμε όλα, ε; Τέλος πάντων, κοιμήσου τώρα και θα τα πούμε το πρωί. Εντάξει;>>. Το κοριτσάκι κούνησε το κεφάλι καταφατικά και ξάπλωσε ανάμεσα τους. <<Ντάξει τώρα;>> ρώτησε παιχνιδιάρικα ο Λάμπρος. Η Ευγενία κούρνιασε στο στέρνο του κι εκείνος της χαμογέλασε τρυφερά. <<Ντάξει μπαμπά...>> αρκέστηκε να πει κι έκλεισε τα μάτια της.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα