Πήγαινες γυρεύοντας

222 24 2
                                    

Την επόμενη μέρα.
Ισμήνης POV

Αισθάνομαι τόσο νευρική, σαν να κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Τρίβω το μπράτσο μου. Από την ώρα που ήρθε στο γραφείο, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Είπε ότι θα έφευγε, μα τώρα απ' ότι κατάλαβα, πείσμωσε. Τόσα ανάμεικτα συναισθήματα μέσα μου. Ανακούφιση και πανικός συνδυάζονται, προκαλώντας μου σύγχυση.
«Είσαι εδώ Ισμήνη;»
Ξαφνικά βγαίνω έξω από κάθε σκέψη που με βασανίζει, για να επανέλθω στο παρόν, και στο σπίτι της μάνας μου.
«Συγγνώμη, τι λέγαμε;»
Την ρωτάω. Αφήνει έναν αναστεναγμό εξάντλησης.
«Είναι η τέταρτη φορά που σε πιάνω αφηρημένη σήμερα. Τι έγινε; εσένα συνήθως δεν σου ξεφεύγει τίποτα»
Αν συνεχίσω να συμπεριφέρομαι τόσο παράξενα, στο τέλος θα με καταλάβει, και δεν ξέρω αν είμαι σε θέση να της δώσω εξηγήσεις. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου.
«Δεν ξέρω, δεν ξύπνησα και με πολύ όρεξη»
Δικαιολογούμαι, αν και εδώ υπάρχει μια δόση αλήθειας.
«Μήπως υπάρχει κάποια εξήγηση για αυτό;»
Με ρωτάει, με το συνηθισμένο καχύποπτο ύφος της γιατρού. Σηκώνω στιγμιαία τα μάτια μου στον ουρανό.
«Ίσως φταίει το γεγονός ότι είμαι κουρασμένη;»
Με κοιτάζει με τόση σιγουριά, αμφισβητώντας με ξεκάθαρα με το βλέμμα της.
«Υπήρξες κι άλλες φορές στο παρελθόν κουρασμένη, αλλά ποτέ αφηρημένη. Τι έχει αλλάξει λοιπόν τώρα;»
Με έχει στριμώξει στον τοίχο και μου εκτοξεύει συνεχώς ερωτήσεις. Τι να προλάβω να απαντήσω; και τι ακριβώς να πω;
«Ωραία, αφού δεν μου λες... θα το φτάσω στο άλλο άκρο....»
Πετάει ξαφνικά, προκαλώντας μου έκπληξη. Με κοιτάζει σταθερά, με τα γαλανά της μάτια να μην φανερώνουν τίποτα.
«Μήπως εκεί πάνω συνέβη κάτι άλλο;»
Τα χείλη μου συσπώνται.
«Σαν τι άλλο να συνέβη;»
«Ξέρω και γω; Την μία μου ανακοινώνεις ότι θέλεις να παραιτηθείς από την υπόθεση, την άλλη σου μιλάω και εσύ βρίσκεσαι αλλού....»
Ανασηκώνει ανήξερη τους ώμους της.
«Έχει συμβεί κάτι εκεί πάνω για το οποίο θα έπρεπε να γνωρίζω;»
Συνεχίζει να με στριμώχνει. Ξεροκαταπίνω.
«Τίποτα δεν έχει συμβεί»
«Ισμήνη!»
Σχεδόν με μαλώνει. Πιέζω τα χείλη μου.
«Γιατί μου κάνεις όλες αυτές τις ερωτήσεις τώρα; τι υποψιάζεσαι;»
Με κοιτάζει ανέκφραστη, με το κεφάλι ελαφρώς καμπυλωμένο στο πλάι.
«Ότι μπορεί να υπήρξε κάποιο φλερτ με τον πρόεδρο του χωριού»
Δεν ξέρω αν θέλω να την διαψεύσω, η να γελάσω με την δήλωση της. Ένα ειρωνικό επιφώνημα μου ξεφεύγει.
«Σίγουρα θα ήμουν πολύ ανόητη αν κεράτωνα τον Μιχάλη με κάποιον σαν τον Απέργη»
Αποκρίνομαι αυθόρμητα, κάνοντας τώρα την δική μου δήλωση. Την παρακολουθώ να ανασηκωνει το καλοσχηματισμένο της φρύδι.
«Τότε υπάρχει κάποιος άλλος»
«Μαμά, τι έχεις πάθει; γιατί επιμένεις σε κάτι που δεν είναι αλήθεια;»
Η αντίδραση μου είναι εντελώς ασυναίσθητη, και δεν μπορώ να καταλάβω καν από που μου βγήκε κιόλας όλο αυτό.
«Ισμήνη, είσαι κόρη μου. Σε καταλαβαίνω καλύτερα από ότι καταλαβαίνεις εσύ η ίδια τον εαυτό σου»
Η τελευταία της πρόταση με αφήνει άναυδη.
«Επιμένεις σε κάτι ανύπαρκτο λοιπόν»
Συνεχίζω να της πηγαίνω κόντρα.
«Επιμένω σε αυτό που βλέπω. Και αυτή τη στιγμή, δεν βλέπω την ίδια Ισμήνη που άφησα, πριν φύγει σε εκείνο το κατσικοχώρι»
Να πάρει, θα αρχίσω να πιστεύω ότι μπορεί να διαβάσει τις σκέψεις μου. Ο ήχος του τηλεφώνου μου, ακούγεται σαν σωτηρία αυτή τη στιγμή. Το βγάζω από την τσάντα μου, και χωρίς να κάνω τον κόπο να κοιτάξω την οθόνη, το ακουμπάω στο αυτί μου.
«Ναι;»
«Ισμήνη, μπορείς να έρθεις από το γραφείο;»
Κατσουφιάζω με το αίτημα της.
«Γιατί; έγινε κάτι;»
«Σε ζητάει ένας κύριος. Το όνομα του είναι Στράτος Αθανασιάδης»
Δεν το πιστεύω! Νόμιζα ότι μετά την προηγούμενη του επίθεση, δεν θα τολμούσε να εμφανιστεί ξανά στο γραφείο μου. Γαμώτο, αυτός ο άντρας έχει θράσος! Σφίγγω τα δόντια, προσπαθώντας να καλύψω την ένταση μου.
«Έρχομαι από κει»
Της ανακοινώνω και μετά τερματίζω την κλήση.
«Που πας;»
Με ρωτάει η μάνα μου, φανερά σοκαρισμένη. Κρεμάω την τσάντα στον ώμο μου.
«Έχω μια σημαντική υπόθεση να λύσω»
Δεν μπορώ να κρύψω τον θυμό μου. Ειλικρινά, αυτός ο άντρας κατάφερε να με φέρει εκτός ορίων, κάτι που δεν μου έχει συμβεί ποτέ ξανά ως τώρα. Θεέ μου, φοβάμαι να χάσω τον έλεγχο, πόσο μάλλον με κάποιον που δεν αναγνωρίζει τα όρια του. Σηκώνομαι από τον καναπέ, με την μάνα μου να με μιμείται.
«Ισμήνη...»
Στρέφω τα μάτια μου επάνω της.
«Πρόσεχε, σε παρακαλώ. Δεν προσπαθώ να σε κρίνω, αλλά να σε βοηθήσω»
Λέει, με την συμπόνια ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. Μαλακώνω απέναντι της.
«Όλα είναι καλά»
Την διαβεβαιώ, αν και δεν το αισθάνομαι ούτε στο ελάχιστο.
«Μακάρι»
Λέει απλά. Με ένα τελευταίο νεύμα του κεφαλιού μου, πλησιάζω στην είσοδο του σπιτιού. Σήμερα θα ξεκαθαρίσουν όλα.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now