ΤΡΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ (extra bonus)

553 19 6
                                    


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1948

Η Ελένη περπατούσε προς το καφενείο του χωριού, φορώντας ένα βαρύ παλτό και ένα κόκκινο μάλλινο κασκόλ, που είχε φτιάξει η Ασημίνα, τυλιγμένο γύρω από το λαιμό της. Η Ρίζω, η βοηθός της κυρά-Δέσπως, την πλησίασε κεφάτα. <<Καλησπέρα Λενάκι. Τι κάνεις; Στο καφενείο πας;>> ρώτησε με περιέργεια. <<Καλησπέρα. Ναι, πάω να πάρω λίγο φασόλια>>, <<Ε να σου κάνω παρέα ως εκεί... Για πες. Τελειώνεις το γυμνάσιο φέτος, ε; Μεγάλωσες κι εσύ>> πέταξε η Ρίζω. Ήταν κάπου 12-13 χρόνια μεγαλύτερη της και ακόμα ανύπαντρη, μα είχε βάλει σκοπό της ζωής της, να παντρέψει όλο το χωριό. Η Ελένη της χαμογέλασε. <<Ναι, τελειώνω το καλοκαίρι>>, <<Και μετά;>>, <<Τι και μετά;>>, <<Τι σκέφτεσαι να κάνεις;>>, <<Δεν σκέφτομαι κάτι. Δεν μας περισσεύουν για σπουδές...>> εξήγησε λυπημένα. <<Βρε τι σπουδές; Δεν εννοώ αυτό. Ε δεν σκέφτεσαι να παντρευτείς;>>. Η Ελένη σταμάτησε να περπατά και την κοίταξε ταραγμένη. <<Γιατί με ρωτάς;>>, <<Γιατί βρε... Έχω ένα παλικάρι, ότι πρέπει για σένα. Και του καλαρέσεις!>> απάντησε και η κοπέλα ξεφύσηξε με νευρικότητα. <<Δεν με ενδιαφέρει να παντρευτώ. Και σίγουρα όχι με προξενιό>>, <<Άντε καλέ, τι προξενιό; Προξενιό... Μια γνωριμία θα κάνετε. Ντρέπεται το παλικάρι, να ρίξει έτσι τα μούτρα του να σου μιλήσει... Ε, τι λες;>>. Η Λενιώ έγνεψε αρνητικά. <<Δεν υπάρχει περίπτωση. Μην το ξανασυζητήσουμε. Πες του δεν ενδιαφέρομαι>>, <<Μα ούτε έμαθες ποιος είναι>>, <<Ε όποιος και να είναι!>> πέταξε με εκνευρισμό. Η Ρίζω την κοίταξε στραβά. <<Βρε μπα κι έχεις κανέναν αγαπητικό; Μη με ντρέπεσαι. Για να μη σε υπολογιζώ στα...>>, <<Κανέναν δεν έχω αλλά μην με υπολογίζεις. Θα βρω μόνη μου γαμπρό>> έκανε βιαστικά και άνοιξε το βήμα της. <<Κι αν ντρέπονται να σε πλησιάσουν; Να μη βοηθήσω;>>, <<Γιατί; Θα τους δείρω; Άσε με καλέ και βιάζομαι, δεν θέλω γαμπρό. Τα φασόλια θέλω>> εξήγησε και έφυγε εκνευρισμένα.

<<Ο Λεωνίδας;>> ρώτησε ο Φανούρης, το Γιώργη και έπνιξε ένα γέλιο. <<Ναι, γιατί; Καλό παλικάρι είναι. Βέβαια είναι μικρή ακόμα αλλά αφού φαγώθηκε η Ρίζω, ας της το πει και...>>, <<...και θα της πει όχι πριν καν την ακούσει>> ψιθύρισε ο επιστάτης. <<Τι είπες;>> γρύλισε ο Γιώργης. <<Όχι τίποτα. Ας της το πει λέω, δεν ξέρεις ποτέ. Καλό παλικάρι είναι, καλό>>, <<Και μορφωμένος! Γυμνάσιο έχει βγάλει>> πρόσθεσε ο Γιώργης. <<Εμείς τον θέλουμε πιο μορφωμένο όμως>> ψέλλισε πάλι και το αφεντικό του, τον κοίταξε στραβά. <<Τι λες μωρέ μέσα από τα δόντια σου;>>, <<Εγώ φταίω που δεν ακούς; Λέω μορφωμένος μορφωμένος. Πόσο πιο μορφωμένο να τον θέλει;>>, <<Ε δεν έχει πιο πολυ. Σ' ολάκερο το νομό, 2-3 να πηγαίνουν στα πανεπιστήμια. Σιγά μη θέλει η Λενιώ να της βρούμε τέτοιο>>, <<Ναι, θα τον βρει μόνη της>> πέταξε σιγανά ο Φανούρης και σηκώθηκε να πάει προς το πάγκο. Η Ελένη μπήκε στο καφενείο και η Ρίζω την ακολουθούσε κατά πόδας. <<Άσε με χριστιανή μου!>> έκανε νευρικά το κορίτσι. Ο Γιώργης της χαμογέλασε. <<Καλώς τη τσούπρα μου!>>, <<Γεια σου πατέρα. Λίγα φασόλια ήρθα να πάρω>>, <<Χρυσοχέρα κόρη έχω. Θα καλοφάω πάλι>> την παίνεψε και το κορίτσι πήγε κι εκείνο προς το πάγκο. Η Ρίζω πλησίασε το Γιώργη. <<Τι είπε;>> ρώτησε ο άντρας. <<Τζίφος. Δεν ακούει κουβέντα>>, <<Μικρή είναι. Δεν έχει ακόμα το μυαλό της στους έρωτες>>, <<Για να το λες... Ούτε να ακούσει δεν ήθελε. Ούτε ρώτησε ποιος είναι ο μορφονιός να ξέρει>> είπε με περιέργεια η Ρίζω. <<Η Ελένη μου δεν είναι περίεργη. Δεν της αρέσει να κουτσομπολεύει. Σου λέει θα τον δω πουθενά και θα ντραπώ. Είναι σεβαστικό κορίτσι. Μήτε έχει σκεφτεί να κοιτάξει μορφονιούς. Δεν τη βλέπεις στα πανηγύρια; Μια ματιά της ρίχνουν και γυρνάει από την άλλη πλευρά>> είπε με καμάρι ο Σταμίρης και η Ρίζω έγνεψε θετικά. <<Ναι, όπως τα λες είναι...>> απάντησε, μα στράβωσε το ύφος της. <<Μα ούτε να μάθει ποιος ήταν; Σα να μη μου κάθεται καλά...>> μονολόγησε η γυναίκα.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα