Ανώριμος

174 22 1
                                    

Περνάνε μερικά λεπτά, μέχρι που ο πατέρας μου έρχεται μέσα στο μαγαζί.
«Τι έπαθες τώρα ρε Στράτο;»
«Με δουλεύεις; δεν τον άκουσες τι είπε; Θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα, λες και αυτό είναι η λύση που ψάχνουμε»
Δεν μπορώ να μην εκφράσω το παράπονο μου, δεν μπορώ να μην αισθάνομαι οργισμένος. Συγχαρητήρια πάντως στον Απέργη που φροντίζει να ανεβαίνει η πίεση μου κατακόρυφα.
«Ρε Στράτο, σταμάτα να είσαι τόσο αντιδραστικός»
Μου ζητάει, χωρίς ίχνος θυμού. Πως μπορεί και είναι άνετος;
«Δεν μπορώ να μείνω όμως και σιωπηλός. Τον πονάω τον τόπο μου»
Η φωνή μου ανεβαίνει. Δεν με ελέγχω πλέον.
«Στράτο, και ο Παύλος τον πονάει αυτόν τον τόπο. Μην ξεχνάς ότι μένει κι αυτός εδώ, όπως και συ»
Ο πατέρας μου μιλάει πιο ήπια. Τον ζηλεύω που είναι ήρεμος την δεδομένη στιγμή.
«Μην τον αδικείς ρε, με καλό σκοπό το κάνει»
Τώρα γιατί προσπαθεί να με πείσει; νομίζει ότι θα καταφέρει να μου αλλάξει γνώμη;
«Και τι θα κερδίσουμε εμείς ρε πατέρα; Τα μισά χρήματα της αποζημίωσης, θα μας τα πάρει η εφορία»
«Ε θα μας μείνει και κάτι ρε Στράτο, μην είσαι τελείως απαισιόδοξος. Ξέρεις πόσα έχουμε να πάρουμε με την αποζημίωση; Έχουμε την αποθήκη, το μαγαζί, το σπίτι, τα χωράφια!»
Τονίζει τα τελευταία του λόγια, κάνοντας άλλη μια απόπειρα για να με πείσει. Παίρνω μια ανάσα.
«Μπαμπά, ότι κι αν πεις, δεν μου αλλάζεις γνώμη»
Λέω με πείσμα, τοποθετώντας τα χέρια στους γοφούς μου. Τον ακούω να αναστενάζει.
«Ε ρε Στράτο, αμάν αυτό το πείσμα σου. Ίδια η μάνα σου ρε παιδί μου, ίδια η μάνα σου!»
Λέει με αγανάκτηση, πριν βγει από το μαγαζί. Κοιτάζω την είσοδο, και το μυαλό μου πηγαίνει στα δικά της λόγια. Υποστήριξε με στο θέμα της μετεγκατάστασης. Κλείνω σφιχτά τα βλέφαρά. Χθες της παραδέχτηκα ότι θα μπορούσα να την ακολουθήσω ακόμη και στην άλλη άκρη της γης, τώρα όμως, σε αυτό το θέμα, δεν μπορώ να την βοηθήσω. Δεν γίνεται να την υποστηρίξω! Μπαίνω μέσα στην κουζίνα, για να πιω ένα ποτήρι νερό. Δεν πρόκειται να ξανά βγω μέχρι να φύγουν. Θα ήθελα να την συναντήσω ιδιαιτέρως, αλλά για μία φορά, αισθάνομαι τον εγωισμό μου να ξυπνάει.

