Είσαι ήρωας!

549 63 17
                                    

Νόρας POV

«το κάθαρμα! Αλλά δεν θα τον πετύχω έξω από τον φούρνο; μαύρο θα τον κάνω!»
Εδώ και μία ώρα η μάνα μου δεν έχει σταματήσει να φωνάζει και να καταριέται αυτόν τον Βασίλη. Ούτε το όνομα του δεν θέλω να σκέφτομαι πλέον. Φυσικά δεν της ανέφερα όλα τα χθεσινά γεγονότα. Της είπα απλά ότι με απέλυσε, και ευτυχώς το πίστεψε. Η γιαγιά μου όμως δεν έχει σταματήσει να με κοιτάζει με εκείνο το καχύποπτο βλέμμα της.
«έναν χρόνο κοντεύεις στον φούρνο του, και τώρα θυμήθηκε να σε διώξει; τώρα που έχουμε ανάγκη τα χρήματα;»
«ηρέμησε μαμά, σήμερα κιόλας θα κοιτάξω για άλλη δουλειά»
Λέω καθώς την πλησιάζω γρήγορα. Το έκπληκτο βλέμμα της στρέφεται στο δικό μου.
«και που θα βρεις βρε Νόρα μου;»
«έχω ήδη κάτι στο μυαλό μου»
Απαντάω, ανασηκώνοντας περήφανα το φρύδι μου. Ελπίζω ο Κωνσταντίνος να με βοηθήσει με το θέμα της δουλειάς, όπως ακριβώς μου το υποσχέθηκε. Αν και έχω αρχίσει να αμφιβάλω. Η ώρα είναι δώδεκα το μεσημέρι και αυτός ακόμα δεν με πήρε τηλέφωνο. Δεν θέλω να χάσω τις ελπίδες μου, και πρώτα από όλα δεν θέλω να πιστέψω ότι με κορόιδεψε.
«τέλος πάντων, εγώ πρέπει να πηγαίνω»
Πετάει η μητέρα μου και μετά βγαίνει από το σπίτι. Το βλέμμα μου στρέφεται ξανά στην γιαγιά μου.
«κάτι θέλεις να πεις»
Λέω, ξέροντας πολύ καλά ότι θα ακολουθήσει κάποιου είδους ανάκριση.
«τι σου έκανε;»
Με ρωτάει ευθέως, εκπλήσσοντας με.
«απλά με απέλυσε»
«Νόρα, μπορείς να κοροϊδέψεις την μάνα σου, αλλά όχι εμένα»
Η γιαγιά μου είναι σαν να έχει κάποιο χάρισμα, λες και μπορεί να σε διαβάσει με μία και μοναδική της ματιά. Υποθέτω πως όλες οι γυναίκες κατέχουν αυτό το χάρισμα, αν έχουν γίνει φυσικά μαμάδες!
«δεν έγινε τίποτα παραπάνω, αλήθεια»
Επιμένω, δείχνοντας ήρεμη.
«ας πούμε ότι σε πιστεύω»
Λέει, αλλά ξέρω ότι δεν τα έχει παρατήσει. Απλά θα περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να επαναφέρει το θέμα στο φως. Πάντα έτσι κάνει, βρίσκει τρόπους και σε παγιδεύει. Κοιτάζω ξανά το ρολόι στον απέναντι τοίχο. Ο χρόνος κυλάει γρήγορα, και εκείνος δεν με έχει πάρει ακόμα τηλέφωνο. Ελπίζω να μην με έχει ξεχάσει.

