Μάλλον τα παράτησε

197 27 0
                                    

Μετά από πέντε ημέρες.
Στράτος POV

Βρισκόμαστε μαζί με τον Βάγγο στο χωράφι, φορτώνοντας μπάλες με τριφύλλι στην πλατφόρμα.
«Τι έγινε τελικά με το μαγαζί στην Αθήνα; θα το ανοίξεις;»
Κοκαλώνω, κοιτάζοντας τον σκεπτικός.
«Ποιο μαγαζί;»
«Αυτό που μου είπες ότι θα ανοίξεις κάτω, στην πρωτεύουσα»
Επιμένει να λέει, υπενθυμίζοντας μου την ψεύτικη δικαιολογία που του πέταξα, όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο την τελευταία φορά.
«Α! κατάλαβα....»
Λέω και μετά πιάνω την μπάλα και την πετάω πάνω στην πλατφόρμα.
«Όχι, τελικά δεν θα γίνει»
Δεν ήταν ποτέ να γίνει βασικά. Σκέφτομαι, με την απογοήτευση να με έχει κατακλύσει. Πέρασαν πέντε μέρες και αισθάνομαι σαν την πρώτη μέρα που γύρισα από την Αθήνα. Καμιά αλλαγή, τίποτα το διαφορετικό. Δεν μπορώ να με καταλάβω πια, σαν να είμαι ξένος στο ίδιο μου το σώμα.
«Με τους δικούς σου;»
Με ρωτάει ξαφνικά. Αρπάζω την επόμενη μπάλα.
«Τι;»
Ρωτάω, με την φωνή μου να βγαίνει ζορισμένη, καθώς την πετάω πάνω στην πλατφόρμα.
«Όλα καλά; γιατί ο πατέρας σου είχε πολλά νεύρα όταν έφυγες»
Αφήνω μια ανάσα.
«Ναι, όλα μια χαρά»
Βέβαια, είναι λιγάκι λακωνικός ακόμα, αλλά θα του περάσει, όταν αποφασίσει να τσακωθεί πραγματικά μαζί μου. Η μάνα μου από την άλλη δεν επέμεινε να μάθει την αλήθεια. Ομολογώ ότι αισθάνομαι ανακούφιση με αυτό το γεγονός.
«Φίλε, κάτι έχει αλλάξει με σένα»
Τον λοξοκοιτάζω.
«Σαν τι δηλαδή;»
Αν και έχω επίγνωση σε τι ακριβώς αναφέρεται.
«Δεν ξέρω. Το ύφος σου... τα λόγια σου, η έκφραση σου...»
Λέει, ανασηκώνοντας τους ώμους του. Πετάω την μπάλα πάνω στην πλατφόρμα, στιβάζοντας την μαζί με τις άλλες.
«Δεν ξέρω, πάντως κάτι έχει αλλάξει»
Προσθέτει, σκύβοντας πάνω από μια άλλη μπάλα. Στέκομαι ακίνητος, χαμένος μέσα στις σκέψεις μου.
«Ίσως και να χεις δίκιο»
Λέω τελικά. Γυρίζει ολόκληρος για να με κοιτάξει.
«Τι έγινε εκεί κάτω ρε;»
Με ρωτάει τελικά. Αφήνω μια ανάσα.
«Τίποτα, άστο. Ας συνεχίσουμε την δουλειά μας»
Λέω, αποφεύγοντας να απαντήσω. Τι να του περιγράψω; ότι φίλησα μια γυναίκα που μου αρέσει, και που δεν θα μπορέσω να έχω;
«Καλά ρε φίλε, όπως θέλεις»
Αισθάνομαι ανακούφιση μόλις ακούω την απάντηση του. Γραπώνω την επόμενη μπάλα.

