Με βασανίζεις

227 23 3
                                    


«Μάνα, μη με περιμένεις»
Ανακοινώνω φωναχτά καθώς βγαίνω από το δωμάτιο μου.
«Γιατί καμάρι μου; που θα την βγάλεις απόψε το βράδυ;»
Με ρωτάει, ενώ βγαίνει από την κουζίνα.
«Πω πω πω, να ένας γαμπρός»
Με πειράζει, με την έκφραση της να δηλώνει καθαρή έκπληξη.
«Ε όχι και γαμπρός ρε μάνα»
«Εμ πως! καλοντυμένος, σενιαρισμένος...»
Έρχεται κοντά μου, ανασαίνοντας βαθιά.
«Άπαπα, μέχρι και μπάνιο με την κολόνια έκανες!»
«Μου πρότεινε ο Βαγγέλης να βγούμε για ένα ποτό, και.... σκέφτηκα πως θα είναι μια καλή ευκαιρία να ξεφύγω»
Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που βγήκα για ποτό έξω. Μάλλον περισσότερο από δουλειά ξέρω, παρά από έξω. Ίσως αυτό να είναι και το μεγαλύτερο μου λάθος.
«Το χρειάζεσαι αγόρι μου»
Λέει, χαϊδεύοντας το μάγουλο μου.
«Τέλος πάντων, φεύγω»
Αποκρίνομαι, ενώ αρπάζω τα κλειδιά του σπιτιού.
«Να περάσεις καλά!»
Μου φωνάζει, πριν κλείσω την πόρτα.

Μετά από μισή ώρα, βρισκόμαστε στο κλαμπ μαζί με τον Βάγγο και τα κορίτσια. Ομολογώ πως είναι και οι δύο πολύ όμορφες. Η Ντίνα έχει κολλήσει ήδη με τον Βαγγέλη, ενώ η Σοφία κάνει μια δειλή προσπάθεια να με προσεγγίσει.
«Και που δουλεύεις;»
Με ρωτάει, ανακατεύοντας αφηρημένα το ποτό της με το καλαμάκι.
«Μία στα χωράφια μου, και μια στο καφενείο του πατέρα μου, στο χωριό»
«Χμμ, είσαι πολύ εργατικός»
Παρατηρεί με ενδιαφέρον. Η πονηρή της έκφραση λέει πολλά περισσότερα απ' ότι το στόμα της.
«Εσύ; εργάζεσαι;»
«Μπα, ακόμα ψάχνομαι. Πριν από πέντε μήνες τελείωσα τις σπουδές μου, και τώρα.... προσπαθώ να βολευτώ κάπου»
«Τι σπούδασες;»
Την ρωτάω.
«Αισθητική»
Κατσουφιάζω.
«Ε δεν είναι και δύσκολο να βρεις δουλειά στον τομέα σου»
«Μην το λες. Υπάρχει πολύ ανταγωνισμός, ιδιαίτερα στην Κοζάνη!»
Μου τονίζει, με ένα χαμόγελο να παιχνιδίζει στο πρόσωπο της.
«Εσύ σπούδασες κάτι;»
«Μπα, δεν το είχα με τα γράμματα. Έβγαλα απλά ένα πτυχίο και μετά... χώθηκα κατευθείαν στην δουλειά»
Έτσι είχα μάθει από μικρός. Η δουλειά είναι το παν, είναι η επιβίωση μας.
«Με συγχωρείς κιόλας για το θάρρος, αλλά... παίζει τίποτα τώρα στην ζωή σου;»
Με εκπλήσσει η ερώτηση της. Κατευθείαν στο ψητό δηλαδή. Λοξοκοιτάζω τον φίλο μου, ο οποίος δείχνει να την έχει καταβρεί με την Ντίνα.
«Όχι, τίποτα»
Απαντάω με προσποιητή άνεση. Η εικόνα της όμως έρχεται απρόσκλητη στο μυαλό μου.
«Ωραία, τότε....»
Λέει, ακουμπώντας τον δείκτη της στο στήθος μου.
«Γιατί δεν πάμε ένα βήμα παρακάτω;»
Αναρωτιέται, φέρνοντας το πρόσωπο της κοντά στο δικό μου. Η ανάσα της αγγίζει τα χείλη μου, προκαλώντας μου ένα ρίγος πανικού. Τι μου συμβαίνει; κάνω σαν πρωτάρης.
«Θέλεις να πάμε ένα βήμα παρακάτω, Στράτο;»
Με ρωτάει με πιο ναζιάρικη φωνή. Ξεροκαταπίνω. Η σκέψη μου ταξιδεύει στο πρώτο μου φιλί με την Ισμήνη. Γαμώ το φελέκι μου, δε μπορώ να αφήσω την εικόνα της να με πνίξει! Στο κάτω κάτω, δεν είμαι και κανένας κολλημένος. Εντάξει, μου άρεσε, αλλά δεν έχω εμμονή κιόλας. Δεν αντιστέκομαι άλλο, παραδίνομαι στην επιθυμία της, αφήνοντας τα χείλη μας να γίνουν ένα. Η γεύση της όμως δεν θυμίζει εκείνην, ούτε η αφή της. Εκείνη ήταν διστακτική, και γλυκιά. Η παρουσία της είναι σαν τρικυμία στην ψυχή μου. Με ταρακουνάει ολόκληρο, ακόμα και η σκέψη της μου προκαλεί ένα ευχάριστο ρίγος. Σταματάω οποιαδήποτε κίνηση, με αποτέλεσμα η Σοφία να με κοιτάξει λίγο περιέργεια.
«Τι συμβαίνει;»
Με ρωτάει. Η ανάσα μου έχει γίνει βαριά, όχι εξαιτίας του φιλιού μας, ούτε επειδή νιώθω κάποια έξαψη. Αναστάτωση νιώθω, αλλά μόνο για εκείνην. Γαμώτο, πρέπει να έχω τρελαθεί!
«Με συγχωρείς, πρέπει να φύγω»
Της ανακοινώνω, αδιαφορώντας για την γνώμη της, η τα παράπονα της. Μόλις βγαίνω από το κτίριο, αισθάνομαι ότι αναπνέω ελεύθερα, σαν να έφυγε ένα τεράστιο βάρος από μέσα μου. Όμως η απουσία της παραμένει αισθητή μέσα μου. Τι σου συμβαίνει επιτέλους Στράτο; σύνελθε! Την μια στιγμή φλερτάρω με την Σοφία, και την άλλη χάνομαι στην σκέψη της Ισμήνης. Εγώ δεν ήμουν έτσι, τι έχω πάθει τώρα στα ξαφνικά; Περπατάω στους νυχτερινούς δρόμους της Κοζάνης, περιπλανιέμαι, λες και η λύση που ψάχνω βρίσκεται κάπου εδώ κοντά. Για την ακρίβεια.... όντως, βρίσκεται κάπου εδώ κοντά. Διστάζω λίγο, σκεπτόμενος ότι ίσως να μη την κάνω χαρούμενη με την παρουσία μου. Η ανάγκη όμως πάντοτε με νικά, όπως κάνει και τώρα.

