~Κεφάλαιο 31ο~

226 32 17
                                    

Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο Λίαμ βρισκόταν ήδη πίσω από τη πόρτα του δωματίου μου. Αφού του είπα να περάσει ήρθε και κάθισε στη καρέκλα δίπλα μου παίρνοντας το μπισκότο που είχα στα χέρια μου. Τον κοίταξα με απορία και στο βλέμμα του αναγνώρισα το αίσθημα του άγχους. Ήταν νευρικός, το πόδι του απλωμένο στο περβάζι του παραθύρου μου δεν σταμάτησε να κουνιέται καθώς έτρωγε το ένα μπισκότο μετά το άλλο.

«Θα μου χαλάσεις το ξύλο στο παράθυρο με τη νευρικότητά σου Λίαμ. Χαλάρωσε!»

«Πως μπορείς να είσαι τόσο ήρεμη μετά από όλα αυτά;» κατέβασε τα πόδια του και έφαγε άλλο ένα μπισκότο.

«Σταμάτα να τρως όλα τα μπισκότα. Θα παχύνεις!» του άρπαξα το πακέτο από τα χέρια και έφαγα ένα εγώ.

«Εσύ δεν θα παχύνεις αν φας κι άλλα;» με ρώτησε ειρωνικά.

«Δεν έπρεπε να το πεις αυτό!» άφησα το πακέτο στο τραπέζι και σταύρωσα τα χέρια μου θυμωμένα κοιτώντας έξω από το παράθυρο.

«Έλα πλάκα έκανα!» με έσπρωξε λίγο στο ώμο και γύρισε κι αυτός το βλέμμα του προς το παράθυρο. Αποφάσισα να μείνω σιωπηλή και να περιμένω να νιώσει έτοιμος για να μου μιλήσει «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι κακή ιδέα!»

«Όχι δεν είναι! Είπες θα μου μιλήσεις. Ξεκίνα!» έκατσα οκλαδόν στη καρέκλα μου έχοντάς τον αντικριστά και περίμενα να ξεκινήσει. Ξεφύσησε ηχηρά και πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του.

«Όταν ήμουν μικρός με την οικογένειά μου περνούσαμε δύσκολα. Δεν είχαμε αρκετά χρήματα για να ζήσουμε. Ο πατέρας μου έπινε συνέχεια, γυρνούσε στο σπίτι αργά, ξόδευε μεγάλο ποσό από τα ελάχιστα χρήματα που έφερνε η μητέρα μου από τη δουλειά, στο ποτό. Όταν ήμουν 16 ο πατέρας μου πέθανε για τον προφανή λόγο. Δεν είμαι σίγουρος αν στεναχωρήθηκα, ξεσπούσε συνέχεια στη μητέρα μου όταν ήταν μεθυσμένος, τη χτυπούσε και είμαι βέβαιος ότι πήγαινε και με άλλες ταυτόχρονα.» τον ακούμπησα τρυφερά στο ώμο προσπαθώντας να τον ενθαρρύνω να συνεχίσει. «Ενώ πίστευα ότι μετά από αυτό τα οικονομικά μας θα πήγαιναν καλύτερα, μόνο αυτό δεν έγινε. Ίσως ήταν και χειρότερα. Η μητέρα μου είχε περισσότερες ευθύνες αφού μεγάλωναν και οι αδερφές μου. Έπρεπε να πληρώνει πανεπιστήμια, για το φαγητό, για το σπίτι. Αποφάσισα να τη βοηθήσω και να πιάσω δουλειά σε μια καφετέρια σαν σερβιτόρος, αλλά ο μισθός δεν ήταν καθόλου ικανοποιητικός.»

«Και με τα ναρκωτικά πως έμπλεξες;»

«Σε εκείνη τη καφετέρια γνώρισα το πρώην αφεντικό μου. Μου εγγυήθηκε πολλά λεφτά και εκείνη τη στιγμή απλά λύγισα και δέχτηκα να δουλέψω γι' αυτόν. Δεν πήρα ποτέ ναρκωτικά, αλήθεια σου λέω, μου είχε περάσει από το μυαλό, αλλά ποτέ δεν πήρα. Το έκανα μόνο για τα χρήματα, για να μπορέσω να εξασφαλίσω στις αδερφές μου ένα καλύτερο μέλλον και μια πιο άνετη ζωή για τη μητέρα μου. Όταν αρχίσαμε σιγά, σιγά να στεκόμαστε ξανά στα πόδια μας προέκυψε η μπάντα. Φυσικά δεν μίλησα σε κανέναν για τη παράλληλη δουλειά μου την οποία τώρα θέλω να αφήσω, αλλά δεν μπορώ.»

Έρωτας στους στίχους... [H.S. & X❤O]Kde žijí příběhy. Začni objevovat