Ήρθα να σε αποχαιρετήσω

172 26 0
                                    

Ισμήνης POV

«Καλήμερα Βίκυ»
Λέω ενώ κατευθύνομαι στο γραφείο μου.
«Καλημέρα Ισμήνη»
Αποκρίνεται, χαρίζοντας μου ένα αστραφτερό χαμόγελο.
«Φτιάχνω καφέ και έρχομαι να σου πω»
Με ενημερώνει και μετά φεύγει προς το κουζινάκι. Αφήνω την τσάντα μου πάνω στην έδρα. Φοβάμαι πως έχει να μου πει πολλά σήμερα η Βίκυ. Πριν προλάβω να πάρω την επόμενη μου ανάσα, ακούγεται το κουδούνι. Βγαίνω από το γραφείο μου, την ίδια ώρα που βγαίνει και η Βίκυ από την κουζίνα.
«Άσε Βίκυ, ανοίγω εγώ»
Την καθησυχάζω. Με ένα νεύμα του κεφαλιού της, επιστρέφει μέσα στο μικρό δωμάτιο. Πηγαίνω στην είσοδο και ανοίγω την πόρτα, χωρίς να κάνω τον κόπο να κοιτάξω το ματάκι. Μόλις τον βλέπω μπροστά μου, αισθάνομαι τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου.
«Ομολογώ πως.... δεν περίμενα να μου ανοίξεις εσύ»
Λέει, με ειλικρινές ύφος. Αμέσως τον σπρώχνω έξω, αφήνοντας μισάνοιχτη την πόρτα πίσω μου.
«Τι κάνεις πάλι εδώ; θες να με κάψεις;»
Η αγωνία, ο φόβος και ο θυμός με έχουν καταβάλει. Ειλικρινά πλέον με έχει κάνει να αισθάνομαι ανασφάλεια, ακόμα και με τον ίδιο μου τον εαυτό.
«Ήρθα να μιλήσουμε για τελευταία φορά»
Πεταρίζω για λίγο τα βλέφαρά, προσπαθώντας να καταλάβω τα λόγια του.
«Τι εννοείς με αυτό;»
Τον ρωτάω σιγανά. Με κοιτάζει για λίγο σιωπηλός, σαν να με εξετάζει ίσως.
«Σε λίγο θα επιστρέψω στο χωριό, και....»
Ξεκινάει να λέει, τοποθετώντας τα χέρια στις τσέπες του τζιν του.
«Δεν ήθελα να φύγω με τον φόβο πως δεν είμαστε καλά μεταξύ μας»
Συμπληρώνει, χωρίς να χάνει το βλέμμα μου από το δικό του. Ομολογώ ότι αισθάνομαι κάπως περίεργα. Από την μία νιώθω ανακούφιση, και από την άλλη.... Θεέ μου, σκέφτομαι ανοησίες.
«Ίσως να μην ξανά συναντηθούμε»
Τα λόγια του μου τραβούν για τα καλά την προσοχή.
«Δεν έπρεπε να έρθεις εξαρχής εδώ»
Και ξαφνικά αυτή μου η παρατήρηση ακούγεται τόσο γελοία στα αυτιά μου.
«Εγώ δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή»
Μου εξομολογείται, με απόλυτα σοβαρό ύφος. Άθελά μου, τα χείλη μου συσπώνται από την έκπληξη που μου προκάλεσε με τα λόγια του.
«Πήγαινε εκεί που ανήκεις Στράτο»
Η φωνή μου βγάζει κάτι το ικετευτικό ξαφνικά. Ανοιγοκλείνει δυο φορές τα βλέφαρά του.
«Δεν θέλω να σου πω αντίο»
«Στράτο! Μην τα κάνουμε χειρότερα απ' ότι ήδη είναι»
Πετάω σχεδόν οξύθυμα.
«Πότε σκοπεύεις να ανέβεις επάνω;»
Με ρωτάει. Αρχικά σκέφτομαι να μην του απαντήσω, αλλά ξέρω πως θα φαινόμουν τουλάχιστον γελοία. Είμαι αρκετά δυνατή και ώριμη για να αντιμετωπίσω οποιαδήποτε κατάσταση.
«Ίσως να μην χρειαστεί να ξανά ανέβω»
Του αποκαλύπτω, στρέφοντας επίτηδες την προσοχή μου σε μια διαφορετική κατεύθυνση.
«Τι θέλεις να πεις;»
«Σκοπεύω να δώσω την υπόθεση του χωριού σε άλλον»
Του το ξεφουρνίζω, χωρίς να αναλογιστώ τις συνέπειες. Τώρα τα βλέμματα μας είναι και πάλι ενωμένα. Λιωμένο μολύβι, καρφωμένο σε έναν σκοτεινό και φοβισμένο ουρανό.
«Δηλαδή τέλος; αυτό ήταν; δεν θα σε ξαναδώ;»
Ο πανικός δείχνει να τον έχει καταβάλει ξαφνικά.
«Έτσι φαίνεται»
«Γιατί;»
Πετάει οξύθυμα, γραπώνοντας με ταυτόχρονα από τους ώμους.
«Γιατί το έκανες αυτό;»
«Άφησε με»
Του ζητάω με ήπιο τόνο, αν και νιώθω ήδη το στήθος μου να φλέγεται.
«Εγώ φταίω; εγώ ευθύνομαι που παράτησες την υπόθεση του χωριού;»
Όσο πάει γίνεται όλο και πιο πιεστικός.
«Ισμήνη;»
Να πάρει, η Βίκυ! ξέχασα πως είναι εδώ, ότι υπάρχει κίνδυνος να μας ακούσει.
«Στράτο, φύγε σε παρακαλώ»
Του το ζητάω όσο πιο ήπια και χαμηλόφωνα γίνεται.
«Δεν θα πάω πουθενά, αν δεν μου εξηγήσεις πρώτα!»
Και αυτό πρόκειται για δήλωση. Γαμώτο μου!
«Ισμήνη; είσαι εδώ;»
Τον κοιτάζω, με την απελπισία μου να καθρεφτίζεται στα σκοτεινά του μάτια.
«Σε ικετεύω, φύγε»
Τι άλλο πρέπει να κάνω για να καταλάβει ότι με φέρνει σε δύσκολη θέση; Τον βλέπω να ρίχνει μια ματιά πίσω μου, και μετά κατεβάζει τα χέρια του.
«Είχα σκοπό να σε αποχαιρετήσω σήμερα....»
Ξεκινάει να λέει, με τα ζυγωματικά του να μαρτυρούν ένταση.
«Αλλά τελικά δεν θα το κάνω»
Συμπληρώνει την πρόταση του και μετά φεύγει προς τις σκάλες. Ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης με κατακλύζει. Θεέ μου, δεν έχω αισθανθεί πιο τρομοκρατημένη στη ζωή μου. Είναι σαν να έχασα τουλάχιστον δέκα χρόνια από πάνω μου. Αφού πάρω μερικές ανάσες, μπαίνω μέσα.
«Τι έγινε; ποιος ήταν;»
Με ρωτάει η Βίκυ, φανερά ανήσυχη.
«Ο Μιχάλης, ήρθε να πάρει κάτι και έφυγε»
Ίσως είναι ανόητο που απολογούμαι, μα αισθάνομαι ξαφνικά την ανάγκη να το κάνω, έστω και στην Βίκυ. Ευτυχώς δείχνει να πείθεται από την φτηνή μου δικαιολογία.
«Σου ετοίμασα τον καφέ σου»
«Ωραία, ας πάμε τότε στο γραφείο μου»
Λέω ενώ προχωράω μέσα. Ίσως η δουλειά μου αποσπάσει την προσοχή από τον τυφώνα με το όνομα Στράτος.