Ισμήνης POV

Προσπαθώ να μείνω ψύχραιμη, παλεύω με τον εαυτό μου για να μείνω ψύχραιμη. Η συμπεριφορά του ήταν πραγματικά απαράδεκτη! Εντάξει, δεν περίμενα να το πάρει ζεστά, αλλά όχι και τόσο απότομα, να σηκωθεί και να φύγει από το τραπέζι. Την φοβάμαι αυτήν την ανωριμότητα του. Αυτές οι συμπεριφορές είναι επικίνδυνες, κυρίως για εμάς τους ίδιους.
«Τέλος πάντων, προχωράμε κανονικά. Ήδη από αύριο θα ξεκινήσουμε την διαδικασία. Και σήμερα κιόλας θα το ανακοινώσουμε σε όλο το χωριό!»
«Ίσως θα ήταν καλύτερο αν έρθουμε σε μια δεύτερη συνεδρία. Να μαζέψουμε το χωριό στο πολύκεντρο πάλι, και να τους ανακοινώσουμε την απόφασή»
Αποκρίνομαι, ενώνοντας τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι.
«Εμένα αυτό μου ακούγεται καλύτερο»
Με υποστηρίζει ο κύριος Γιάννης, ο οποίος φαίνεται πολύ πιο θερμός στην πρόταση του δημοψηφίσματος. Ευτυχώς έχουμε και έναν ανταποκριτή.
«Ωραία, τότε θα το κάνουμε έτσι»
Απαντάει με ένα πλατύ χαμόγελο ο Παύλος. Τον παρακολουθώ να γυρίζει το κεφάλι του στο πλάι, και την έκφραση του να αλλάζει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ακολουθώ το βλέμμα του, για να ανακαλύψω εκείνον, να σερβίρει σε ένα γωνιακό τραπέζι.
«Ο γιος σου δεν το πήρε και πολύ καλά. Αναμενόμενο βέβαια»
Η χροιά του βγάζει κάτι το ειρωνικό.
«Άστον. Θα καταλάβει σύντομα πως αυτή η απόφαση είναι προς όφελος όλων μας»
Ο Παύλος χαμογελά, ενώ παράλληλα ακουμπάει το χέρι στον ώμο του κυρίου Γιάννη.
«Χαίρομαι που καταλαβαίνεις το έργο μου Γιάννη, ειλικρινά χαίρομαι»
«Εμένα θα μου επιτρέψετε»
Ζητάω καθώς σηκώνομαι από την θέση μου. Οι δύο άντρες με κοιτούν για λίγο με περιέργεια. Δεν προλαβαίνουν όμως να πουν κάτι, μιας και έχω φύγει ήδη μέσα στο μαγαζί. Τότε είναι που τον βλέπω να στέκεται στον πάγκο. Τα βλέμματα μας ενώνονται αμέσως, λες και είναι μαγνήτες. Η έκφραση του όμως φανερώνει κάτι παράξενο, που με κάνει να αισθάνομαι επιφυλακτική απέναντι του. Κάνει μεταβολή, έτοιμος να φύγει μέσα στην κουζίνα.
«Μπορώ να σου μιλήσω;»
Ευτυχώς σταμάτησε μόλις με άκουσε.
«Έχω δουλειά»
Η δικαιολογία του μου ακούγεται τόσο φτηνή. Αφού ούτε έξι τραπέζια δεν είναι γεμάτα έξω.
«Στράτο!»
Με μια ανάσα, γυρίζει από την άλλη ώστε να με ατενίζει κατά πρόσωπο.
«Τι θέλεις;»
Πρώτη φορά τον ακούω να μου μιλάει με αγανάκτηση.
«Τόσο πολύ σε πείραξε;»
Η ερώτηση βγαίνει εντελώς αυθόρμητα από το στόμα μου.
«Σε περιμένουν έξω»
«Έχω λίγα λεπτά ακόμη»
Απαντάω, καθώς πηγαίνω κοντά στον πάγκο. Τον παρακολουθώ να κουνάει αφηρημένα το κεφάλι του.
«Μάλιστα. Πάντα θα συμβιβάζομαι με τον χρόνο που σου δίνουν οι άλλοι. Ο Απέργης, ο Μιχάλης, το χωριό...»
Κατσουφιάζω.
«Από που ήρθε τώρα ξαφνικά αυτό;»
Τον ρωτάω ευθέως. Ρουθουνίζει.
«Πήγαινε, σε περιμένουν»
Γιατί αισθάνομαι πως την έχω ξανά ζήσει κάπου αυτήν την σκηνή; Μου γυρίζει την πλάτη.
«Στράτο, περίμενε»
Του το ζητάω ξανά, μα αυτή την φορά αποφασίζει να με αγνοήσει. Αναστενάζω. Που να πάρει, μου τη δίνει που αντιδρά τόσο παιδιάστικα. Τον είχα για πιο ώριμο. Άλλη μια λάθος εκτίμηση λοιπόν. Τέλος πάντων, δεν θα το κυνηγήσω παραπάνω. Ήδη έκανα μια υπέρβαση, δεν θα ρισκάρω ξανά.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now