Πως βρέθηκες εσύ εδώ;

183 25 0
                                    


«Πως βρέθηκες εσύ εδώ;»
Τον ρωτάω σοκαρισμένη, πριν κλείσω την πόρτα του γραφείου.
«Παιδεύτηκα λίγο, αλλά τελικά το βρήκα»
Μου απαντάει με εύθυμο τόνο, χαρίζοντας μου ένα συνεσταλμένο χαμόγελο. Συνεχίζω να τον κοιτάζω με αυστηρό ύφος.
«Στράτο, τι δουλειά έχεις στην Αθήνα;»
Τον ρωτάω ευθέως. Με κοιτάζει σαν παιδί, με αυτά τα αμυγδαλωτά του μάτια.
«Ήρθα για κάτι δουλειές, συγκεκριμένα για τον θείο μου»
Η δικαιολογία του δεν μου ακούγεται καθόλου πειστική, το αντίθετο μάλιστα.
«Και στο γραφείο μου τι δουλειά έχεις;»
Ρωτάω, σταυρώνοντας παράλληλα τα χέρια στο στήθος μου.
«Σκέφτηκα πως ήταν μια καλή ευκαιρία να σε δω, αφού κατέβηκα που κατέβηκα....»
Υποστηρίζει, τοποθετώντας τα χέρια στις θηλιές του τζιν του.
«Στράτο, εδώ είναι το γραφείο μου, η δουλειά μου! δεν θέλω να με σχολιάζουν»
Η Βίκυ δουλεύει πολύ καιρό μαζί μου, και ως τώρα δεν της έχω δώσει κανένα δικαίωμα για κουτσομπολιό. Τον βλέπω να μαζεύεται.
«Συγγνώμη, αλλά.... δεν νομίζω ότι έκανα κάτι που θα σε βλάψει. Απλώς ήρθα να ζητήσω την βουλευτή, Ισμήνη Παπακωνσταντίνου»
Μου εξηγεί λιτά, κοιτάζοντας με σαν ένοχο παιδί. Ίσως τον αποπήρα λίγο. Ξεφυσάω.
«Με συγχωρείς. Ήρθα από μια συνάντηση που με τάραξε λίγο και....»
Δεν καταλαβαίνω γιατί του απολογούμαι, αλλά το κάνω. Εκείνος μου χαρίζει άλλο ένα χαμόγελο.
«Δεν χρειάζεται να μου εξηγήσεις. Σε κατάλαβα από την στιγμή που μπήκες»
Σηκώνω δειλά τα μάτια μου στο πρόσωπο του. Τόσο πολύ φαίνεται η διάθεση μου λοιπόν;
«Δεν το είπα για να σε ρίξω ακόμα περισσότερο»
Προσθέτει, προσπαθώντας να ακουστεί μάλλον αστείος. Αφήνω μια ανάσα.
«Αν θέλεις να φύγω πάντως....»
Συνεχίζει, χωρίς να μου δίνει το περιθώριο να σκεφτώ.
«Όχι, εντάξει. Δεν υπάρχει πρόβλημα, κάθισε»
Του δείχνω την καρέκλα απέναντι από την έδρα μου.
«Ευχαριστώ»
Αποκρίνεται καθώς εγώ κάνω τον κύκλο.
«Μ' αυτά και μ' αυτά, δεν σε ρώτησα, θέλεις καφέ;»
«Όχι, είμαι απολύτως εντάξει»
Απαντάει, χαρίζοντας μου μαζί και ένα χαμόγελο. Κάθομαι στην δερμάτινη καρέκλα μου, με εκείνον να με μιμείται.
«Έγινε τίποτα στο χωριό;»
Τον ρωτάω. Μια σκιά ειρωνείας εμφανίζεται στο πρόσωπο του.
«Αν αναφέρεσαι στο θέμα της μετεγκατάστασης... τα πράγματα παραμένουν ως έχει»
Με ενημερώνει, κοιτώντας με απευθείας στα μάτια. Κουνάω θετικά το κεφάλι μου.
«Μάλιστα, δηλαδή ο πρόεδρος επιμένει»
«Όχι μόνο επιμένει, αλλά έχει πείσει και το μισό χωριό»
Απαντάει, δείχνοντας απόλυτα σοβαρός. Ανάθεμα! πόσο καιρό έλειπα και έγινε αυτό;
«Πως συνέβη αυτό;»
Αναρωτιέμαι.
«Νομίζω πως κάποιοι το είχαν ήδη μέσα στο μυαλό τους, απλά έλειπε το φιτίλι για να πυροδοτήσει αυτήν την ιδέα»
Απαντάει, ανασηκώνοντας ταυτόχρονα τους ώμους του.
