Το χωριό έχει μείνει πίσω

316 39 4
                                    

Στράτος POV

«Αχ! σιγά ρε μάνα!»
Παραπονιέμαι, την στιγμή που νιώθω τα δάχτυλα της να πιέζουν παραπάνω από όσο πρέπει το ηλιοκαμένο μου δέρμα. Κάθομαι εδώ και μια ώρα στην καρέκλα και πραγματικά κοντεύει να με πεθάνει!
«Αμάν βρε Στράτο! Πόσες φορές σου έχω πει να βάζεις αντηλιακό πριν πας στο χωράφι;»
«Χιλιάδες»
Απαντάω μονολεκτικά.
«Ναι, και εσύ κάθε φορά κάνεις το ίδιο! Αφού ξέρεις ότι το δέρμα σου είναι ευαίσθητο»
Λέει ενώ απλώνει κι άλλο γιαούρτι στην πλάτη μου. Θεέ μου, δεν νομίζω ότι έχω πονέσει ξανά τόσο πολύ στην ζωή μου. Βασικά κάθε καλοκαίρι τα ίδια τραβάω. Καλά μου λέει η μάνα πως είμαι ξεροκέφαλος. Κοιτάζω έξω, στο τραπέζι του προέδρου.
«Ποιους μας κουβάλησε πάλι ο Ευαγγελάτος;»
Ρωτάω κοροϊδευτικά. Η μάνα μου με χτυπάει απαλά στο μπράτσο, κάνοντας με να τιναχτώ από τον πόνο.
«Αου!»
«Σσσς! έτσι και σε ακούσει ο Παύλος....»
Αφήνω ένα επιφώνημα ειρωνείας.
«Τι θα με κάνει; θα με ακυρώσει στις επόμενες εκλογές;»
Δεν τον χώνεψα ποτέ αυτόν τον άνθρωπο, άσε που από τότε που βγήκε πρόεδρος, δεν έχει κάνει τίποτα σωστό στον τόπο. Πέντε ταμπέλες έκανε, σκέπασε και μερικούς δρόμους, και αυτό ήταν.
«Έλα βρε Στράτο, μην είσαι εριστικός»
Με επιπλήττει.
«Εντάξει, καλά, δεν σου τον θίξαμε κιόλας»
«Αυτός τουλάχιστον έκανε και κάτι, οι προηγούμενοι τι έκαναν; τίποτα!»
«Τι έκανε μωρέ μάνα; επειδή έκλεισε δύο λακκούβες; σιγά! αυτό κι εγώ μπορώ να το κάνω»
Αποκρίνομαι λιγάκι πιο φωναχτά από όσο θα πρεπε, με αποτέλεσμα να τραβήξω την προσοχή κάποιον από το τραπέζι του προέδρου. Μέσα σε αυτούς, ανήκει και η μοναδική γυναίκα που κάθεται ανάμεσα τους. Δύο γαλανά μάτια που με κοιτάζουν με περιέργεια, πριν επιστρέψουν τελικά στον άλλον.
«Μίλα πιο σιγά βρε, θα μας κάψεις!»
«Προς το παρόν μόνο εγώ κάηκα»
Απαντάω περιπαιχτικά. Τα μάτια μου δεν την αποχωρίζονται για κάποιον λόγο, και μάλιστα τώρα αισθάνομαι περίεργος.
«Να σου πω ρε μάνα, ποια είναι αυτή που κάθεται μαζί τους;»
Την ρωτάω, υποκύπτοντας στην περιέργεια μου.
«Βουλευτίνα είναι, και μάλιστα πολύ γνωστή. Από εδώ είναι η καταγωγή της, από την πόλη συγκεκριμένα»
Ορίστε, ακόμα δεν ήρθε η κοπέλα και η μάνα μου της έχει βγάλει ολόκληρο βιογραφικό.
«Πότε πρόλαβες και της πήρες συνέντευξη ρε μάνα;»
«Καλέ, η Πίτσα μου τα λεγε το μεσημέρι»
Ναι, ξέρω, η μάνα μου δεν ψάχνει τα κουτσομπολιά, εκείνα πέφτουν πάνω της. Παίρνω μια ανάσα.
«Όμορφη είναι πάντως, ε;»
Με στραβοκοιτάζει.
«Μήπως σου γυάλισε κιόλας αγόρι μου;»
Ρουθουνίζω ειρωνικά.
«Να σου πω την αλήθεια, δεν θα με χάλαγε να τα φτιάξω με βουλευτίνα. Ξέρεις πόσα λεφτά βγάζει αυτή την ημέρα; περισσότερα από όσα βγάζω εγώ σε έναν χρόνο»
Για να μην πω όλοι μας μαζί. Διπλώνω τα χέρια στην ράχη της καρέκλας και στηρίζω το πιγούνι μου πάνω τους. Πράγματι, είναι όμορφη. Με μακριά καστανά μαλλιά, και υπέροχα γαλάζια μάτια. Απορώ πως μπλέχτηκε με την πολιτική, και μάλιστα με εμάς τους τρελούς. Ανάθεμα αν έβγαλε άκρη σήμερα στο συνέδριο. Ξαφνικά, την βλέπω να σηκώνεται από την θέση της, και να μπαίνει μέσα στο μαγαζί. Αυτόματα ισιώνω την πλάτη μου.
«Εμ, συγγνώμη, οι τουαλέτες που βρίσκονται;»
«Εδώ στο βάθος κορίτσι μου»
Της απαντάει με ζεστασιά η μάνα μου. Εκείνη της χαμογελάει ευγενικά.
«Σας ευχαριστώ»
Πάει να φύγει, αλλά ξαφνικά κοντοστέκεται, κοιτώντας εμένα.
«Με όλο το θάρρος, είστε καλά;»
Γαμώτο, σε μένα μιλάει. Ξεροκαταπίνω.
«Ναι, μια χαρά»
