Είναι πιο βαθιά η πληγή

256 38 11
                                    


Το ίδιο απόγευμα, περιμένω τον Στράτο έξω από το χωριό, όπως ακριβώς μου ζήτησε. Έχω σταματήσει το αμάξι στην άκρη και περπατάω πέρα δώθε στην άσφαλτο. Ξαφνικά, ακούω έναν βομβό να πλησιάζει. Με διακριτικό τρόπο, κρυφοκοιτάζω το αυτοκίνητο που πλησιάζει. Είναι ένα μαύρο αγροτικό. Ελπίζω ο οδηγός του να είναι αυτός που περιμένω. Το αγροτικό σταματάει στην άλλη άκρη της ασφάλτου, και έπειτα η πόρτα ανοίγει.
«Πάρκαρες και σε βολικό σημείο»
Σχολιάζει με εύθυμο τόνο. Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο»
Αποκρίνομαι, αδιαφορώντας για το σχόλιο του.
«Ανέβα»
Μου λέει και μετά κλείνει την πόρτα. Πηγαίνω με μεγάλες δρασκελιές προς το αγροτικό, για να καθίσω δίπλα του, στην θέση του συνοδηγού.
«Που ακριβώς θέλεις να πας;»
Με ρωτάει την στιγμή που κουμπώνω την ζώνη μου.
«Θέλω.... να με ξεναγήσεις στο χωριό, να μου μιλήσεις με περισσότερες λεπτομέρειες για τα πραγματικά προβλήματα σας»
Όσο μιλάω, παρατηρώ ένα στραβό χαμόγελο να ανεβαίνει στα χείλη του.
«Είπα κάτι αστείο;»
Ρωτάω σοβαρά. Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
«Όχι, απλώς σκέφτομαι που θα σε πάω»
Απαντάει, ενώ πατάει ελαφρά το γκάζι για να μπει ξανά μέσα στην άσφαλτο.
«Να υποθέσω ότι ο πρόεδρος δεν γνωρίζει πως βρίσκεσαι εδώ, σωστά;»
«Όχι, και καλό θα ήταν να μην το μάθει»
Απαντάω αμέσως, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο μου.
«Συμφωνώ, θα μας γίνει τσιμπούρι»
Μάλλον υπάρχει έχθρα ανάμεσα τους, δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά αυτήν την αντιπάθεια απέναντι στον πρόεδρο.
«Βασικά, θέλω να ακούσω κι άλλες γνώμες. Να δω το πρόβλημα με τα ίδια μου τα μάτια»
Του εξηγώ λιτά. Δεν θέλω η συμπεριφορά μου να παρεξηγηθεί.
«Οφείλεις όμως να παραδεχτείς ότι είναι εκνευριστικός»
Πετάει περιπαιχτικά. Τον λοξοκοιτάζω.
«Δεν το βρίσκω σωστό να σχολιάζω κάποιον που δεν βρίσκεται μπροστά, και που δεν τον γνωρίζω καθόλου»
Τον παρακολουθώ να αφήνει ένα επιφώνημα ειρωνείας.
«Ω έλα τώρα! Δεν χρειάζεται παραπάνω από πέντε λεπτά για να καταλάβεις τον χαρακτήρα του Παύλου. Ακόμα και ένας χαζός μπορεί να τον καταλάβει»
Αυτόματα, ανασηκώνω το φρύδι μου.
«Να το εκλάβω αυτό ως προσβολή;»
Τον ρωτάω με απόλυτα ψύχραιμο τόνο.
«Όχι, δεν εννοούσα πως εσύ είσαι χαζή. Ξέρεις, ήταν απλώς ένα παράδειγμα»
Απαντάει αμέσως, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του.
«Τέλος πάντων, μπορούμε να συγκεντρωθούμε στον αρχικό μας στόχο;»
Του ζητάω, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου. Τον ακούω να ξεφυσάει δίπλα μου.
«Θα πω απλά ότι συμφωνώ»
Απαντάει τελικά. Η υπόλοιπη διαδρομή μας είναι αμήχανη, μέσα στην ησυχία. Περιμένω να δω που θα με οδηγήσει. Μα εδώ και μερικά λεπτά, βλέπω μονάχα δέντρα και λόφους.
«Που πάμε;»
«Στο βουνό»
Απαντάει λιτά και έπειτα στρίβει αριστερά.
«Τι δουλειά έχουμε εδώ;»
Τον ρωτάω. Μου ρίχνει μια στιγμιαία ματιά.
«Θα δεις»
Απαντάει τελικά. Αποφασίζω να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, περιμένοντας για το που θα με οδηγήσει. Ίσως τελικά να ήταν ριψοκίνδυνη η απόφαση μου να τον εμπιστευτώ. Να πάρει, σίγουρα είμαι τρελή που αψηφώ έτσι τον κίνδυνο. Ξαφνικά, σταματάει το αγροτικό έξω από μια κόκκινη καγκελόπορτα.
«Τι είναι εδώ;»
Τον ρωτάω με περιέργεια. Σβήνει το αυτοκίνητο και έπειτα σηκώνει το βλέμμα του επάνω μου.
