Τα μάθατε τα νέα;

410 40 3
                                    

Την ίδια ώρα στο χωριό.
Στράτος POV

«Ορίστε και το τσίπουρο»
Αφήνω τα δύο ποτήρια στο τραπέζι.
«Τι έγινε βρε Στράτο; δεν είσαι στα χωράφια σήμερα;»
Με ρωτάει ο ένας από τους δύο παππούδες.
«Τελείωσα νωρίτερα και είπα να έρθω να βοηθήσω. Αν και ξέρω ότι προτιμάτε την μάνα μου, γιατί σας λέει και από κανένα νέο»
Τους πειράζω, και εκείνοι γελάνε.
«Στράτο, φέρε μια ακόμα γύρα»
Ακούω τον Νίκο από το διπλανό τραπέζι να με φωνάζει.
«Έφτασε!»
Αναγγέλλω και μετά επιστρέφω στο εσωτερικό του μαγαζιού.
«Μάνα, μια μπύρα ακόμα για τον Νίκο»
Φωνάζω, ενώ αφήνω τον δίσκο στην άκρη για να πιω από το νερό μου.
«Τι λες βρε στους ανθρώπους εκεί έξω;»
Σχεδόν με μαλώνει, αλλά ξέρω ότι το λέει απλά για να μου το πει.
«Αφού τους αρέσουν ρε μάνα, λες να μην ξέρω τι κάνω;»
Αποκρίνομαι, ανασηκώνοντας ελαφρώς τους ώμους μου.
«Τέλος πάντων, πάρε τις μπύρες»
Λέει και αφήνει το μπουκάλι πάνω στο πάγκο. Της δίνω ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και μετά πηγαίνω στο τραπέζι του Νίκου.
«Ορίστε η μπυρίτσα»
Λέω ενώ ανοίγω το καπάκι. Έπειτα του αφήνω το μπουκάλι.
«Να σαι καλά ρε Στράτο. Το έγραψες κι αυτό;»
Με ρωτάει ο Νίκος, πριν ανάψει το επόμενο του τσιγάρο.
«Ναι ρε, μην ανησυχείς»
«Εντωμεταξύ, τα μάθατε τα νέα; αύριο έχουν συνέλευση στο πολύκεντρο του χωριού»
Αναγγέλλει ο ένας από τους δύο παππούδες, ο κυρ Στέλιος. Γυρίζω για να τον κοιτάξω με ερωτηματικό ύφος.
«Αύριο;»
Δεν άκουσα τίποτα η αλήθεια είναι.
«Ε και που θα το κάνουν, τι θα αλλάξει; πάλι στα ίδια σκατά θα μείνουμε»
Αποκρίνεται με απαξίωση ο Νίκος.
«Τουλάχιστον προσπαθούν, κάτι είναι κι αυτό»
Λέει ο κυρ Στέλιος. Πάντοτε υποστηρίζει την κοινότητα του χωριού μας, επειδή ο γιος του είναι ο πρόεδρος.
«Εγώ άκουσα ότι θα φέρουν και έναν βουλευτή εδώ για να μας μιλήσει, να ασχοληθεί τέλος πάντων με το ζήτημα μας»
Αποκρίνεται ο άλλος παππούς, ο κυρ Ηλίας.
«Α, εντάξει, να μας ρίξουν κι άλλη στάχτη στα μάτια»
Πετάει με τον ίδιο απαξιωτικό τόνο ο Νίκος, ανεμίζοντας παράλληλα και το χέρι του.
«Αντί να κρίνεις τους ανώτερους, γιατί δεν κάνεις καμιά προσπάθεια για να διορθώσεις την κατάσταση του χωριού;»
Ο κυρ Στέλιος δείχνει θυμωμένος ξαφνικά με την στάση του Νίκου.
«Στέλιο, δεν θέλω να τσακωθώ μαζί σου»
Αποκρίνεται, προσπαθώντας να τον κάνει να σταματήσει.
«Ρε σεις, μην φαγωνόμαστε τώρα μεταξύ μας. Σημασία έχει να βρεθεί μια λύση για το χωριό»
Κάνω κι εγώ την προσπάθεια μου για να κατευνάσω τα πνεύματα.
«Αφού δεν κατάφεραν να σηκώσουν το χωριό, δεν υπάρχει καμία ελπίδα»
Ο Νίκος συνεχίζει να είναι εριστικός. Κοιτάζω τον κυρ Στέλιο.