Την ίδια ώρα.
Στράτος POV

«Βαγγέλη, θέλω να επιβλέπεις το χωράφι όσο θα λείπω. Ξέρεις, σαν να είμαι εκεί»
«Μείνε ήσυχος, θα τα φροντίσω όλα»
Κουνάω θετικά το κεφάλι μου, νιώθοντας ανακούφιση.
«Ωραία, σ' ευχαριστώ ρε Βάγγο. Και να σαι σίγουρος ότι θα ανταμειφθείς για τον κόπο σου»
«Εντάξει μωρέ, θα τα βρούμε αυτά. Δε μου λες, εσύ που βρίσκεσαι; γιατί κάτι άκουσα που είπε ο πατέρας σου για Αθήνα»
Πρόλαβε και το μαθε όλο το χωριό. Τώρα θα μου πεις, είμαστε μικρός τόπος, τα νέα ταξιδεύουν πιο γρήγορα και από αεροπλάνο.
«Ναι, κατέβηκα κάτω για δουλειές»
«Τι δουλειές; σκέφτεσαι να ανοίξεις κανένα μαγαζί;»
Αφήνω μια ανάσα να ξεφύγει από τα χείλη μου.
«Κάτι τέτοιο, ναι»
Δεν θέλω να λέω ψέματα, τα συχαίνομαι βασικά, αλλά δεν μου έχει μείνει και επιλογή.
«Άντε ρε, ωραία. Κανόνισε να με πάρεις και μένα μαζί σου κάτω, όταν με το καλό ανοίξεις!»
Ρουθουνίζω.
«Μην ανησυχείς Βάγγο. Τέλος πάντων, πρέπει να σε κλείσω. Αν χρειαστείς κάτι με την δουλειά, μου το λες, ότι ώρα και να ναι»
«Έγινε, θα τα πούμε»
Λέει και μετά η γραμμή νεκρώνεται. Κοιτάζω τριγύρω στον δρόμο. Ίσως είμαι τρελός που αποφάσισα να μείνω αντί να γυρίσω πίσω, ίσως πάλι να με έπιασε το πείσμα μου, μετά από όλα αυτά που μου είπε. Δεν ξέρω πως να με ψυχολογήσω, το μόνο που γνωρίζω πια, είναι ότι θέλω να είμαι κοντά σε αυτήν την γυναίκα, με τον γαλάζιο ουρανό που έχει φυλακιστεί μέσα στα μάτια της, και μαζί τους.... φυλακίστηκα κι εγώ.

Γη & ουρανόςWhere stories live. Discover now