Ένας άγγελος

206 25 0
                                    


Το ξημέρωμα έχει φτάσει, κι εγώ κάθομαι στο κρεβάτι μου, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Η αποψινή ανακοίνωση δεν με άφησε να κλείσω μάτι. Δεν μπορώ να χωνέψω το γεγονός ότι αρνήθηκε την υπόθεση εξαιτίας μου. Αν δεν την είχα φιλήσει... σίγουρα τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά τώρα. Το σκέφτηκα κάνα δυο φορές να κατέβω ξανά στην Αθήνα, μα τότε θα δημιουργούσα χιλιάδες υποψίες, και πιθανότατα να έκανα χειρότερη την κατάσταση ανάμεσα μας. Τρίβω το πρόσωπο μου. Είναι παράξενο που αισθάνομαι άσχημα; που το βάρος έχει γίνει ανυπόφορο στο στήθος μου; Μετά από αρκετή σκέψη, αποφασίζω τελικά να σηκωθώ από το κρεβάτι μου. Περπατάω στον διάδρομο, ώσπου πέφτω πάνω στην μάνα μου.
«Σιγά παιδί μου!»
Λέει ενώ με αρπάζει από τους ώμους. Μάλλον φοβήθηκε ότι θα πέσω.
«Καλημέρα και σε σένα»
Μουρμουρίζω άτονα. Τα φρύδια της σμίγουν.
«Τι μαύροι κύκλοι είναι αυτοί εδώ; δεν κοιμήθηκες απόψε;»
Λέει, πιάνοντας απαλά το πρόσωπο μου στα χέρια της. Κλείνω τα βλέφαρά μου.
«Μ' έπιασε υπερένταση»
Δικαιολογώ τον εαυτό μου, χαμηλώνοντας ασυναίσθητα τα μάτια στο πάτωμα.
«Όταν κατεβάζεις το βλέμμα, σημαίνει ότι δεν είσαι καλά»
Ένα αυθόρμητο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου, μα δεν φτάνει ποτέ στα μάτια μου.
«Δεν μπορώ να σου κρυφτώ με τίποτα»
Σχεδόν παραπονιέμαι. Με μια σύντομη ματιά, την πιάνω να χαμογελάει γλυκά.
«Τι έγινε βρε αγόρι μου; γιατί έφυγες έτσι στα ξαφνικά; τι έκανες εκεί κάτω;»
Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή, κι εγώ αισθάνομαι αδύναμος να απαντήσω. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«Σε παρακαλώ, πες μου μόνο ότι δεν έχεις μπλέξει με τίποτα παράνομο;»
Την κοιτάζω έκπληκτος.
«Όχι ρε μάνα, ηρέμησε»
Αυτό μου λείπει τώρα, να ανησυχεί η μάνα μου για το μήπως έχω μπλέξει. Η αλήθεια είναι όμως ότι την δικαιολογώ. Κι εγώ στη θέση της θα αισθανόμουν φόβο.
«Γιατί έφυγες τότε;»
Επιμένει να μάθει, κοιτάζοντας με με τόση στοργή, που ειλικρινά με λυγίζει. Ξεφυσάω, νιώθοντας ήδη ηττημένος από αυτήν την άτυπη μάχη.
«Δεν νομίζεις ότι είναι πολύ νωρίς για να το συζητήσουμε αυτό;»
Λέω ενώ περνάω από δίπλα της, με σκοπό να ξεφύγω από την ανάκριση.
«Και πότε θα τα πούμε ρε Στράτο; Πέρασε σχεδόν μια βδομάδα, και ακόμα δεν γνωρίζω τίποτα γι' αυτό το ξαφνικό ταξίδι στην Αθήνα!»
Η φωνή της ανεβαίνει ξαφνικά, προκαλώντας μου σοκ. Σπάνια φωνάζει η μάνα μου, και πιο σπάνια νευριάζει.
«Κάνε ησυχία, μην ξυπνήσουμε τον μπαμπά»
«Μίλα μου, σε παρακαλώ, μην με βασανίζεις! μην με αφήνεις με την αγωνία βρε αγόρι μου. Ξέρεις πόσες άσχημες σκέψεις στροβιλίζουν στο μυαλό μου;»
Γαμώτο, δεν θέλω να είναι έτσι εξαιτίας μου, δεν της αξίζει. Την λατρεύω την μάνα μου, δεν θέλω να την έχω στο σκοτάδι, μα δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς!
«Σου ορκίζομαι ότι δεν έχω κάνει τίποτα το παράνομο»
«Τότε;»
Κλείνω στιγμιαία τα βλέφαρά μου, περνώντας γρήγορα την γλώσσα από τα χείλη μου.
«Μάνα, μην με ρωτάς άλλα, σε παρακαλώ»
Έπειτα την προσπερνάω, φτάνοντας σχεδόν τρέχοντας στην κουζίνα. Θεε μου, δεν περίμενα ότι θα προκαλέσω τέτοια ζημιά με την απουσία μου. Η καλύτερα, με το εντελώς απρόοπτο ταξίδι μου στην Αθήνα. Αν ήξερα νωρίτερα πως αυτή θα ήταν η κατάληξη.... σίγουρα δεν θα είχα κουνήσει ρούπι από το χωριό. Πόσο ηλίθιος είμαι, και πόσο ανώριμα φέρθηκα. Επιπόλαιος και απερίσκεπτος. Κατά τις επτά πηγαίνω στο μαγαζί για να ανοίξω. Ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεφύγω από το επίμονο βλέμμα της μάνας μου. Καθαρίζω τον πάγκο, με τις σκέψεις μου να τρέχουν σε ένα νέο σχέδιο, σε ένα νέο ψέμα για την ακρίβεια. Τρίβω με το πανί επίμονα, στο ίδιο σημείο, λες και έχει κάποια βρωμιά που δεν μπορεί να βγει. Τι να της πω; τι δικαιολογία να βρω πια; Αισθάνομαι τόσο εξαντλημένος, που θέλω απλά να με κοιτάξει στα μάτια και να τα καταλάβει όλα από μόνη της. Όχι ότι είναι απίθανο αυτό για την μάνα μου. Αναστενάζω, την στιγμή που συνειδητοποιώ ότι πρέπει να σταματήσω να τρίβω το ίδιο σημείο. Πετάω το πανί στην άκρη, κι έπειτα ακουμπάω τις παλάμες μου πάνω στον πάγκο. Το κεφάλι μου είναι έτοιμο να σπάσει. Σκέψεις σκέψεις σκέψεις, και αποτέλεσμα μηδέν. Κλείνω για λίγο τα μάτια, ψάχνοντας απεγνωσμένα μέσα μου για ένα κομμάτι γαλήνης.
«Καλημέρα»
Τα βλέφαρά μου ανοίγουν απότομα, αντικρίζοντας έναν άγγελο ο οποίος στέκεται στο κατώφλι του μαγαζιού. Ισιώνω το σώμα μου, νιώθοντας χαμένος στην παρουσία της.
«Ισμήνη;»
Ψελλίζω, χωρίς να μπορώ να το πιστέψω. Είχα απογοητευτεί τόσο πολύ με τα χθεσινά νέα, που δεν περίμενα ότι θα την ξαναδώ. Να που τελικά η ζωή με διέψευσε με τον πιο ευχάριστο τρόπο, και ο άγγελος με το καστανό πέπλο και τον απέραντο ουρανό για μάτια, βρίσκεται πάλι εδώ, κοντά μου, να μου προκαλεί ρίγη αλλά και φόβο.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now