«Το χωριό δεν σηκώνεται και πάρτε το επιτέλους απόφαση»
Αποκρίνεται ο Μπάμπης, ο οποίος κάθεται σε ένα τραπέζι παραδίπλα. Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις τελικά για το συγκεκριμένο θέμα. Ξαφνικά, ακούω τον γνωστό βομβό του αγροτικού μας. Γυρίζω το κεφάλι για να δω τον πατέρα μου να παρκάρει έξω από το μαγαζί.
«Εεε!»
Φωνάζει μόλις κατεβαίνει.
«Καλώς το αφεντικό»
Του πετάω περιπαιχτικά.
«Τι κάνετε; πως είμαστε;»
«Εδώ, μαλώνουμε»
Του απαντάει επίσης πειραχτικά ο Μπάμπης. Ο πατέρας μου κατσουφιάζει.
«Γιατί; τι πάθατε;»
«Τίποτα μωρέ, για το θέμα του χωριού λέμε. Αύριο θα έχουμε συνέλευση στο πολύκεντρο»
Του ανακοινώνει ο κυρ Ηλίας.
«Ε, σιγά το πράγμα. Θα πάει ο γιος του Στέλιου και θα τα λύσει όλα!»
Πετάει πειραχτικά ο πατέρας μου, κάνοντας μας όλους να γελάσουμε.
«Μ' αυτά και μ' αυτά έφτασε το χωριό σε αυτήν την θέση»
«Έλα Νικόλα, μην απογοητεύεσαι. Για όλους μας έχει θεός»
Του λέει ο πατέρας μου, καθώς έρχεται κοντά μου.
«Εσύ αύριο το πρωί είσαι χωράφι, το ξέρεις;»
Με ρωτάει, με ένα χαμόγελο να παιχνιδίζει στο πρόσωπο του.
«Ωραία, κάτσε εσύ να κλείσεις αν είναι»
Αποκρίνομαι, κοροϊδεύοντας τον. Με χτυπάει μαλακά στο σβέρκο, πριν μπει μέσα στο μαγαζί. Έχω απορία πάντως για το τι θα γίνει αύριο, αν και συνήθως αυτές οι συνεδρίες καταλήγουν σε φασαρίες. Ρεζίλι θα γίνουμε στον βουλευτή.
«Στράτο, φέρε άλλη μια γύρα»
Μου ζητάει ξαφνικά ο Νίκος, αφυπνίζοντας με από τις σκέψεις μου.
«Πιο αργά την μπύρα ρε, θα μεθύσεις»
Τον πειράζω πριν μπω κι εγώ μέσα στο μαγαζί.
«Μάνα, για γράψε άλλη μια γύρα στον φίλο μου τον Νίκο»
Της δίνω την εντολή, ενώ κάθομαι στον ψηλό σκαμπό.
«Αμάν και αυτός! κάθε φορά αυτό γίνεται. Ολόκληρος υπάλληλος στο εργοστάσιο...»
«Μην ξεκινάς την γκρίνια βρε Βίκυ! Αφού μας τα πληρώνει κατευθείαν ο άνθρωπος»
Αυτό είναι αλήθεια. Μπορεί να μας γράφει συχνά ο Νίκος, αλλά πάντοτε μας τα δίνει τα χρωστούμενα, και με το παραπάνω!
«Τέλος πάντων»
Αποκρίνεται η μάνα μου, και έπειτα πηγαίνει στο ψυγείο για να βγάλει την μπύρα.
«Εσύ τι λέει μικρέ;»
Τριάντα χρονών κοντεύω και ακόμα με βλέπει σαν πιτσιρίκι.
«Τίποτα μεγάλε. Εσύ πως πήγε στην πόλη; βρήκες άλλη κάβα;»
«Βρήκα, και καλύτερη από την προηγούμενη»
Απαντάει, κουνώντας με έμφαση το κεφάλι του.
«Ωραία»
Θα μπορούσα να πάω εγώ, αλλά δεν θέλω να ανακατευτώ με τις δουλειές του μαγαζιού. Ο στόχος μου εξάλλου δεν είναι να κρατήσω το καφενείο, αλλά να στήσω τα δικά μου χωράφια. Με αυτά παλεύω τόσο καιρό, για αυτό δεν παράτησα κιόλας το χωριό. Χτυπάω αφηρημένα τα δάχτυλα μου πάνω στον πάγκο. Έχω πολύ αγωνία τελικά για το αύριο, μακάρι να κυλήσουν όλα ομαλά.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now