Ισμήνης POV

Στέκομαι μπροστά από το από το παράθυρο του δωματίου μου, με το μυαλό μου να ταξιδεύει πολύ πιο μακριά από αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Απόψε νιώθω πως όλα με πλακώνουν. Κοιτάζω με απογοήτευσή το τηλέφωνο μου. Σίγουρα ο Μιχάλης θα αποκοιμήθηκε, αλλά δεν με πειράζει, όπως θα γινόταν κάποτε. Δεν το αρνούμαι, σκέφτομαι τον Στράτο. Σκέφτομαι την συμπεριφορά του στο μαγαζί και προβληματίζομαι. Έχω επίγνωση ότι εγώ του το προκάλεσα αυτό, και ίσως μου άξιζε που με αντιμετώπισε έτσι. Θεέ μου, τι σκέφτομαι; Έχω καταντήσει να φοβάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό, επειδή δεν τον καταλαβαίνω πια. Αισθάνομαι σαν ξένη στο ίδιο μου το σώμα, δεν το έχω ξανά πάθει αυτό. Τρελαίνομαι, και το χειρότερο είναι πως δεν μπορώ να το σταματήσω. Η καρδιά μου σφίγγει και ξεσφίγγει, τα πόδια μου τρέμουν, η ανάσα μου κοντεύει να κοπεί. Τι συμβαίνει πια μέσα σου Ισμήνη; τι; Ξαφνικά, ακούγεται ένα απαλό χτύπημα από την πόρτα. Γυρίζω ολόκληρη, με την καρδιά μου να χορεύει ξανά μέσα στο στήθος μου. Η υποψία πως ίσως να είναι αυτός, μου προκαλεί ρίγος. Βηματίζω προς την πόρτα.
«Ποιος είναι;»
«Room service;»
Απαντάει μια αντρική φωνή, αλλά ακούγεται περισσότερο σαν ερώτηση. Με μια αστραπιαία κίνηση, λυγίζω το χερούλι, ανοίγοντας απότομα την πόρτα. Σαστίζω μόλις τον βλέπω.
«Συγγνώμη γι' αυτό»
Λέει, και πριν καλά καλά προλάβω να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει, τα χείλη του έχουν ήδη συνθλίψει τα δικά μου.

Το επόμενο κεφάλαιο..... θα είναι και το τελευταίο της ιστορίας! 🤭

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now