«Δεν θέλει και πολύ να πείσεις ένα χωριό. Οι περισσότεροι σκέφτονται το συμφέρον τους, και αν το συνδυάσεις αυτό με ένα καλό κόλπο, τότε τους έχεις ρίξει....»
Το επιχείρημα του έχει μια λογική, μια βάση για την ακρίβεια. Ακουμπάω στην πλάτη της καρέκλας μου.
«Εγώ πάντως επιμένω ότι υπάρχουν κι άλλες λύσεις εκτός της μετεγκατάστασης»
Προσθέτει. Ακουμπάω τα χέρια μου πάνω στην έδρα.
«Από τότε που σε άκουσα να μιλάς στο πολύκεντρο, άρχισα να πιστεύω κι εγώ το ίδιο»
Του αποκαλύπτω με χαμηλή, σταθερή φωνή. Η αλήθεια είναι πως με επηρέασε περισσότερο η αποκάλυψη της μητέρας μου, για αυτό που συνέβη τότε με τον πατέρα μου. Η έκπληξη ζωγραφίζεται σε δευτερόλεπτα στην έκφραση του.
«Σου άλλαξα γνώμη δηλαδή;»
Ένα χαμόγελο παιχνιδίζει ξανά στα χείλη του.
«Κάπως έτσι»
Απαντάω, διατηρώντας την σοβαρή μου έκφραση. Με κοιτάζει με μια ζεστή ματιά, και το χαμόγελο εμφανίζεται καθαρά τώρα στο πρόσωπο του.
«Ξέρεις, όση ώρα οδηγούσα, δεν έβλεπα την ώρα να σε δω»
Με ενημερώνει, με την χροιά του να προδίδει την παιδιάστικη χαρά του. Ομολογώ πως δεν συμμερίζομαι την διάθεση του, και δεν μπορώ κιόλας να την ερμηνεύσω με την δική μου λογική.
«Νόμιζα ότι κατέβηκες για δουλειές»
«Ναι, αλλά αυτό δεν μου απαγορεύει να σε σκέφτομαι»
Απαντάει, ανασηκώνοντας εύθυμα τα φρύδια του. Διασκεδάζει μάλλον με όλο αυτό.
«Λυπάμαι αλλά δεν συμμερίζομαι την διάθεση σου. Έχω πολλά προβλήματα στο κεφάλι μου τα οποία πρέπει να λυθούν»
«Σχετικά με το χωριό εννοείς;»
Με ρωτάει αμέσως, δείχνοντας να προβληματίζεται. Ξεφυσάω.
«Είναι πολλά, και μέσα σε αυτό το κουβάρι είναι και το χωριό»
Απαντάω, χωρίς να κρύβω την ένταση από την χροιά μου. Εκείνος κουνάει καταφατικά το κεφάλι του, χαμηλώνοντας παράλληλα τα μάτια του στο πάτωμα.
«Αν χρειάζεσαι πάντως κάπου βοήθεια, να ξέρεις πως είμαι διαθέσιμος ανά πάσα ώρα και στιγμή»
Με ενημερώνει, με απόλυτα σοβαρό ύφος. Παίρνω μια ανάσα.
«Σ' ευχαριστώ, αλλά δεν νομίζω ότι θα μου χρειαστείς. Τουλάχιστον όχι τώρα»
Αποκρίνομαι, ανακτώντας ξανά την επαγγελματική μου διάθεση. Θα βρω την άκρη και θα την βρω μόνη μου, όπως κάνω πάντα.
«Με θέλεις τίποτα άλλο;»
Τον ρωτάω. Παρατηρώ τα φρύδια του να σουφρώνουν.
«Πιστεύω πως όχι»
«Ωραία, θα σε παρακαλούσα τότε να πηγαίνεις. Έχω δουλειά να κάνω»
Λέω, ανακατεύοντας κάποια χαρτιά πάνω στο γραφείο μου. Εκείνος μένει για λίγο μαρμαρωμένος, μέχρι που τελικά σηκώνεται από την καρέκλα.
«Ωραία, αυτήν εδώ όμως....»
Λέει και αρπάζει μια κάρτα μου.
«Θα την κρατήσω, για ευνόητους λόγους»
Συμπληρώνει την πρόταση του. Το βλέμμα μου σκαρφαλώνει γρήγορα στο πρόσωπο του.
«Γειά»
Λέει και μου κλείνει το μάτι. Πριν προλάβω να αρθρώσω έστω και μισή λέξη, εκείνος έχει ήδη φύγει από το γραφείο. Αναστενάζω, χώνοντας τα δάχτυλα στα μαλλιά μου. Έχω πολλά περισσότερα να τακτοποιήσω τελικά.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now