Χάρηκα, Μιχάλης

200 26 2
                                    

Στράτος POV

«Είσαι με τα καλά σου ρε κωλόπαιδο; μας άφησες και σηκώθηκες και φυγες;»
Ο πατέρας μου δεν ακούγεται καθόλου ευχαριστημένος με την αναπάντεχη απόφαση μου να κατέβω στην Αθήνα. Τρίβω αμήχανα το σβέρκο μου.
«Έχεις δίκιο, έπρεπε να σας είχα ενημερώσει»
«Τι έπρεπε να μας είχες ενημερώσει ρε; πλάκα μου κάνεις; Σηκώθηκες κι έφυγες με το έτσι θέλω! παράτησες τις δουλειές μας ρε, το καταλαβαίνεις; ποιος θα τρέχει τώρα με τα χωράφια;»
Δεν πρόλαβα να τα σκεφτώ όλα αυτά όταν ξεκίνησα για Αθήνα. Ξεφυσάω.
«Δε θα αργήσω, θα γυρίσω σύντομα»
«Τώρα θα γυρίσεις! Τ' ακούς; τώρα!»
Με διατάζει και μετά τερματίζει την κλήση. Κοιτάζω την οθόνη, νιώθοντας τον θυμό να με κατακλύζει. Εντάξει, δεν λέω πως αυτό που έκανα ήταν σωστό, αλλά δεν χρειάζεται να με αντιμετωπίζει έτσι. Έλεος πια! έχω φτάσει είκοσι-οκτώ και δεν έχω φύγει σχεδόν ποτέ από τον βορά. Ήρθα εδώ με σκοπό να κυνηγήσω μια γυναίκα, και δεν θα την αφήσω να μου ξεφύγει. Βγάζω την κάρτα της από την τσέπη του πουκάμισου μου. Ακόμη και στην φωτογραφία είναι πανέμορφη. Η πραγματικότητα όμως ξεπερνάει πάντοτε την φαντασία. Ίσως έχω περισσότερο θάρρος από όσο θα πρεπε, ίσως πάλι ονειρεύομαι περισσότερα απ' όσα μπορώ να κατακτήσω. Έχω την επίγνωση πως εκείνη είναι ανώτερη από μένα, πολύ πιο ανώτερη για την ακρίβεια, μα αυτή η δικαιολογία δεν είναι αρκετά δυνατή για να με κρατήσει μακριά της. Το πείσμα μου με οδήγησε ως εδώ και η πίστη πως μπορώ να τα καταφέρω. Όταν ήρθε στο κρατητήριο να με βρει... είδα κάτι στο βλέμμα της, κάτι που μου γέννησε ελπίδες. Ψέματα, από την ημέρα που την πήγα στον Άη Γιώργη άρχισα να πιστεύω σε κάτι παραπάνω. Μήπως είμαι υπερβολικά ονειροπόλος; μπορεί, πάντως δεν θα τα παρατήσω. Καλώ τον αριθμό της. Στον τρίτο χτύπο το σηκώνει.
«Πολιτικό γραφείο Ισμήνης Παπακωνσταντίνου»
Αντί όμως να ακούσω την ήρεμη, μελωδική της φωνή, ακούω μια διαφορετική χροιά.
«Γειά σας, η κυρία Παπακωνσταντίνου;»
Ρωτάω.
«Μόλις έφυγε από το γραφείο, κύριε»
Με ενημερώνει, και η απογοήτευση τυλίγει την καρδιά μου. Σκατά!
«Καλά, σας ευχαριστώ»
Λέω και μετά απομακρύνω το ακουστικό από το αυτί μου. Γαμώτο, έχω τον αριθμό του γραφείου της, και αυτή δεν είναι εκεί. Που πήγε; που μπορεί να βρίσκεται; Ξεκινάω να περπατάω πέρα δώθε μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Σφίγγω τις γροθιές μου. Θα την βρω, ακόμη και αν χρειαστεί να ψάξω ολόκληρη την Αθήνα.