Το ίδιο βράδυ, βρίσκομαι στο μαγαζί μαζί με τον πατέρα μου. Εκείνος ψήνει έξω, ενώ εγώ παίρνω τις παραγγελίες, τρέχοντας ταυτόχρονα και μέσα στην κουζίνα. Δεν ήθελα να φορτώσω την μάνα μου, οπότε της έδωσα ρεπό για απόψε.
«Στράτο, φέρε μια μπύρα»
Φωνάζει ο Νίκος, ο οποίος μόλις έχει μπει μέσα στο μαγαζί. Βγάζω το κεφάλι μου στην άκρη, ίσα ίσα για να βεβαιωθώ ότι είναι αυτός.
«Έρχεται αμέσως»
Λέω και μετά ανοίγω το ψυγείο για να πάρω το μπουκάλι.
«Τι έγινε ρε; που χάθηκες εσύ;»
«Έφυγα για διακοπές στην Αθήνα»
Απαντάω άτονα, αφήνοντας τώρα ανοιγμένη την μπύρα μπροστά του.
«Μην φέρεις ποτήρι»
Μου ζητάει. Κάνω ένα θετικό νεύμα με το κεφάλι.
«Και για πες, πέρασες καλά στην πρωτεύουσα;»
Στέκομαι απέναντι του, διπλώνοντας τα χέρια μου πάνω στον πάγκο.
«Όχι και πολύ»
Τα φρύδια του σμίγουν.
«Τι σημαίνει αυτό ρε φιλαράκι;»
Με ρωτάει, φανερά μπερδεμένος. Το στήθος μου πέφτει απότομα, την στιγμή που απελευθερώνω μια μεγάλη ανάσα από τα χείλη μου.
«Άστο Νίκο, δεν έχει νόημα και να σου εξηγήσω»
Λέω, νιώθοντας το ίδιο βάρος να με πλακώνει από το πρωί. Πέντε μέρες βασικά. Πέντε μέρες και ακόμα αισθάνομαι το ίδιο. Εκείνη τη στιγμή, βλέπω τον πατέρα μου να εμφανίζεται στην είσοδο.
«Ετοίμασε μια ποικιλία για τον πρόεδρο»
Με διατάζει και μετά ξανά φεύγει.
«Μάλιστα κύριε»
Μουρμουρίζω άψυχα, πριν κάνω μεταβολή για να μπω μέσα στην κουζίνα.
«Δεν σας βλέπω και πολύ καλά με τον πατέρα σου»
Ακούω τον Νίκο να μου λέει. Ξεφυσάω.
«Έχει κι αυτός τα δίκια του»
Απαντάω, ενώ ετοιμάζω τον δίσκο για το τραπέζι του προέδρου. Ωραία, μόνο αυτός μου έλειπε για να γίνει χειρότερη η βραδιά μου.
«Κάποιον λάκκο έχει η φάβα»
Σχολιάζει με σκεπτικό ύφος ο Νίκος, μόλις παίρνω το τσίπουρο από το ψυγείο. Τον λοξοκοιτάζω.
«Κάτι έκανες εσύ, δεν μου το βγάζεις από το μυαλό»
Συνεχίζει, πριν τοποθετήσει ένα τσιγάρο στα χείλη του. Επιστρέφω στην κουζίνα, αποφεύγοντας να απαντήσω. Άλλωστε τι να πω; ότι έχει δίκιο; δεν είναι και δύσκολο να το καταλάβει. Σκατά τα έχω κάνει τον τελευταίο καιρό. Κυνηγάω μια αρραβωνιασμένη γυναίκα, μια γυναίκα που δεν μου αξίζει να έχω. Γαμώτο, γιατί με ενοχλεί τόσο πολύ αυτή η σκέψη; Μόλις ετοιμάζω την παραγγελία, παίρνω τον δίσκο στα χέρια μου, ώστε να τον μεταφέρω έξω.
«Άντε, πάνε τώρα στο φιλαράκι σου τον πρόεδρο»
«Με όρεξη ήρθες βλέπω»
Σχολιάζω, ρίχνοντας του μια στιγμιαία ματιά. Έπειτα βγαίνω έξω. Εκείνος κάθεται μαζί με δύο άλλους συν χωριανούς, συζητώντας έντονα για κάτι.
«Ορίστε η παραγγελία σας»
Δεν έχω όρεξη ούτε για να του πάω κόντρα. Αφήνω προσεκτικά τα πιάτα και τα ποτήρια στο τραπέζι του.
«Με εκείνη τη βουλευτίνα τι έγινε ρε Παύλο;»
Τεντώνω τα αυτιά μου. Ο πρόεδρος ξεφυσά.
«Δεν ξέρω ρε Μάκη. Μάλλον θα την παρατήσει την υπόθεση»
Κλείνω στιγμιαία τα μάτια, εξαιτίας της απογοήτευσης που με έχει καταβάλει. Τα παράτησε τελικά.
«Δηλαδή τέλος; πάει η μετεγκατάσταση;»
«Η μετεγκατάσταση θα γίνει, δεν θα το αφήσω στη τύχη του»
Τον επιβεβαιώνει ο πρόεδρος. Επιστρέφω με μεγάλες δρασκελιές στην κουζίνα, σφίγγοντας τον δίσκο στο χέρι μου.
«Τι έγινε ρε; αρπαχτήκατε;»
Με ρωτάει σχεδόν ανήσυχος ο Νίκος. Αισθάνομαι τόσα πολλά ταυτόχρονα. Οργή, φόβο, απογοήτευση, μα αυτό που κυριαρχεί μέσα μου, είναι η θλίψη. Δεν περίμενα να τα παρατήσει. Και αυτό εξαιτίας μου ρε πούστη μου! Αν δεν την είχα στριμώξει τόσο πολύ με το πείσμα μου.... πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες καταλαβαίνω το τι λάθος έχω κάνει. Πως τόλμησα να ξεφύγω έτσι; γιατί της το έκανα αυτό; Τώρα δεν θα την ξαναδώ ποτέ, και αυτό είναι χειρότερο βασανιστήριο.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now