Το κάλεσμα του

348 39 9
                                    

Κάθομαι έξω από το σπίτι, στο τραπέζι της αυλής. Ο καιρός είναι συννεφιασμένος, ίσως και θλιμμένος. Σήμερα γίνεται η κηδεία της γιαγιάς της. Κοιτάζω για χιλιοστή φορά το ρολόι στον καρπό μου. Δεν περνάει με τίποτα αυτή η ώρα, λες και θέλει να με βασανίσει περισσότερο από ότι βασανίζομαι ήδη. Θέλω να πάω να την βρω, αλλά δεν πρέπει να μας δουν μαζί. Από σήμερα θα εφαρμόσω το σχέδιο μου για να ξεσκεπάσω τον πατέρα μου. Αλλά για να ξεκινήσω, πρέπει να σιγουρευτώ ότι η Νόρα και η μητέρα της θα είναι ασφαλείς.
«Κωνσταντίνε μου;»
Η φωνή της Ελένης με αφυπνίζει από τις σκέψεις μου. Δεν κάνω τον κόπο να γυρίσω το κεφάλι μου.
«τι κάνεις εδώ έξω; θα παγώσεις»
Λέει ενώ ακουμπάει τα χέρια της στους ώμους μου. Έχω καιρό να νιώσω ένα στοργικό άγγιγμα. Πλέον βλέπω παντού εχθρούς, κανένας φίλος, κανένας που να μπορώ να εμπιστευτώ.
«είμαι εντάξει»
Απαντάω ψυχρά. Περνάνε μερικά λεπτά σιωπής, πριν ξανά μιλήσει.
«χάθηκε πια η χαρά από αυτό το σπίτι»
Την παρακολουθώ να κάθεται στην καρέκλα δίπλα μου. Είναι και αυτή στεναχωρημένη. Όλο το σπίτι έχει πέσει σε βαρύ πένθος, αλλά ο καθένας μας έχει τους δικούς του λόγους.
«εκείνος φταίει για όλα Ελένη, εκείνος!»
Γρυλίζω μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου. Έχω τόση οργή μέσα μου για αυτόν τον άνθρωπο. Θα μπορούσα να του σπάσω τα μούτρα, αλλά αυτό δεν θα ήταν καθόλου αποτελεσματικό. Πρέπει να παίξω έξυπνα το παιχνίδι μου, διαφορετικά δεν θα καταφέρω να τον ρίξω από τον θρόνο του.
«δεν μπορώ να διαφωνήσω μαζί σου, παιδί μου»
Εκπλήσσομαι που ακούω την Ελένη να παραδέχεται ότι έχω δίκιο. Δεν συνήθιζε έτσι και αλλιώς να τον υποστηρίζει, αλλά από το ύφος της... νόμιζα ότι είχε θυμώσει μαζί μου, για κάποιον περίεργο λόγο.
«πως είναι η Δέσποινα;»
«όπως όλοι μας. Θλιμμένη»
Απαντάει λιτά, κρατώντας το βλέμμα της χαμηλά στο έδαφος. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, πριν θέσω το ερώτημα που με βασανίζει τόσο πολύ αυτές τις μέρες.
«Ελένη, θα σε ρωτήσω κάτι, αλλά θα μου απαντήσεις ειλικρινά»
Αμέσως σηκώνει το κεφάλι για να με κοιτάξει κατάματα.
«πάντοτε σου λέω την αλήθεια, αγόρι μου. Αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ, και το ξέρεις»
Χαίρομαι που μέσα σε όλο αυτό το χάος, υπάρχει έστω και λίγη καλοσύνη. Ρίχνω μια σύντομη ματιά τριγύρω για να σιγουρευτώ ότι δεν θα μας ακούσει κανείς, και κυρίως εκείνος.
«έχει απλώσει χέρι πάνω της;»
Ρωτάω σιγανά, κοιτάζοντας την έντονα μέσα στα μάτια. Αν μου πει ψέματα θα το καταλάβω. Παρατηρώ το πρόσωπο της να συσπάται ξαφνικά από άγχος. Νομίζω ότι οι υποψίες μου βγαίνουν αληθινές.
«πες μου, Ελένη. Δικαιούμαι να ξέρω»
Επιμένω, πιο δυναμικά αυτή την φορά. Αφήνει έναν αναστεναγμό κούρασης καθώς κλείνει τα μάτια της.
«τους έχω ακούσει πολλές φορές να μαλώνουν. Κάνα δυο φορές... η κατάσταση είχε κάπως... ξεφύγει μεταξύ τους»
Δεν το πιστεύω αυτό που ακούω! Πως δεν το είχα καταλάβει τόσο καιρό; γιατί δεν είδα τα σημάδια; Γαμώτο, πόσο εκτός πραγματικότητας είμαι τελικά.
«γιατί δεν μου το είπες;»
«ο πατέρας σου με είχε προειδοποιήσει να μην το κάνω, αγόρι μου»
Η απάντηση της με σοκάρει. Αυτός ο άνθρωπος έχει γίνει επικίνδυνος για όλους μας. Πρέπει να τον ξεφορτωθώ, όσο πιο σύντομα γίνεται! Ακουμπάω το σώμα μου στην πλάτη της καρέκλας, κοιτάζοντας σκεπτικός το έδαφος.
«Κωνσταντίνε μου, σε παρακαλώ, μην δημιουργήσεις άλλες εντάσεις. Αρκετά τραβήξαμε αυτές τις μέρες»
Η Ελένη με ικετεύει. Σηκώνω το κεφάλι για να την ξανά κοιτάξω. Είναι φοβισμένη, την καταλαβαίνω. Ο οποιοσδήποτε θα ήταν στην θέση της. Τρίβω το πρόσωπο μου, προσπαθώντας να ηρεμήσω το θηρίο μέσα μου.
«μην ανησυχείς, Ελένη μου. Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα. Δεν έχω το κουράγιο να προσπαθήσω για τίποτα πια»
Προς το παρόν θα την καθησυχάσω. Δεν θέλω να φοβάται. Είναι οικογένεια μου και θα την προστατέψω, με κάθε κόστος.
«σε ευχαριστώ, αγόρι μου»
Μουρμουρίζει και μετά με φιλάει στο κεφάλι. Κλείνω τα μάτια, σκεπτόμενος εκείνη. Απόψε κιόλας θα πάω να την βρω. Ελπίζω να με ακούσει και να καταλάβει ότι πρέπει να ακολουθήσει τις εντολές μου. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να σωθεί.

Νόρας POV

«ελάτε, περάστε»
Μας λέει ο Ματέο, καθώς ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του.
«σε ευχαριστούμε, αγόρι μου. Ο Θεός να σε έχει καλά»
Λέει η μάνα μου, χαρίζοντας του ένα αδύναμο χαμόγελο. Δεν την έχω ξαναδεί σε αυτή την κατάσταση. Η μαμά μου ήταν πάντοτε η δυνατή της οικογένειας. Παρόλα τα βάσανα της, φρόντιζε να λειτουργούν όλα ρολόι. Τώρα όμως νομίζω ότι έχει χάσει την δύναμη της, σαν να μην πατάει καλά στη γη.
«λοιπόν, εγώ πρέπει να βγω έξω για μερικά ψώνια. