Χρειάζομαι μια ξενάγηση

238 34 5
                                    


Μία ώρα ολόκληρη έχει κυλήσει, και αυτός δεν λέει να ξεκουμπιστεί, άσε που πλάκωσαν και τα παππούδια στο μαγαζί. Περνάω δίπλα από τον πάγκο, ώστε να μπω στην κουζίνα.
«Στράτο, αυτός είναι ο μεζές για το τραπέζι του κυρ Ηλία. Πήγαινε το σε παρακαλώ»
Και μέσα σε όλα αυτά, έχω και την μάνα μου να μου δίνει συνεχώς παραγγελίες και να με βάζει να πηγαίνω πέρα δώθε.
«Μάλιστα»
Παίρνω τον δίσκο, έτοιμος να φύγω πάλι έξω.
«Κάτσε λίγο, να σε ρωτήσω κάτι»
«Τι ρε μάνα;»
Δεν μπορώ να κρύψω την αγανάκτηση μου. Έρχεται κοντά μου και μου ψιθυρίζει:
«Η βουλευτίνα πότε ήρθε;»
«Νωρίς. Γιατί ρωτάς;»
Αντιγυρίζω, ανασηκώνοντας ερωτηματικά το φρύδι μου.
«Εσύ την εξυπηρέτησες;»
«Γιατί είχες αφήσει κάποιον άλλον πριν στο πόδι μου και δεν το γνωρίζω;»
Αναρωτιέμαι με σαρκαστικό τόνο.
«Σσς! μην φωνάζεις παιδί μου! θα μας πάρει κανένα αυτί και μετά καήκαμε»
Μου κάνει βιαστικά νόημα με το χέρι της να σωπάσω. Ξεφυσάω.
«Μάνα, τι θέλεις τώρα;»
Την ρωτάω κάπως κοφτά. Σκύβει το κεφάλι της προς το δικό μου.
«Δεν πιστεύω να άρχισες να κατηγορείς τον Παύλο;»
Ούτε ραντάρ να με είχε. Κοιτάζω τον απέναντι τοίχο.
«Το ζόρι του είχα. Μπορώ να φύγω τώρα;»
«Στράτο, μιλάω σοβαρά! Αν ακούσει ο Παύλος ότι τον κατηγόρησες....»
«Δεν πρόκειται να ακούσει τίποτα, γιατί πολύ απλά δεν τον κατηγόρησα πουθενά! Μπορώ τώρα να πάω την παραγγελία;»
Την κόβω αμέσως, παίζοντας το και θιγμένος. Η μάνα μου με κοιτάζει με μισό μάτι. Υποθέτω ότι δεν με πίστεψε καθόλου.
«Το καλό που σου θέλω να μη μου λες ψέματα. Πήγαινε»
Επιτέλους με διώχνει! Με μεγάλες δρασκελιές, βγαίνω από την κουζίνα. Δεν μπορώ να μην της ρίξω έστω και μια κλεφτή ματιά. Κατά μία έννοια, είναι τιμή μας να βρίσκεται μια βουλευτής στο μαγαζί. Δίνει άλλο κύρος βρε παιδί μου. Αφήνω την παραγγελία στο τραπέζι του κυρ Ηλία.
«Άσπρο πάτο, κυρ Ηλία!»
Του εύχομαι.
«Να σαι καλά αγόρι μου»
Μου λέει και αμέσως γραπώνει το ποτήρι του με το τσίπουρο. Επιστρέφω ξανά μέσα στο μαγαζί, για να την δω να σηκώνεται από τον σκαμπό.
«Τι; φεύγετε;»
Τολμώ να ρωτήσω, αγνοώντας την παρουσία του προέδρου.
«Ναι, η δεσποινίς Παπακωνσταντίνου αισθάνεται λιγάκι κουρασμένη...»
Την δικαιολογεί εκείνος, έχοντας ένα προσποιητικό χαμόγελο στο πρόσωπο του. Το βλέμμα μου ξεστρατίζει σε εκείνην.
«Πάντως επιμένω να σας πάω στην πόλη»
«Δεν χρειάζεται, μπορώ να οδηγήσω»
Ο γλύφτης! κατευθείαν να προσφερθεί, να παίξει τον καλό. Ποιος ξέρει τι συμφωνία σχεδιάζει πίσω από την πλάτη του χωριού. Ξαφνικά, τα γαλανά της μάτια εστιάζουν στα δικά μου.
«Καλή συνέχεια»
Δεν μπορώ να κρύψω την απογοήτευση μου.
«Επίσης»
«Άντε Στρατή, τα λέμε»
Αποκρίνεται και εκείνος, καθώς με χτυπάει φιλικά στον ώμο. Στρατή; έχε χάρη που δεν μπορώ να ανοίξω το στόμα μου. Μόλις φεύγει, βρίσκω την ευκαιρία να υψώσω με απόλυτη ελευθερία το βλέμμα μου σε εκείνην.
«Να μας ξανάρθετε»
Την παροτρύνω. Κάνει ένα βήμα ώστε να σταθεί μπροστά μου.
«Το απόγευμα κάνεις κάτι;»
Τι; άκουσα σωστά; η μήπως τα αυτιά μου κάνουνε πουλάκια;
«Εγώ;»
«Ναι, έχεις να κάνεις κάτι;»
Επιμένει να ρωτάει. Τώρα σίγουρα απευθύνεται σε μένα.
«Στις έξι θα είμαι ελεύθερος»
«Ωραία, κράτα αυτό εδώ...»
Λέει ενώ βγάζει μια κάρτα από την τσάντα της.
«Κάλεσε με όταν τελειώσεις, θα χρειαστώ μια ξενάγηση στο χωριό»
Την κοιτάζω με το στόμα να χάσκει, και νομίζω πως τα μάτια μου πρέπει να έχουν ήδη ξεπηδήσει από την θέση τους.
«Καλή συνέχεια»
Μου εύχεται ξανά και μετά με προσπερνάει για να φύγει. Το μόνο που έμεινε πλέον, είναι το άρωμα της να πλανάται στον αέρα. Κλείνω για μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια, απολαμβάνοντας αυτήν την ευωδιά.
«Στράτο;»
Η φωνή της μάνας μου καταστρέφει όμως αυτήν την μοναδική στιγμή ευτυχίας που μπόρεσα να κλέψω. Στρέφω απότομα το βλέμμα μου επάνω της.
«Τι είναι τώρα;»
«Έλα εδώ, έχουμε παραγγελίες»
Με ενημερώνει, κάνοντας μου ένα νεύμα με το χέρι της. Τα μόνα πράγματα που δεν τελειώνουν ποτέ, είναι τα βάσανα και οι δουλειές. Με βαριά βήματα, πηγαίνω ξανά μέσα στην κουζίνα, παίρνοντας κι άλλες παραγγελίες για έξω.

Ισμήνης POV

«Ξέρετε, το χωριό έχει ανάγκη την μετεγκατάσταση δεσποινίς...»
«Απλώς Ισμήνη»
Τον διορθώνω βιαστικά. Ένα χαμόγελο στραβώνει τις άκρες των χειλιών του.
«Μάλιστα, Ισμήνη. Όπως σου προείπα, το χωριό έχει ανάγκη την μετεγκατάσταση»
«Γιατί; τι θα κερδίσει αν μετακινηθεί σε ένα άλλο μέρος;»
Τον ρωτάω, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου. Δεν ήθελα να με συνοδεύσει μέχρι το αυτοκίνητο μου, αλλά δεν μου άφησε και επιλογή.
«Πρώτα απ' όλα ένα καλύτερο περιβάλλον, για εμάς και τα παιδιά μας»
Στρέφω τα μάτια μου επάνω του, νιώθοντας απόλυτα σίγουρη για αυτό που θα ξεστομίσω.
«Και οι αποζημιώσεις;»
Τα φρύδια του σμίγουν ελαφρώς.
«Τι οι αποζημιώσεις;»
«Αυτές δεν τις ζητάτε;»
Αντιγυρίζω με πείσμα. Ρουθουνίζει.
«Όλοι μας έχουμε ανάγκη από χρήματα, ιδιαίτερα ένα χωριό που δεν έχει τίποτα άλλο για να κρατηθεί»
«Και το εργοστάσιο; δεν είναι μια επιχείρησή; δεν σας προσφέρει εργασία; τα χωράφια; τα ζώα; δεν σας προσφέρουν τίποτα;»
Του υπενθυμίζω, νιώθοντας ότι κατά κάποιον τρόπο αδικεί αυτό το εργοστάσιο. Μπορεί να μολύνει το περιβάλλον, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τους δίνει δουλειά.
«Το βασικό μας θέμα τώρα είναι το περιβάλλον, και όχι τα χρήματα»
Αρχίζω τελικά να αμφιβάλω για τις προθέσεις αυτού του ανθρώπου. Όχι ότι με είχε πείσει από την αρχή η αλήθεια είναι. Ίσως εκείνος ο άντρας είχε δίκιο στο καφενείο. Το απόγευμα θα μάθω περισσότερα.
«Τέλος πάντων, θα τα πούμε μεθαύριο. Καλή συνέχεια»
Λέω και μετά μπαίνω μέσα στο αυτοκίνητό μου.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now