Πότε θα σε ξαναδώ;

236 30 0
                                    

Στράτος POV

Η προηγούμενη νύχτα πέρασε περίεργα στο μαγαζί. Ο πατέρας μου ούτε που με κοίταζε, με αποτέλεσμα να με κάνει να αισθανθώ ακόμα πιο χάλια από ότι είμαι ήδη. Είναι πολύ να μου κρατάει μούτρα ο πατέρας μου. Δεν ήθελα να τον ρεζιλέψω, ούτε να δημιουργήσω φασαρίες από εκεί που δεν υπάρχουν. Τώρα κάθομαι στο μπαρ, ανακατεύοντας τον φραπέ μου με το καλαμάκι. Αυτές οι σκέψεις με βασανίζουν από εχθές, για αυτό δεν έκλεισα μάτι. Τρίβω το μέτωπο μου, νιώθοντας τα μηνίγγια μου έτοιμα να σπάσουν.
«Καλημέρα»
Αρχικά νομίζω πως ίσως παράκουσα, μόλις όμως σηκώνω το κεφάλι και την βλέπω, συνειδητοποιώ ότι δεν τρελάθηκα ακόμη.
«Γειά»
Λέω σιγανά. Είναι περίεργο που σκέφτομαι ότι μοιάζει με άγγελο; ειδικά έτσι όπως την λούζει το πρωινό φως; Με σταθερό βηματισμό, έρχεται κοντά μου.
«Μπορώ να καθίσω;»
Ένα στραβό χαμόγελο απλώνεται αυτόματα στα χείλη μου.
«Δεν υπάρχει λόγος να μου το ρωτάς αυτό»
Λέω, ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους μου. Την παρατηρώ να τραβάει τον σκαμπό, ώστε να καθίσει απέναντι μου.
«Ήθελα να σε δω πριν φύγω»
Και όλη μου η χαρά γκρεμίζεται μέσα σε δευτερόλεπτα.
«Πριν φύγεις;»
Επαναλαμβάνω. Εκείνη περνάει μια καστανή τούφα πίσω από το αυτί της.
«Ναι»
Ασυναίσθητα σφίγγω τις γροθιές μου.
«Μάλιστα...»
Δεν ξέρω βασικά τι να πω. Μόλις που ήρθε και μόλις που θα φύγει. Και ήμουν τόσο χαρούμενος τώρα που την είδα. Την κοιτάζω με απόλυτα σοβαρό ύφος.
«Πολύ ξαφνική η απόφαση σου»
«Έχω να τακτοποιήσω κι άλλα θέματα κάτω, στην Αθήνα»
Με ενημερώνει, με τα χέρια της ενωμένα πάνω στον πάγκο. Σωστά, η ζωή της δεν είναι εδώ. Γιατί εκπλήσσομαι τόσο πολύ; αφού ήταν αναμενόμενο ότι θα φύγει κάποια στιγμή.
«Μήπως φταίω εγώ;»
Η ερώτηση βγαίνει εντελώς αυθόρμητα από τα χείλη μου. Τα φρύδια της σουφρώνουν.
«Φυσικά κι όχι. Πως σου ήρθε αυτό;»
Με ρωτάει, με φανερή άνεση. Ανασηκώνω τους ώμους μου.
«Ήθελα απλά να σιγουρευτώ»
Απαντάω, νιώθοντας ξαφνικά άβολα. Ίσως ακουστεί ανόητο, αλλά... την είχα συνηθίσει. Ιδιαίτερα μετά από τον Άη Γιώργη... δεν ξέρω. Μάλλον ήρθα πιο κοντά της.
«Η πληγή σου; είναι εντάξει;»
Με ρωτάει ξαφνικά. Την κοιτάζω.
«Ναι»
Απαντάω αδιάφορα. Μακάρι να ήταν αυτό το πρόβλημα μου τώρα.
«Επιμένω ότι έκανες καλά που....»
«Πότε θα σε ξαναδώ;»
Οι λέξεις βγαίνουν εντελώς αυθόρμητα από το στόμα μου, προκαλώντας ένα ρίγος φόβου στην ραχοκοκαλιά μου, επειδή δεν ξέρω τι απάντηση θα λάβω. Τα γαλανά της μάτια με ατενίζουν με έκπληξη. Τελικά την βλέπω να κατεβάζει το κεφάλι της.
«Δεν ξέρω ούτε εγώ»
Απαντάει χαμηλόφωνα. Δεν μπορώ να κρύψω την απογοήτευση μου. Για λίγο το σκέφτομαι, μέχρι που μου ξεφεύγει.
«Τότε θα κατέβω εγώ»
Σηκώνει απότομα το κεφάλι της για να με ξανά κοιτάξει. Με την διαφορά ότι η έκφραση της τώρα δηλώνει σοκ.
«Να κατέβεις να κάνεις τι;»
Με ρωτάει. Θεέ μου, ακόμη και όταν τσιτώνεται, είναι όμορφη!
«Να σε βρω»
Απαντάω λιτά. Κι αυτή είναι η στιγμή που καταλαβαίνω πως αυτή η γυναίκα με ελέγχει. Ίσως να μην το καταλαβαίνει η ίδια, όμως εγώ αυτό νιώθω.
«Στράτο, δεν έχεις λόγο να το κάνεις αυτό»
Ανταπαντά, μα δεν μου προκαλεί έκπληξη. Κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου. Τι να της πω λοιπόν; ότι σκοπεύω να κατέβω για χάρη της; ότι θέλω να είμαι κοντά της, και δεν ξέρω το γιατί;
«Έχεις δίκιο, παρασύρθηκα από τις σκέψεις μου»
Δικαιολογούμαι, χαρίζοντας της ένα αδύναμο χαμόγελο. Τα γαλανά της μάτια ανεβαίνουν γρήγορα στα δικά μου, κοιτάζοντας με σχεδόν παρακλητικά.
«Θα μου κάνεις μια χάρη;»
Με ρωτάει.
«Όσες θέλεις»
Απαντάω με σιγουριά, ενώ πιάνω τον εαυτό μου να χάνεται μέσα στα μάτια της.
«Θέλω να προσέχεις, και να μην μπλέξεις σε φασαρίες με τον Απέργη»
Το τελευταίο ειδικά με σοκάρει. Νοιάζεται τόσο πολύ για την ασφάλεια μου λοιπόν; Χαμογελάω.
«Δεν σου εγγυώμαι πολλά, αλλά θα το προσπαθήσω»
Απαντάω με πιο εύθυμο τόνο, να ελαφρύνω και λίγο την ατμόσφαιρα ανάμεσα μας. Εκείνη δείχνει να ανακουφίζεται.
«Ωραία»
Μουρμουρίζει, κι έπειτα κατεβαίνει από τον σκαμπό της.
«Πιστεύω ότι θα τα ξαναπούμε σύντομα»
Λέει ψυχρά, χωρίς να χάνει οπτική επαφή μαζί μου. Της χαρίζω άλλο ένα χαμόγελο.
«Το ελπίζω»
Το εύχομαι δηλαδή. Δεν θα ήθελα να είναι αυτή η τελευταία μας συνάντηση. Σηκώνομαι από την θέση μου για να κάνω τον κύκλο και να την πλησιάσω.
«Λοιπόν, δεσποινίς Παπακωνσταντίνου, χάρηκα για την πρωτότυπη γνωριμία μας»
Λέω ενώ απλώνω το χέρι μου. Ένα αχνό χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπο της.
«Κι εγώ χάρηκα»
Λέει και το δέρμα της ενώνεται με το δικό μου. Δεν μπορώ να αγνοήσω το απαλό μυρμήγκιασμα που αισθάνομαι στο χέρι μου, από το άγγιγμα της. Ασυναίσθητα, την σφίγγω λίγο παραπάνω, ενώ παράλληλα νιώθω την ανάσα μου να λιγοστεύει.
«Να προσέχεις»
Μου επαναλαμβάνει. Γιατί το λέει συνέχεια αυτό; τόσο πολύ με φοβάται;
«Κι εσύ»
Της ζητάω. Δεν νομίζω να έχω νιώσει πιο περίεργα στην ζωή μου. Σαν να με έχει τυλίξει ένα πέπλο θλίψης, σαν να χάνω κάτι δικό μου. Το χέρι της ξεγλιστρά από το δικό μου, καθώς κάνει ένα βήμα πίσω.
«Καλό ταξίδι»
Της εύχομαι. Μου χαμογελάει.
«Αντίο»
Λέει και μετά φεύγει με μεγάλες δρασκελιές. Στέκομαι ακίνητος, να παρακολουθώ τον άγγελο με τα καστανά μαλλιά να απομακρύνεται. Ίσως έκανα λάθος τελικά, δεν έπρεπε να την αφήσω να φύγει. Σφίγγω το χέρι στο οποίο μόλις με άγγιξε, νιώθοντας την παλάμη μου να καίει. Κάτι μέσα στο κεφάλι μου με προκαλεί να κάνω μια τρέλα. Ανασαίνω βαθιά καθώς κάνω μεταβολή για να μπω μέσα στην κουζίνα.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now