Ισμήνης POV

Βγαίνω από την αίθουσα της βουλής, νιώθοντας ένα μεγάλο βάρος να κατά πλακώνει το στήθος μου. Θεέ μου, μόνο κρίση πανικού που δεν έπαθα εκεί μέσα. Μου βγαίνει ξαφνικά όλο μου το στρες, και είναι σαν να μου επιτίθεται. Κάθομαι σε μια από τις καρέκλες, χώνοντας τα δάχτυλα στα μαλλιά μου. Μία τα λόγια του κύριου Αριστείδη, μία η εντελώς απρόσμενη επίσκεψη του Στράτου. Η ψυχολογία μου είναι χειρότερη και από ένα ασανσέρ.
«Ισμήνη;»
Ξαφνικά ακούω μια γνωστή αντρική φωνή. Ισιώνω το σώμα μου.
«Φώτη; γιατί δεν είσαι μέσα;»
Ο Φώτης είναι ένα από τα παλιά στελέχη του αντίπαλου κόμματος. Είναι όμως ένας εξαιρετικός άνθρωπος, και αντικειμενικός σε πολλά πράγματα.
«Βαρέθηκα να τους ακούω. Όλο τα ίδια και τα ίδια λένε»
Απαντάει, ενώ βηματίζει προς το μέρος μου.
«Εσύ γιατί βγήκες;»
Με ρωτάει και κάθεται στην άδεια καρέκλα δίπλα μου. Οι ώμοι μου ανασηκώνονται, καθώς παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«Δεν αισθανόμουν και πολύ καλά»
Απαντάω λιτά, αποφεύγοντας να τον κοιτάξω.
«Επέστρεψες κάπως.... αλλαγμένη μπορώ να πω»
Εκπλήσσομαι από την παρατήρηση του. Τι στο καλό έχω πάθει και με διαβάζουν όλοι τόσο εύκολα;
«Πως πήγε η υπόθεση με το χωριό της Κοζάνης;»
Με ρωτάει.
«Θέλει πολύ δουλειά»
Περισσότερη ίσως απ' όση υπολόγιζα στην αρχή.
«Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις»
Ένα αχνό χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη μου. Τον κοιτάζω.
«Σε ευχαριστώ Φώτη»
Λέω. Εκείνος μου ανταποδίδει το χαμόγελο. Έπειτα από μισή ώρα, βγαίνω από το κτίριο, με προορισμό τον πεζόδρομο. Κοιτάζω τριγύρω, ελέγχοντας την περιοχή.
«Ισμήνη;»
Παγώνω ολόκληρη μόλις ακούω την οικεία χροιά του. Γυρίζω αμέσως από την άλλη, ώστε να τον κοιτάξω.
«Εδώ πάλι πως βρέθηκες;»
Αναρωτιέμαι. Εκείνος χαμογελάει στραβά, ενώ έρχεται να σταθεί μπροστά μου.
«Είσαι πολιτικός, και εφόσον δεν είσαι στο γραφείο σου, τότε θα είσαι στην βουλή»
Απαντάει αινιγματικά, ανασηκώνοντας αθώα τους ώμους του. Η έκφραση του προδίδει την ευθυμία του.
«Στράτο, θα σε παρακαλούσα να σεβαστείς κάποια όρια»
Το απαιτώ, δεν το ζητάω. Εκείνος δείχνει να προβληματίζεται.
«Μα δεν έκανα κάτι κακό, απλώς ήρθα να σε δω»
«Κι αυτό είναι κακό, κακό για εμένα!»
Τονίζω τις τρεις τελευταίες μου λέξεις. Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
«Δεν είμαι εδώ για να σου δημιουργήσω προβλήματα»
«Αν θυμάμαι καλά, εσύ μου είπες ότι κατέβηκες εδώ για δουλειές»
Του υπενθυμίζω, με την ένταση να ανεβαίνει επικίνδυνα στον λαιμό μου.
«Ναι, και η δουλειά μου είσαι εσύ!»
Πετάει, με την αποφασιστικότητα να τον έχει καταβάλει. Γαμώτο, αν το είχα καταλάβει αυτό από την αρχή, σίγουρα θα τον είχα διώξει από το γραφείο μου.
«Ισμήνη, μπορεί να μην σε ξέρω πολύ καιρό, αλλά ο χρόνος που περάσαμε στο χωριό....»
«Ισμήνη;»
Ο πανικός απειλεί να με πνίξει, μόλις ακούω την φωνή του Μιχάλη. Σίγουρα πρέπει να είναι πολύ κοντά μας. Μόλις γυρίζω το κεφάλι στο πλάι, εκείνος έχει φτάσει ήδη δίπλα μου, τυλίγοντας το χέρι του γύρω από την μέση μου. Ο Στράτος τον κοιτάζει με περιέργεια.
«Σε περιμένω στο αμάξι, γιατί καθυστερείς;»
Με ρωτάει με σουφρωμένα φρύδια. Τι να πω τώρα; πως να δικαιολογήσω την κατάσταση; Κρυφοκοιτάζω τον Στράτο, ο οποίος δείχνει ακόμα πιο μπερδεμένος.
«Εδώ, τα έλεγα με τον κύριο. Ανήκει στο δημοτικό συμβούλιο του χωριού ξέρεις»
Δεν ξέρω πως μου κατέβηκε αυτή η ιδέα, αλλά είμαι ευγνώμων που μου ήρθε τώρα.
«Ε τότε να συστηθώ....»
Αποκρίνεται ευγενικά ο Μιχάλης, πριν απλώσει το χέρι του προς τον Στράτο.
«Χάρηκα, Μιχάλης Ευθυμίου. Ο αρραβωνιαστηκός της κυρία Παπακωνσταντίνου»
«Ο αρραβωνιαστηκός;»
Επαναλαμβάνει αυτόματα ο Στράτος, κοιτώντας ξανά εμένα. Κατεβάζω το κεφάλι μου.
«Ναι»
Απαντάει λιτά. Με την άκρη του ματιού μου, τους παρατηρώ να ανταλλάσσουν μια τυπική χειραψία. Γιατί αισθάνομαι ένοχη ξαφνικά;
«Στράτος Αθανασιάδης»
Συστήνεται, με την χροιά του να βγάζει κάτι το ψυχρό. Υποθέτω ότι αυτή η αποκάλυψη τον σόκαρε.
«Λοιπόν, σας αφήνω αν είναι. Καλή συνέχεια, δεσποινίς Παπακωνσταντίνου»
Προσθέτει και μετά τον βλέπω να απομακρύνεται.
«Πάμε;»
Με ρωτάει ο Μιχάλης, προκαλώντας μου ανακούφιση.
«Πάμε»
Συμφωνώ, κάνοντας ένα θετικό νεύμα με το κεφάλι μου.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now