Ο στόχος της

1K 47 14
                                    


«Πριν από χρόνια υπήρχε το πρόβλημα με την μετεγκατάσταση του συγκεκριμένου χωριού....»
Πατάω το κουμπί, ώστε να εμφανιστεί η εικόνα του χωριού στον προβολέα.
«Ο λόγος που τέθηκε το θέμα της μετεγκατάστασης, είναι εξαιτίας των ρύπων που εκπέμπει στην ατμόσφαιρα το λιγνιτικό εργοστάσιο της περιοχής....»
Αλλάζω ξανά την εικόνα, δείχνοντας τώρα το εργοστάσιο.
«Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα λιγνιτικά εργοστάσια στην χώρα μας. Οι κάτοικοι έχουν κινητοποιηθεί ξανά στο παρελθόν, αλλά για κάποιον λόγο, δεν υπήρξε τότε ανταπόκριση από την κυβέρνηση...»
Αλλάζω ξανά την εικόνα, για να δείξω τον πατέρα μου. Κάποτε ασχολήθηκε με αυτό το θέμα, αλλά θυμάμαι ότι μου είπε πως κάτι στράβωσε με τους κατοίκους.
«Πολύ ωραία παρουσίαση»
Ακούω τον Μιχάλη να με επιβραβεύει. Γυρίζω από την άλλη, ώστε να τον κοιτάξω.
«Σίγουρα; δεν σε έκανε να βαρεθείς;»
«Όχι μωρό μου, καθόλου. Ίσα ίσα που ήσουν υπερβολικά καλή. Ευθύς στον λόγο σου, ακριβής με τις λεπτομέρειες...»
Δεν ξέρω αν τα λέει όλα αυτά για να με ενθαρρύνει, η αν στ' αλήθεια με βρήκε τόσο καλή. Πηγαίνω κοντά του.
«Θέλω να τους πείσω ότι θα προσπαθήσω να ασχοληθώ σοβαρά με το θέμα. Μπορώ να τους δώσω λύση, θέλω να το κάνω!»
Εξάλλου η μισή μου καταγωγή είναι από την Βόρεια Ελλάδα, θα ήταν ανήθικο από μεριάς μου να κλείσω τα μάτια στον νομό που με μεγάλωσε.
«Είμαι σίγουρος ότι θα τους καταφέρεις»
Με βεβαιώνει, πιάνοντας τρυφερά το χέρι μου. Του χαρίζω ένα στραβό χαμόγελο.
«Ελπίζω η πρόβλεψη σου να βγει αληθινή, και να μην με καλοπιάνεις με τις κολακείες σου»
Λέω, χαρίζοντας του ένα γλυκό χαμόγελο. Σκύβει και αφήνει ένα σύντομο φιλί στα χείλη μου.
«Ξέρεις ότι είμαι πάντοτε ειλικρινής μαζί σου»
Περνάω μια καστανή τούφα πίσω από το αυτί μου. Ένα αυθόρμητο χαμόγελο χαράζεται στο πρόσωπο του.
«Το ξέρω»
Παραδέχομαι σιγανά, και τώρα είναι η σειρά μου να τον φιλήσω στο στόμα.
«Πότε θα φύγεις επάνω;»
«Απόψε το βράδυ. Ο πρόεδρος του χωριού ζήτησε να ανέβω το συντομότερο δυνατό. Είναι και μια καλή ευκαιρία να δω την απόσταση που έχει το εργοστάσιο απ' το χωριό»
Πρέπει να ελέγξω τα πάντα πριν καταλήξουμε σε μια συμφωνία.
«Πόσα χρόνια έχεις να πας εκεί;»
Μένω σκεπτική για λίγο, να κοιτάζω το κενό.
«Όταν ήμουν δώδεκα, ήρθαμε εδώ, στην Αθήνα, λόγο της θέσης του πατέρα μου»
«Το γνωρίζω αυτό»
Μου απαντάει, με ένα δειλό χαμόγελο περηφάνιας.
«Δεν θυμάμαι για το αν έκλαψα όταν έφυγα»
Μουρμουρίζω, ξέροντας ότι είναι εντελώς άσχετο με την ερώτηση του.