«Αφήστε τα, κάθε χρόνο τέτοια εποχή τα ίδια έχουμε. Πάει στο χωράφι, δεν βάζει αντηλιακό, και μετά όλο το βράδυ βογκάει από το τσούξιμο»
Φυσικά η μάνα μου δεν χάνει ευκαιρία να με κατηγορήσει στον ξένο κόσμο.
«Ρε μάνα»
Μουρμουρίζω, ρίχνοντας της ένα απελπισμένο βλέμμα. Προς έκπληξη μου, ακούω την γαλανομάτα να γελάει σιγανά.
«Ώστε έχετε δικά σας χωράφια;»
Τώρα συγγνώμη, μας παίρνει συνέντευξη η είναι ιδέα μου;
«Χρόνια τώρα, από πάππου προς πάππου»
Απαντάω, ανεμίζοντας αδιάφορα το χέρι μου.
«Αλήθεια, είστε ικανοποιημένοι από τον πρόεδρο; από το πως χειρίζεται τουλάχιστον το θέμα της μετεγκατάστασης;»
Δεν περίμενα να μας κάνει τόσο ξεκάθαρα αυτήν την ερώτηση. Αν και έχω την παρόρμηση να κοιτάξω την μάνα μου για να επιβεβαιωθώ, τελικά παίρνω το ρίσκο και απαντάω.
«Όχι»
Η μάνα μου με σκουντάει διακριτικά στην πλάτη, κάτι που με κάνει σε δευτερόλεπτα να τιναχτώ.
«Αου!»
Διαμαρτύρομαι.
«Ο λόγος;»
Θέλει και ολόκληρη εξήγηση. Σωστά, διαφορετικά δεν θα μπορέσει να βγάλει ένα σωστό συμπέρασμα.
«Θα σας το πω απλά, από τότε που ξεκίνησε το θέμα με την μετεγκατάσταση του χωριού, όλα έμειναν πίσω»
Ξεκινάω να λέω. Αν και δεν την βλέπω, μπορώ να καταλάβω ότι η μάνα μου ψάχνει τρόπο για να με σταματήσει.
«Τι εννοείται; σε τι ακριβώς έμεινε πίσω το χωριό;»
«Σε όλα! σε δουλειά, στον αγροτικό τομέα. Να φανταστείτε στο σχολείο τα περισσότερα παιδιά πλέον δεν είναι του χωριού, αλλά παιδιά αλλοδαπών. Όχι ότι με πειράζει, απλά προσπαθώ να σας δώσω μια εικόνα για να καταλάβετε πως έχει το πράγμα»
«Και θεωρείτε ότι για αυτό ευθύνεται ο πρόεδρος του χωριού;»
Ωραία ερώτηση, και θα μπορούσα πολύ άνετα να κατηγορήσω μόνο τον κύριο ψιλομύτη, αλλά αποφασίζω να γίνω πιο αντικειμενικός.
«Όχι μόνο αυτός, φταίμε όλοι, και κυρίως η νεολαία. Εδώ να φανταστείτε ότι έχουμε πρόβλημα με το δίκτυο ύδρευσης, και επειδή κόλλησαν στην ιδέα της μετεγκατάστασης, το έχουν αφήσει πίσω, λες και το νερό δεν είναι κάτι το απαραίτητο»
Αν με αφήσει μπορώ να πω κι άλλα, τώρα ειδικά που δεν μας ακούει και κανένας άλλος. Ρίχνω μια ματιά πίσω της, για να δω τον πρόεδρο να μας πλησιάζει.
«Τι έγινε; τι λέτε εδώ με τον Στράτο μας;»
Βέβαια, τώρα προκειμένου να κάνει τον καλό, είναι ικανός ακόμα και να με διορίσει στο δημόσιο.
«Έκανα απλά κάποιες γενικές ερωτήσεις»
«Τέλος πάντων, ο κύριος Ανδρεάδης πρότεινε να επιστρέψετε στην πόλη. Θα τον ακολουθήσετε;»
Την ρωτάει, εστιάζοντας όλη του την προσοχή επάνω της.
«Ναι, η αλήθεια είναι πως αισθάνομαι λιγάκι εξαντλημένη από την σημερινή μέρα»
Του εξομολογείται με ανέκφραστο ύφος. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να με φοβίζει αυτή η να με κάνει να την συμπαθήσω, πάντως τον έχει του χεριού της τον μαλάκα τον πρόεδρο.
«Ωραία, τότε θα τα ξανά πούμε σε δύο μέρες»
Λέει και έπειτα πιάνει το χέρι της για να φιλήσει την ανάστροφη της παλάμης της.
«Χάρηκα για την γνωριμία και καλή σας συνέχεια»
«Επίσης»
Του αποκρίνεται ενώ τραβάει διακριτικά το χέρι της. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένα χαμόγελο ικανοποίησης ανεβαίνει αβίαστα στο πρόσωπο μου. Τα γαλανά της μάτια εστιάζουν επάνω μας τώρα.
«Σας ευχαριστώ»
Κάνω απλά ένα νεύμα με το κεφάλι μου. Μόλις φεύγει από το μαγαζί, ο Παύλος μας φωνάζει από την είσοδο.
«Φέρε άλλο ένα τσίπουρο Ευγενία»
Κοιτάζω την μάνα μου.
«Τρέχα τώρα, μη χάσεις τον καλό τον πελάτη»
Πετάω ειρωνικά. Παραδόξως δεν σχολιάζει κάτι, απλά κουνάει το κεφάλι της και φεύγει.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now