ΤΟ ΛΑΘΟΣ (extra bonus)

646 24 4
                                    


ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1958

Η Θεοδοσία σέρβιρε το μπακλαβά, στα μικρά πιατάκια πάνω στο τραπέζι και όλοι καρτερούσαν το κομμάτι τους. <<Άντε κόρη μου, τη μύτη μου έχει σπάσει>> πέταξε ανυπόμονα ο Μιλτιάδης. Ο Λάμπρος ανακάθισε. <<Εμένα μη μου βάλεις. Δεν έχω όρεξη>> της είπε με ηρεμία. <<Γιατί Λάμπρο μου; Εσένα σου αρέσει πολύ ο μπακλαβάς. Και φαγητό δεν έφαγες. Νιώθεις άρρωστος;>>. Ο Μιλτιάδης τον κοίταξε ανήσυχα, μα ο Γιάννος που καθόταν δίπλα του χαμογέλασε αχνά. <<Δεν πεινάω απλά. Φάτε εσείς, να τον ευχαριστηθείτε>>. Η Θεοδοσία συνέχισε να σερβίρει. <<Νερό δεν έφερα, θα λιγωθούμε>> έκανε και πήρε το ταψί στην κουζίνα. Ο Λάμπρος σηκώθηκε από τη θέση του. <<Πάω μια βόλτα, δεν θα αργήσω>>. Ο Μιλτιάδης που προσπαθούσε ώρα να συγκρατηθεί, πετάχτηκε όρθιος. <<Είναι αργά. Κάτσε μαζί μας. Δεν χρειάζεται να τριγυρνάς στο χωριό>>, <<Γιατί;>> τον ρώτησε ψυχρά ο Λάμπρος. <<Το καφενείο είναι κλειστό. Κάτσε να πιούμε ένα τσίπουρο>>. Ο δάσκαλος χαμογέλασε ειρωνικά. <<Τι φοβάσαι πατέρα;>>, <<Τι να φοβάμαι; Τίποτα>>, <<Σωστά. Δεν θα αργήσω...>> πέταξε κι έκανε να φύγει. <<ΛΑΜΠΡΟ!>>. Ο άντρας σταμάτησε. <<Και το απόγευμα έλειπες. Και το πρωί. Τι κάνεις; Κάτσε εδώ με τη γυναίκα σου, σε παρακαλώ>>. Εκείνος έγνεψε και ένα ειρωνικό γελάκι ξέφυγε από το στόμα του. <<Μη φοβάσαι πατέρα. Έγινε ο γάμος. Πάω να πάρω αέρα>> είπε και έφυγε. Ο Μιλτιάδης σωριάστηκε σε μία καρέκλα και ο Γιάννος έκατσε δίπλα του και τον κοίταξε γαλήνια. <<Εκείνος έπρεπε να ήταν ο γαμπρός κι όχι αυτός ο σατανάς, ο Σέργιος>>, <<ΠΑΨΕ! Μην ξαναπείς τέτοια κουβέντα. Έχουμε νύφη στο σπίτι>>, <<Η Ελένη έπρεπε να μπει νύφη στο σπιτικό μας>>, <<ΠΑΨΕ ΓΙΑΝΝΟ! Πάψε μη σε ακούσει το κορίτσι>>, <<Δεν την αγαπά και το ξέρεις>>, <<Την αγαπά και πολύ μάλιστα. Σταμάτα τις ανοησίες! Μέχρι λίγο παρακάτω θα πήγε, να χωνέψει>> πέταξε αυστηρά ο Μιλτιάδης και έστριψε το βλέμμα του από την άλλη μεριά, για να αποφύγει το γιο του. Η Θεοδοσία μπήκε στην τραπεζαρία και η κουβέντα κόπηκε με μιας. <<Ο Λάμπρος; Πού είναι; Ξάπλωσε;>> ρώτησε με περιέργεια. <<Πήγε να πάρει λίγο αέρα έξω. Τον ενοχλούσε το στομάχι του>> της απάντησε ευγενικά ο Μιλτιάδης. Η κοπέλα χαμήλωσε αγχωμένα το βλέμμα της. <<Και το απόγευμα δεν ένιωθε καλά>>, <<Καμιά ίωση θα έχει. Κάτσε να φάμε το γλυκό μας. Χρυσοχέρα είσαι νύφη μου, μπράβο. Εμάς εδώ, σαν τα κούτσουρα, ποιος να μας κάνει γλυκά και πίτες...>> έκανε ο Μιλτιάδης και άρχισε να τρώει λαίμαργα, μα ο κόμπος στο στομάχι, δεν τον άφηνε να το απολαύσει. <<Εμένα μου έφτιαχνε η Ελένη και η Δρόσω. Κι εκείνες τα έκαναν πολύ ωραία>> είπε ο Γιάννος και ο πατέρας του, τον κοίταξε αυστηρά. <<Ε τώρα έχουμε τη Θεοδοσία μας, δεν θα υποχρεώνεσαι σε ξένους. Φάε να δεις τι ωραίο τον έκανε!>>. Η Θεοδοσία άρχισε να τρώει ανόρεκτα, και έριξε τα μάτια της στον πεθερό της. Το πόδι του κουνιόταν νευρικά και κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές στο Γιάννο. Δεν έδωσε σημασία και αποφάσισε να περιμένει τον άντρα της να επιστρέψει.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα