Προχωράμε σε δημοψήφισμα

144 21 0
                                    

Στράτος POV

Το επόμενο πρωί, βρίσκομαι στο μαγαζί από νωρίς. Ευτυχώς είμαι μαζί με τον πατέρα μου, γιατί αν ήμουν με την μάνα μου, σίγουρα θα είχαμε βγάλει μαχαίρια. Θα μου άρχιζε την ανάκριση, αλλά δεν έχω καμία όρεξη να την ακούσω. Αισθάνομαι εξαντλημένος συναισθηματικά, για δεύτερη φορά. Δεν νομίζω πως υπήρξα ποτέ πιο ειλικρινής στην ζωή μου με τον οποιονδήποτε, απ' ότι με εκείνην. Το μυαλό μου τρέχει ξανά σε δύο γαλανά μάτια, που με έχουν φυλακίσει σε έναν λαμπερό ουρανό, γεμάτο πάθος και ανάγκη για έρωτα.
«Τι έγινε ρε πιτσιρικά; που τρέχει ο νους σου;»
Με φωνάζει ξαφνικά ο πατέρας μου, χτυπώντας με ταυτόχρονα στην πλάτη.
«Στην δουλειά»
Πετάω την πρώτη μου δικαιολογία. Εκείνος γελάει.
«Έλα ρε μικρέ, αφού σε βλέπω. Έχεις κατεβάσει κεραίες»
«Ωραία, έγινα και εξωγήινος τώρα»
Μουρμουρίζω σαρκαστικά, ενώ κάθομαι στο σκαμπό, κοντά στο μπαρ.
«Πάντως το χιούμορ σου δεν το χάνεις με τίποτα ρε μπαγάσα»
«Μπαμπά, δεν έχω όρεξη, σε παρακαλώ»
Το τελευταίο που θέλω τώρα, είναι τα αστειάκια του πατέρα μου. Μετά από μια τόσο υπερφορτισμένη βραδιά, δεν θέλω κι άλλα.
«Γιατί ρε αγόρι μου; έπεσαν έξω τα καράβια σου;»
Μόνο τα καράβια; μη σου πω και ολόκληρη η θάλασσα.
«Μήπως βρήκες καμία και σε ταλαιπωρεί; εδώ ρε! ο πατέρας σου θα σε βοηθήσει, που ήταν εραστής στα νιάτα του»
Ένα αυθόρμητο γελάκι ξεφεύγει από τα χείλη μου. Που να ξερε ότι η δικιά μου περίπτωση είναι ιδιαίτερη.
«Άστο πατέρα, πέρασαν αιώνες από τότε»
«Άντε βρε, τομάρι»
Λέει ενώ μου δίνει ένα ελαφρύ χτύπημα στην πλάτη. Έπειτα φεύγει στην κουζίνα, ενώ εγώ γελάω. Άλλη μια διαφορά που έχουν οι γονείς μου μεταξύ τους. Ο κυρ Γιάννης με κάνει και γελάω. Αν και φοβάμαι πως... αν ήξερε με ποια είμαι τσιμπημένος, σίγουρα θα είχε χειρότερη αντίδραση από αυτήν της μάνας μου. Κουνάω το κεφάλι μου, προσπαθώντας να συνέλθω.
«Κατάστημα;»
Ξαφνικά ακούω την φωνή του προέδρου απέξω.
«Γιατί τον έστειλες τόσο νωρίς;»
Μονολογώ, πριν σηκωθώ από την θέση μου. Με βαριά βήματα, βγαίνω έξω. Κοκαλώνω μόλις ανακαλύπτω πως δεν ήρθε μόνος του.
«Καλημέρα»
Με χαιρετάει εκείνη με τυπικό ύφος. Ο Παύλος από την άλλη έχει ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
«Γειά σας»
Τους χαιρετάω, εντελώς χαμένος. Δεν περίμενα να την δω στο μαγαζί μας.
«Έναν ελληνικό σκέτο, και ένα κρύο τσάι για την δεσποινίδα Παπακωνσταντίνου»
Ο Παύλος δίνει τις παραγγελίες, πριν εστιάσει στο πρόσωπο της. Δείχνει κι αυτή ταλαιπωρημένη. Μάλλον δεν είμαι ο μοναδικός που δεν κοιμήθηκε εχθές το βράδυ.
«Αμέσως»
Μουρμουρίζω, χωρίς να χάνω το βλέμμα μου από πάνω της.
«Τι έγινε ρε Στράτο; ποιος ήρθε;»
Με ρωτάει ο μπαμπάς, μόλις μπαίνω μέσα.
«Ο πρόεδρος»
Απαντάω αδιάφορα.
«Α, κατάλαβα. Άσε, θα ετοιμάσω εγώ τον καφέ του»
«Δεν είναι μόνος»
Τον ενημερώνω βιαστικά, κρατώντας επίτηδες τα μάτια μου χαμηλά.
«Με ποιον ήρθε; μήπως με τον πατέρα του;»
«Με την βουλευτίνα»
Απαντάω, διπλώνοντας τα χέρια μου πάνω στον πάγκο, στηρίζοντας το βάρος στους αγκώνες.
«Τελικά εδώ είναι αυτή;»
«Ε, απ' ότι φαίνεται»
Αποκρίνομαι, προσπαθώντας να ακουστώ αδιάφορος.
«Καλά, ετοίμασε εσύ τους καφέδες τότε, να βγω εγώ έξω»
«Γιατί; σκέφτεσαι να κατέβεις στις επόμενες εκλογές μαζί με τον πρόεδρο;»
Τον πειράζω, σχεδόν με ειρωνικό τόνο.
«Άντε βρε σαχλαμάρα. Τράβα φτιάξε τους καφέδες»
Λέει καθώς παίρνει το κομπολόι του και βγαίνει έξω. Ξεφυσάω με ανακούφιση. Ακόμα δεν ηρέμησε η ταραγμένη μου καρδιά. Στ' αλήθεια δεν περίμενα να την δω εδώ. Μήπως της το πρότεινε ο πρόεδρος και δεν μπόρεσε να αρνηθεί; Αυτή η εκδοχή μου φαίνεται πιο λογική, ιδιαίτερα μετά τα χθεσινά. Με βιαστικές κινήσεις, φτιάχνω τον καφέ του Παύλου, και τον πηγαίνω έξω, μαζί με το τσάι.
«Ορίστε»
Λέω ενώ αφήνω την παραγγελία στο τραπέζι τους. Επίτηδες στέκομαι δίπλα από εκείνην, ίσα ίσα για να την ακουμπήσω φευγαλέα. Γαμώτο, πως στο διάολο μπορεί και σκέφτεται ένας ερωτευμένος; εδώ ούτε τον κίνδυνο δεν υπολογίζω. Την κρυφοκοιτάζω με την άκρη του ματιού μου. Το ίδιο κάνει κι εκείνη. Η ικανοποίηση μου είναι εμφανής, καθώς ισιώνω την πλάτη.
«Θα θέλατε κάτι άλλο;»
Αναρωτιέμαι.
«Φέρε μια καρέκλα και κάτσε. Το θέμα αυτό μας αφορά όλους»
Σαστίζω με το αίτημα του Παύλου. Ακολουθώ την εντολή του, και επίτηδες, τραβάω την καρέκλα μου δίπλα της.
«Να καθίσω τότε»
Μουρμουρίζω, ρίχνοντας της μια λοξή ματιά.
«Πρόκειται για την μετεγκατάσταση....»
Ο Παύλος κάνει παύση και εστιάζει την προσοχή του επάνω μου.
«Και επειδή ξέρω την γνώμη σου, θα σε παρακαλούσα πρώτα να μας ακούσεις, και μετά να αντιδράσεις»
Το κατάλαβα το υπονοούμενο του. Κοιτάζω τον πατέρα μου, ο οποίος μου κάνει νόημα να μην φέρω αντιρρήσεις. Ανασαίνω βαθιά.
«Εντάξει»
Συγκατανεύω, κάνοντας ένα θετικό νεύμα με το κεφάλι μου.
«Ωραία, τώρα... θέλω να ανακοινώσω πρώτα σε εσάς το σχέδιο το οποίο σκέφτηκε η δεσποινίς Παπακωνσταντίνου»
Λέει, δείχνοντας με θαυμασμό την γυναίκα με τα γαλάζια μάτια και τα μακριά καστανά μαλλιά. Ο παλιό γλύφτης.
«Και τι σχέδιο είναι αυτό;»
Αναρωτιέται ο πατέρας μου, παίζοντας με τις χάντρες από το κομπολόι του. Ο Παύλος του χαμογελάει.
«Η κυβέρνηση δείχνει θετική τελικά στο θέμα της μετεγκατάστασης του χωριού»
Τι; αυτά είναι πολύ άσχημα νέα. Στυλώνω το βλέμμα μου σε εκείνην.
«Πολύ καλό αυτό για σένα»
«Για όλους μας, Γιάννη!»
Αντιγυρίζει ο Παύλος, σηκώνοντας τον δείκτη στο ύψος των ματιών του. Είχε δεν είχε, τον πέτυχε τον σκοπό του.
«Η δεσποινίς Παπακωνσταντίνου όμως, επιμένει σε μια πιο.... δημοκρατική απόφαση»
Συνεχίζει, εστιάζοντας στην Ισμήνη. Αυτόματα αισθάνομαι μερικά τσιμπήματα στο στήθος μου.
«Δηλαδή; τι απόφαση;»
Ρωτάει ο πατέρας μου. Το χαμόγελο κοντεύει πάλι να φτάσει στα αυτιά του Παύλου.
«Θα πάμε σε δημοψήφισμα. Το χωριό θα αποφασίσει για το αν θέλει η δεν θέλει να σηκωθούμε»
Δημοψήφισμα; Άθελά μου, αφήνω ένα ειρωνικό ρουθούνισμα, με αποτέλεσμα να τραβήξω την προσοχή όλων στο τραπέζι.
«Τι έγινε Στράτο; δεν σου άρεσε η ιδέα;»
Μου πετάει ο Παύλος, κοιτάζοντας με απαξιωτικά. Η απάντηση μου είναι ένα αρνητικό κούνημα του κεφαλιού. Βρίσκω τις λέξεις περιττές την δεδομένη στιγμή.
«Νομίζω πως αυτό είναι το καλύτερο. Έτσι δεν θα μπορέσει να σε αμφισβητήσει κανείς»
Αποκρίνεται ο πατέρας μου, δείχνοντας πολύ άνετος με αυτήν την πρόταση. Δεν αντέχω άλλο, νομίζω ότι θα πνιγώ.
«Εμένα θα μου επιτρέψετε»
Λέω και μετά σηκώνομαι για να φύγω από το τραπέζι τους. Πίστευα ότι θα αλλάξει γνώμη, και πάλι κάνω λάθος! Με μπερδεύει συνεχώς αυτή η γυναίκα ρε πούστη μου! Ακουμπάω τις παλάμες μου πάνω στον πάγκο, με το πόδι μου να χτυπάει νευρικά στο πάτωμα. Σίγουρα θα με βρίσει αργότερα ο πατέρας μου, αλλά δεν με πολύ απασχολεί. Άκουσε εκεί δημοψήφισμα. Τι τραγική ειρωνεία είναι αυτή που ζει το χωριό μας.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now