«Θυμάσαι τίποτα από την γειτονιά σου; από τα παιδικά σου χρόνια εκεί;»
Με ρωτάει, τυλίγοντας παράλληλα τα χέρια του γύρω από την μέση μου. Προσπαθώ να φέρω κάποια ανάμνηση στο μυαλό από τα παιδικά μου χρόνια. Μα τελικά ανακαλύπτω ότι δεν έχω να θυμάμαι και πολλά, μονάχα κάποιες ανέμελες στιγμές στην γειτονιά μου. Φαντάζομαι πόσο θα πρέπει να έχει αλλάξει τώρα. Είναι αστείο που εκπροσωπώ τον νομό, χωρίς να έχω ξαναπάει από τότε.
«Αμυδρά. Τέλος πάντων, πάμε;»
Μου χαρίζει ως συνήθως ένα από τα πιο γλυκά του χαμόγελα.
«Πάμε»
Μόλις κάνουμε το πρώτο βήμα, ξαφνικά η πόρτα της βιβλιοθήκης ανοίγει.
«Ωπ! δεν νομίζω να διέκοψα από κάτι;»
Πετάει την επική ερώτηση η μητέρα μου, έχοντας την πιο πονηρή έκφραση που έχω δει ποτέ μου.
«Μαμά!»
Την επιπλήττω με ήπιο τόνο.
«Αστειεύομαι. Τι κάνεις Μιχάλη μου;»
Ρωτάει καθώς πηγαίνει κοντά του για να τον φιλήσει στο μάγουλο.
«Καλά κυρία Αγάπη, εσείς;»
Αυτόματα τα μούτρα της μαμάς μου ξινίζουν.
«Αχ, αμάν πια με αυτόν τον πληθυντικό βρε παιδάκι μου, αμάν!»
Λέει και έπειτα το βλέμμα της στυλώνεται στο δικό μου.
«Τέλειωσες με αυτήν την περιβόητη παρουσίαση;»
«Ναι μαμά, μην ανησυχείς, δεν θα σε ζαλίσω άλλο. Εξάλλου θα έχεις όλο το σπίτι δικό σου για το υπόλοιπο της εβδομάδας»
Εκτός αν λείψω παραπάνω βέβαια.
«Μήπως θέλεις να έρθω κι εγώ πάνω μαζί σου;»
Με ρωτάει, σταυρώνοντας παράλληλα τα χέρια στο στήθος της.
«Όχι!»
Απαντάω αυθόρμητα, σηκώνοντας ταυτόχρονα τα χέρια μου, ως ένδειξη άρνησης. Γελάει ελαφρά.
«Ισμήνη, γλυκιά μου, θα αρχίσω να πιστεύω ότι δεν με θέλεις μαζί σου στην πολιτική σου εκστρατεία»
Ρουθουνίζω καθώς κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου.
«Πολιτική εκστρατεία; σιγά βρε μαμά, λες και πάω για πρωθυπουργός. Απλά προσπαθώ να βρω μια λύση»
Λέω, ενώ ο Μιχάλης τυλίγει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.
«Λοιπόν; τι λέτε; πάμε κάπου έξω για φαγητό;»
Προτείνει η μαμά. Λοξοκοιτάζω τον Μιχάλη.
«Θαυμάσια ιδέα!»
«Ωραία, τότε φύγαμε»
Αποκρίνομαι, κάνοντας τους ένα νεύμα με το χέρι μου να προχωρήσουν. Η μάνα μου ξεκινά να ζαλίζει στην κυριολεξία τον Μιχάλη, ενώ εγώ τους ακολουθώ από πίσω. Για μερικά λεπτά παγώνω, μόλις αντικρίζω την φωτογραφία του πατέρα στο έπιπλο. Ένα μελαγχολικό χαμόγελο ανεβαίνει στα χείλη μου. Μακάρι να ήταν εδώ, να με έβλεπε. Ίσως όμως να με βλέπει από κάπου εκεί ψηλά. Θα σε κάνω υπερήφανο. Και αυτός δεν είναι απλά ένας όρκος, είναι στόχος ζωής!

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now