Κωνσταντίνος POV

Κατεβαίνω δύο δύο τα σκαλιά, κρατώντας το κινητό κοντά στο αυτί μου. Αντε ρε Ορέστη, σήκωσε το επιτέλους! Γαμώτο, άργησα να ξυπνήσω και τώρα... τρέχω και δεν φτάνω. Έδωσα τον λόγο μου στην Άννα, δεν μπορώ να τον πάρω πίσω τώρα!
«τι θέλεις;»
Η φωνή του μου προκαλεί μεγάλη ανακούφιση.
«ευτυχώς που σε βρήκα»
«γιατί; με έψαχνες πολλές ώρες;»
Ρωτάει πειραχτικά, κάνοντας με να στριφογυρίσω τα μάτια μου.
«άσε τα πειράγματα και άκου. Θέλω να μου κάνεις μια χάρη»
«ωχ, τι χάρη;»
Παριστάνει τον ανήσυχο, αλλά ξέρω πολύ καλά ότι δεν είναι.
«ψάχνεις άτομα για τον φούρνο;»
«όχι, είμαι πλήρης! Αλλά που κολλάει τώρα αυτό;»
Γαμώτο, γκαντεμιά.
«έχω μια γνωστή που χρειάζεται επειγόντως δουλειά, και σκέφτηκα μήπως εσύ... μπορούσες να βοηθήσεις»
Λέω διστακτικά, προσπαθώντας να τον χτυπήσω στο συναίσθημα. Τον ακούω από την άλλη γραμμή να ξεφυσάει.
«γκόμενά σου είναι η τύπισσα;»
Ήμουν σίγουρος ότι θα μου κάνει αυτή την ερώτηση.
«καμία σχέση ρε. Απλή γνωστή»
Απαντάω, περνώντας το χέρι από τα μαλλιά μου. Για μερικά λεπτά μένει σιωπηλός. Δεν μου αρέσει που το σκέφτεται τόσο πολύ.
«μάλιστα. Καλά, πες της να έρθει τώρα από το μαγαζί»
Ορίστε;
«δηλαδή θα την δεις;»
«αφού με ξέρεις, δεν σου χαλάω εύκολα χατίρι»
Αποκρίνεται, παριστάνοντας τον ναζιάρη. Γελάω.
«είσαι τυχερός που δεν είσαι γυναίκα»
Λέω και τώρα είναι η σειρά του να γελάσει.
«τέλος πάντων, αντε, σε αφήνω γιατί έχω δουλειά»
«εντάξει φίλε, σε ευχαριστώ»
«μην το συζητάς»
Λέει και μετά το κλείνει. Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου. Ειλικρινά, ο Ορέστης είναι ο καλύτερος μου φίλος! Τώρα το μόνο που μένει, είναι να ειδοποιήσω και την Άννα. Ψάχνω μανιωδώς τον αριθμό της. Πατάω επάνω για να την καλέσω και μετά τοποθετώ την συσκευή ξανά στο αυτί μου.
«παρακαλώ»
Αυτή η γλυκιά της χροιά... νομίζω ότι δεν έχω ξανά ακούσει πιο ωραία φωνή στη ζωή μου. Όπα! από που ήρθε τώρα αυτό; Τέλος πάντων, καλύτερα να συνέλθω.
«Άννα;»
Λέω και νιώθω ένα μικρό χαμόγελο να στραβώνει τις άκρες των χειλιών μου.
«Κωνσταντίνε;»
Ξαφνικά ο τόνος της είναι κεφάτος, σαν να χάρηκε που με άκουσε.
«είσαι καλά;»
Ρωτάω διστακτικά. Γιατί είμαι τόσο συνεσταλμένος ξαφνικά;
«ναι ναι, καλύτερα από χθες. Εσύ;»
«και γω καλά. Εμ, κανόνισα το θέμα με την δουλειά»
Της ανακοινώνω, περνώντας το χέρι από το σβέρκο μου.
«αλήθεια μου λες;»
«ναι. Ο Ορέστης σε περιμένει τώρα στον φούρνο»
Νομίζω ότι μπορώ να νιώσω το χαμόγελο της από την άλλη γραμμή.
«ναι, αλλά... δεν ξέρω που βρίσκεται ο φούρνος του»
Χμμ, αυτό είναι ένα μικρό πρόβλημα. Ξύνω το σαγόνι μου, κοιτάζοντας σκεπτικός τον απέναντι τοίχο. Η μόνη λύση είναι να την πάω εγώ. Αυτή θα είναι και μια καλή ευκαιρία για να την γνωρίσω και καλύτερα. Στο κάτω κάτω, στον φούρνο του φίλου μου θα δουλέψει, πρέπει να ξέρω τι άνθρωπος είναι. Αν και με μία μόνο ματιά, κατάφερα να καταλάβω πως πρόκειται για έναν αθώο άνθρωπο. Ελπίζω να μην έχω πέσει έξω.
«λοιπόν, αν είναι, έρχομαι τώρα από κει να σε πάρω»
Αν και νομίζω ότι θα το αρνηθεί.
«εντάξει, σε περιμένω»
Αλλά τελικά με εκπλήσσει! Ένα αυθόρμητο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο μου.
«ωραία»
Λέω και μετά η γραμμή νεκρώνεται. Κοιτάζω την συσκευή μου, νιώθοντας το χαμόγελο να ανεβαίνει ως τα αυτιά μου.
«μπράβο Ντίνο, για μία ακόμη φορά, τα κατάφερες»
Επιβραβεύω μόνος μου τον εαυτό μου. Ε, στην τελική, αν δεν παινέψεις εσύ τον εαυτό σου, ποιος θα το κάνει;
«τι λες πάλι βρε τρελόπαιδο;»
Πετάει ξαφνικά η Ελένη, περνώντας ξυστά από δίπλα μου.
«Ελενίτσα μου, πρέπει να νιώθεις περήφανος για το παιδί σου»
Λέω καθώς ακουμπάω το χέρι μου στον ώμο της. Χαχανίζει.
«έτσι και αλλιώς νιώθω περήφανη για το παιδί μου. Αλλά για πες, τι κατόρθωσες αυτή την φορά για το οποίο θα πρέπει να είμαι;»
Ρωτάει και πηγαίνω να σταθώ μπροστά της.
«δεν θα σου πω τώρα, αλλά να είσαι σίγουρη ότι θα τα μάθεις όλα πολύ σύντομα»
Λέω πριν της δώσω ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο.
«φεύγω τώρα»
Προσθέτω και μετά βγαίνω από το σπίτι για να πάρω το αυτοκίνητο μου.

Η λεωφόρος των ονείρωνWhere stories live. Discover now