«Είναι το μόνο ασφαλές μέρος για να μιλήσουμε ήσυχα, χωρίς να έχουμε τον φόβο ότι θα μας ακούσει κάποιος. Έλα»
Λέει καθώς ανοίγει την πόρτα, ώστε να κατέβει από το αμάξι. Μιμούμαι την κίνηση του. Όχι ότι έχω κι άλλη επιλογή.
«Εδώ είναι το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου»
Με ενημερώνει, πριν καν προλάβω να τον ρωτήσω. Έπειτα πηγαίνει να ανοίξει την καγκελόπορτα. Παρατηρώ την αυλή. Όλα είναι στρωμένα με τσιμέντο. Αριστερά υπάρχει ένα ύψωμα, και δεξιά έχει κάποια καθίσματα.
«Μοιάζει με αμφιθέατρο»
Παρατηρώ. Ο Στράτος με οδηγεί στο βάθος, σε ένα κτίριο.
«Κάποτε έκαναν παραστάσεις εδώ πέρα, είτε θεατρικές, είτε χορευτικές. Τώρα πια χρησιμοποιείται μόνο στην γιορτή του Άη Γιώργη»
Δεν μου είναι δύσκολο να παρατηρήσω την θλίψη που βγαίνει από την φωνή του καθώς μου περιγράφει αυτό το μέρος. Κοιτάζω τριγύρω. Ψηλά πεύκα, και γύρω ένα συρματόπλεγα, για να καλύπτει τα σύνορα. Παρόλα αυτά, δεν έχω δει ακόμα την εκκλησία.
«Έλα, πάμε να το δεις και από μέσα»
Με παροτρύνει. Κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου, και τον ακολουθώ σε μια μεγάλη σκάλα. Την ανεβαίνουμε, μέχρι που μπαίνουμε μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο.
«Αν θέλεις, μπορείς να ανάψεις ένα κερί»
Με ενημερώνει και αφήνει κάποια κέρματα στην χαράδρα ενός σιδερένιου κουτιού.
«Ορίστε»
Λέει και μου δίνει ένα από τα δύο κεριά που κρατάει στα χέρια του.
«Ευχαριστώ»
Μουρμουρίζω. Ρίχνω μια σύντομη ματιά τριγύρω, αλλά δεν βρίσκω κάποιο σημείο για να αφήσω το κερί μου.
«Έλα»
Ακούω την φωνή του να μου ζητά, πριν καν προλάβω να τον ρωτήσω. Τον παρακολουθώ να βγαίνει από μια άλλη πόρτα. Με φανερή περιέργεια, πηγαίνω από πίσω του, για να ανακαλύψω ότι ανεβαίνουμε μια ακόμη σκάλα.
«Που πάμε;»
Δεν είμαι σίγουρη, αλλά νομίζω πως τον άκουσα να κρυφογελάει.
«Θα δεις»
Απαντάει, ανεβαίνοντας τώρα δύο δύο τα σκαλιά. Φοβάμαι ότι προσπαθεί να μου ξεφύγει. Επιταχύνω το βήμα μου, μέχρι που φτάνουμε έξω από μια μαύρη καγκελόπορτα, με έναν δικέφαλο αετό να την κοσμεί.
«Εδώ είμαστε»
Λέει, και με ένα απαλό σπρώξιμο, προχωράμε σε μια σπηλιά. Μένω με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη.
«Πω πω...»
Αφήνω ένα επιφώνημα θαυμασμού. Η σπηλιά έχει παντού εικόνες αγίων, και μια βρύση βρίσκεται στην μέση. Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Ώστε αυτή είναι η εκκλησία;
«Εντυπωσιακό, έτσι;»
Η φωνή του Στράτου μου υπενθυμίζει την παρουσία του γύρω μου.
«Πολύ. Γιατί δεν έχει κόσμο όμως;»
Αναρωτιέμαι, στρέφοντας τα μάτια μου επάνω του. Το πρόσωπο του γεμίζει με απογοήτευση.
«Κάποτε το χωριό μας ήταν γεμάτο ζωή. Είχαμε παιδιά στο σχολείο, γεμάτα μαγαζιά.... υπήρχε κόσμος....»
Λέει, κάνοντας μερικά βήματα μπροστά. Αν και δεν γνωρίζω τίποτα για αυτό το χωριό, αισθάνομαι θλίψη με τα λόγια του.
«Μετά φτάσαμε εδώ, σε αυτό που είμαστε σήμερα»
Προσθέτει, και τα μάτια του ταξιδεύουν τριγύρω μέσα στην σπηλιά. Αφήνω μια ανάσα.
«Ίσως υπάρχει ακόμα ελπίδα»
«Μπα, το χωριό μας δεν πρόκειται να σωθεί. Έχουμε επιλέξει την μοίρα μας εδώ και πολύ καιρό»
Αποκρίνεται αμέσως. Η απαισιοδοξία του ομολογώ πως με εκνευρίζει.
«Έχετε επιλέξει την μοίρα σας; μα πως μπορείς να το λες αυτό;»
Λέω, ανασηκώνοντας ταυτόχρονα τα χέρια μου. Τα καστανά του μάτια στρέφονται ξανά σε μένα.
«Επειδή αυτό βλέπω»
Απαντάει λιτά, χωρίς ίχνος συναισθήματος. Η ανάσα μου κόβεται. Τώρα βλέπω ότι το πρόβλημα τους, είναι πιο βαθύ από ότι πίστευα.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now