ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ (extra bonus)

531 18 0
                                    

ΙΟΥΛΙΟΣ 1949

Ο Φανούρης καθόταν κάτω από ένα δέντρο και μασούλαγε ένα κομμάτι καρπούζι. Ο Γιώργης έκατσε δίπλα του. <<Ζέστη έχει σήμερα, ε; Άντε να τελειώνουμε με το θερισμό. Αργήσαμε φέτος, μας πήρε ο Ιούλιος>> πέταξε ο Σταμίρης. <<Ναι...>> απάντησε αδιάφορα ο νεαρός. <<Τι έχεις εσύ; Κουράστηκες ή σε βάρεσε ο ήλιος;>>, <<Μπα τίποτα. Ε κομμάτι κουράστηκα...>> απάντησε. Η Ελένη τους πλησίασε κι έκατσε δίπλα στο Φανούρη προβληματισμένη. <<Εσύ τι έχεις;>> γρύλισε αυστηρά ο πατέρας της. <<Εγώ; Τίποτα. Τι να έχω;>>, <<Δε πάμε καλά σήμερα. Μου φαίνεται σας χτύπησε ο λίβας. Φάτε λίγο καρπούζι, να κάνουμε καμία δουλειά>> τους είπε και πήγε ξανά κοντά στους εργάτες. Η Ελένη ξεφύσηξε. <<Πώς θα φύγω; Μια ώρα περιμένει ο Λάμπρος. Να πω ότι πετάγομαι σπίτι; Έχεις καμία δουλειά να με στείλεις;>>, <<Άντε πάλι... Συγγνώμη, αυτό το παλικάρι δεν δουλεύει στο Μπιτσικα; Κάθε τρεις και λίγο, εδώ τον έχουμε. Άμα τον δει ο πατέρας σου, εγώ δε θα μπω στη μέση. Θα πω ότι δεν έχω ιδέα και βγάλτα πέρα μόνη σου>> απάντησε μουτρωμένα. <<Μμμ κακέ! Τι έχεις εσύ;>> ρώτησε με περιέργεια η Ελένη. <<Τίποτα...>>, <<Ε πες ντε. Εγώ στα λέω όλα>>. Ο νεαρός δαγκώθηκε. <<Μ' αρέσει μια κοπελιά και άκουσα χτες πως η Δέσπω, της είπε να της πάει προξενιό>>. Η Ελένη ανακάθισε. <<Ποια κοπελιά;>>, <<Έχει σημασία;>>, <<Την ξέρω;>>, <<Ε απ' το χωριό και να μην την ξέρεις; Το περίεργο είναι πως άμα βρισκόμαστε, με κοιτάζει κι αυτή, μα τι σκαμπάζω εγώ από αισθηματικά; Μπα και πέφτω έξω; Άσε, με έχει φάει το μαράζι>>. Η κοπελα του χαμογέλασε. <<Γιατί δεν της μιλάς; Να δεις έστω πως θα σου φερθεί>>, <<Ε άμα της άρεσα, δεν θα έκανε κι αυτή κάτι;>>, <<Η γυναίκα θα κάνει; Αυτά είναι δική σου δουλειά. Κι ο Λάμπρος μου, εκείνος με πλησίασε>>. Ο Φανούρης την κοίταξε ειρωνικά. <<Τι λες βρε παιδί μου; Πήρε τέτοιο θάρρος; Από που κι ως που; Άσε με χριστιανή μου, με το Λάμπρο σου. Αυτός ήταν ειδική περίπτωση, δεν μετράει!>>, <<Εγώ λέω να της μιλήσεις και μήπως πάτε και μια βόλτα. Δεν είναι κακό>>. Εκείνος την κοίταξε με περιέργεια. <<Λες δεν είναι, ε; Εγώ ούτε το χέρι δεν θα της πιάσω, αλλά μήπως ντρέπεται;>>, <<Ε άμα δεν της μιλήσεις, πώς θα το μάθουμε;>>. Ο Φανούρης κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Καλά τα λες. Να σου πω, ίσα για να ξέρω, πού να της πω να πάμε δηλαδή, αν προχωρήσει το πράγμα; Εσύ με το μορφονιό πού πάτε;>> ρώτησε με αγχωμένα, μα η Ελένη κατάπιε το σάλιο της. <<Πουθενά, πού να πάμε;>>, <<Μωρή όλο εξαφανίζεσαι με του λόγου του, πού πάτε;>>, <<Από εδώ και από εκεί. Βόλτες>>, <<Και δεν σας έχει δει κανείς ως τώρα; Λέγε καλέ κι άσε τα νάζια. Δεν θέλω να την εκθέσω την κοπελιά!>>. Η Ελένη σηκώθηκε. <<Ξέχνα το. Δεν το ξέρει σχεδόν κανείς το μέρος κι έχουμε ησυχία. Αν στο πω, θα πηγαίνεις κι εσύ; Βρες άλλο>> έκανε παιχνιδιάρικα και τον άφησε μοναχό του.

ΕυγενίαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα