Ο καθένας από την πλευρά του

161 23 0
                                    


Το ίδιο βράδυ κιόλας, βρίσκομαι ξανά πίσω, στο χωριό μου. Σβήνω το αμάξι έξω από το πατρικό μου. Απλώνω το χέρι για να ανοίξω την πόρτα, μα κάτι με τραβάει πίσω στο να το κάνω. Μένω λοιπόν ακίνητος, με το στήθος μου να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα. Δεν είναι ότι φοβάμαι να αντιμετωπίσω τους δικούς μου, απλώς αισθάνομαι... αισθάνομαι κάτι.... κάτι τόσο παράξενο. Σαν να έχει πέσει ένας τόνος τσιμέντο πάνω στην καρδιά μου. Ασυναίσθητα, ακουμπάω το χέρι πάνω στο στήθος μου. Τι μου συμβαίνει; τι έχω πάθει; άρρωστος είμαι; Αναστενάζω. Μπορεί το σώμα μου να βρίσκεται εδώ, μα η σκέψη μου την ακολουθεί. Ακουμπάω το κεφάλι στο μαξιλάρι του καθίσματος μου. Το τελευταίο βλέμμα που μου έριξε.... δεν θα ξεχάσω εύκολα αυτόν τον γαλάζιο ουρανό. Εύχομαι να την ξαναδώ, και ας μην έχω την δυνατότητα να της μιλήσω, η να την πλησιάσω. Κλείνω τα βλέφαρά, αφήνοντας μια ανάσα να βγει από μέσα μου.
«Δώσε μου την ευκαιρία να σε ξαναδώ»
Μουρμουρίζω, έχοντας επίγνωση ότι δεν πρόκειται να με ακούσει κανείς. Μου παίρνει μερικά λεπτά σκέψης, μέχρι που αποφασίζω να ανοίξω την πόρτα και να βγω έξω. Εκπλήσσομαι που βλέπω την μάνα μου να στέκεται στο κατώφλι του σπιτιού. Προσπαθώ να ερμηνεύσω την έκφραση της, όμως υπάρχει μια αρκετά μεγάλη απόσταση μεταξύ μας. Με βαριά βήματα, παίρνω τον σάκο μου και πηγαίνω κοντά της.
«Γειά σου μάνα»
Νομίζω ότι ακούστηκα τουλάχιστον αξιολύπητος. Τώρα στέκομαι μπροστά της, περιμένοντας να μου βάλει τις φωνές. Το βλέμμα της όμως προδίδει κάτι το διαφορετικό. Αναστενάζω.
«Ότι κι αν μου πεις.... θα έχεις δίκιο. Ήμουν απαράδεκτος που έφυγα χωρίς να σας πω ούτε μια κουβέντα, δεν θα ξανά γίνει»
Υπόσχομαι με σταθερή φωνή. Την κοιτάζω, περιμένοντας ακόμα την αντίδραση της. Με αφήνει εμβρόντητο, την στιγμή που με τραβάει στην αγκαλιά της.
«Μάνα; τι έπαθες;»
Την ρωτάω, νιώθοντας ανήσυχος. Τραβιέμαι λίγο πίσω, ίσα ίσα για να την αντικρίσω κατάματα.
«Εδώ περίμενα να μου βάλεις τις φωνές, κι εσύ....»
Με αιφνιδίασε.
«Αμ θα σου τις βάλω και τις φωνές βρε τρελόπαιδο, που σηκώθηκες κι έφυγες σαν τον κλέφτη από το σπίτι!»
Θεέ μου, δεν περίμενα ποτέ ότι θα αισθανθώ τόση ανακούφιση που ακούω την μάνα μου να με κατσαδιάζει.
«Συγγνώμη. Δεν θα ξαναγίνει, στο λόγω μου»
Αλλωστε, δεν έχω λόγο να το ξανά κάνω αυτό.
«Έλα μέσα να φας»
Με παροτρύνει, με ένα γλυκό χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπο της. Παίρνω μια ανάσα.
«Άστο μάνα, δεν πεινάω. Θα πάω κατευθείαν για ύπνο. Άλλωστε... έχω πολλά για την αυριανή μέρα»
Αν και δεν έχω καθόλου όρεξη για δουλειές. Ίσως όμως το πρωί να σηκωθώ πιο ορεξάτος.
«Δεν φαίνεσαι καλά αγόρι μου, σαν να απογοητεύτηκες από κάτι»
Ένα θλιμμένο χαμόγελο απλώνεται στα χείλη μου. Τίποτα δεν της ξεφεύγει τελικά.
«Κουρασμένος είμαι μάνα»
Δικαιολογούμαι, αν και έχω επίγνωση ότι δεν με πίστεψε.
«Καλά. Πήγαινε να ξεκουραστείς και θα μιλήσουμε αύριο»
Και αυτό πρόκειται για δήλωση. Κάνω ένα θετικό νεύμα με το κεφάλι μου, πριν ακολουθήσω τον διάδρομο του σπιτιού. Ο πατέρας μου σίγουρα θα βρίσκεται στο μαγαζί. Απορώ κιόλας που η μάνα δεν είναι μαζί του. Δεν τους ενημέρωσα ότι θα έρθω απόψε. Όχι ότι είχα σκοπό κιόλας να επιστρέψω σήμερα, όμως τα γεγονότα που έγιναν στο γραφείο της.... ποιον κοροϊδεύω; τι περίμενα δηλαδή να συμβεί; Πέφτω με απογοήτευση πάνω στο κρεβάτι μου. Αύριο ξεκινάει μια καινούργια και καλύτερη μέρα.

Την ίδια ώρα στην Αθήνα.
Ισμήνης POV

Καθόμαστε μαζί με τον Μιχάλη στην τραπεζαρία, τρώγοντας το βραδινό μας. Βασικά, εκείνος τρώει, εγώ ουσιαστικά παίζω με το πιάτο μου. Μετά από αρκετή σκέψη, αφήνω τελικά το πιρούνι μου κάτω.
«Μωρό μου;»
Με ρωτάει ξαφνικά ο Μιχάλης. Σηκώνω τα μάτια μου στα δικά του.
«Όλα καλά;»
Διπλώνω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι.
«Θέλω να σου ανακοινώσω κάτι»
Λέω, κερδίζοντας την απόλυτη προσοχή του.
«Σε ακούω»
Μου απαντάει, αφήνοντας το πιρούνι στο πιάτο του.
«Το σκέφτομαι εδώ και μέρες βέβαια, αλλά τώρα.... είμαι απόλυτα σίγουρη για την απόφαση μου»
Η έκφραση του δηλώνει περιέργεια.
«Πες μου»
Επιμένει να μάθει. Παίρνω μια βαθιά εισπνοή.
«Θα κρατήσω την υπόθεση του χωριού»
Παρατηρώ τα φρύδια του να ανασηκώνονται ελαφρώς.
«Μπράβο μωρό μου, χαίρομαι»
Απαντάει, παίρνοντας ξανά το πιρούνι στο χέρι του. Αφήνω μερικά λεπτά να περάσουν, μα ο Μιχάλης δεν δείχνει καμία διάθεση για να συνεχίσει την κουβέντα. Ξαφνικά μου κακοφαίνεται λίγο που δεν θέλει να το αναλύσουμε περισσότερο. Είχα δημιουργήσει αλλιώς αυτήν την σκηνή στο μυαλό μου, και τώρα μου φαίνεται πολύ περίεργο. Είναι μια μικρή λεπτομέρεια, που ξαφνικά.... μου φαίνεται πολύ μεγάλη. Τέλος πάντων, καλύτερα να συγκεντρωθώ στον στόχο μου, και αυτός είναι το χωριό. Πάλι το χωριό.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now