ΕΛΕΝΗ-part 2 (Αφήγηση)

415 19 2
                                    


Τη μέρα που γνώρισα τον άντρα μου (και απόλυτο έρωτα της ζωής μου, και πατέρα των παιδιών μου, και ότι θέλετε βάλτε το, απ' όλα ήταν), τη θυμάμαι μέχρι τώρα, κι ας είχα κλείσει μόλις ένα μήνα τα 6. Εκείνος φυσικά δεν τη θυμάται (<<Τι να σου πω βρε Λενιώ; Μόνο που ο παππούς ο Σέργιος μου έδωσε την ευχή του για να πάω σχολείο θυμάμαι. Έλα μάτια μου, θυμάμαι όλα τα άλλα, αυτό σε πείραξε;>> μου έλεγε για να δικαιολογηθεί), αλλά εγώ που γενικώς ήμουν πολλή ενθουσιασμένη που μεγάλωσα και θα πήγαινα στο σχολείο να μάθω γράμματα, τη θυμάμαι μέχρι σήμερα. Ήμουν ένα (μάλλον...) χαριτωμένο κοριτσάκι, με καστανόξανθα μαλλάκια, τσουπωτό και λιγάκι ατσούμπαλο, που τώρα που το σκέφτομαι έμοιαζα κομμάτι με την μικρή μου κόρη, κι ας της φωνάζω ότι πέφτει και στο ίσιωμα κι όλο πλένω τα φουστάνια της να φύγουν τα χώματα. Πήγαμε λοιπόν στο σχολείο, με τους γονείς μου, καμαρωτούς-καμαρωτούς, κι εκεί συνάντησα κι άλλα παιδάκια συγχωριανών μας, που τα ήξερα γιατί παίζαμε στις αλάνες και τα χωράφια από μικρά, αλλά εμένα το μάτι μου (που ανέκαθεν έκοβε!) πήγε κι έπεσε σε ένα ήσυχο αγοράκι, που είχα δει λίγη ώρα πριν στο προαύλιο όταν ο πατέρας μου χαιρέτησε τον δικό του, και καθόταν μοναχό του, σοβαρό και μετρημένο, στο πρώτο θρανίο. Αυτό το μελαγχρινό και κοκκαλιάρικο παλικαράκι (που τώρα που το ξανασκέφτομαι, η Βαλεντίνη μου, τόσο κοκκαλιάρα δεν ήταν γιατί χλαπάκιαζε σοκολάτες και παγωτά, οπότε σε αυτό δεν του έμοιασε του μπαμπούνη της), δεν είχε παίξει ποτέ μαζί μας στις αλάνες, διότι όπως έμαθα αργότερα, ήταν ο δεύτερος εγγονός του Σέργιου Σεβαστού, του άρχοντα του κάμπου και τότε το φύσαγε το χρήμα (μη κοιτάτε που μετά δεν είχε μαντήλι να κλάψει, ένεκα των περιστάσεων), οπότε δεν τον πολυάφηναν να παίζει έξω και να κυλιέται στα χώματα (αυτά τα έκανε μετά που με γνώρισε κι ήμουν αγριοκάτσικο, και τον παρέσερνα). Εκείνος έμενε στο σπίτι του ή στο σπίτι του παππού του κι έπαιζε με τα ξαδέλφια του, και κυρίως με τον μεγάλο του ξάδελφο, το Σέργιο, με τον οποίον είχαν μια σχέση μίσους, χωρίς καθόλου πάθος ή καθόταν με τους γονείς του που του διάβαζαν ιστορίες και τον μεγάλωναν κομμάτι διαφορετικά από τα υπόλοιπα παιδάκια του χωριού ή έκανε ποδήλατο γιατί όπως είπαμε, ανάγκη δεν είχαν οπότε είχε και ποδήλατο ο λεβέντης μου. Πήγα λοιπόν εγώ, με θράσος, κι έκατσα δίπλα του, (γιατί εκεί κόλλησε το μάτι μου, τι να κάνουμε;) και του λέω <<Με λένε Ελένη. Να είμαστε φίλοι;>>. Και τι να πει ο δόλιος, που ήταν και σεβαστικός; <<Όχι κοριτσάκι, δεν θέλω>>; Είπε <<Εντάξει>> δειλά-δειλά και ντροπαλά. Κι έτσι ξεκίνησε η ιστορία μας, με τον άντρα της ζωής μου, που τον λάτρεψα πιο πολύ από οτιδήποτε στον κόσμο και για τα μάτια του μόνο, θα κάνω πολλά και διάφορα στο μέλλον. Κι όπως λέει η μεσαία μου η κόρη, <<Τον κόρταρες από τότε μαμά>>, κι εγώ γίνομαι έξαλλη γιατί η γλώσσα της είναι πιο ψηλά από το μπόι της, μα η αλήθεια είναι πως από τότε κόλλησα πάνω του και δεν ξεκόλλησα ποτέ.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα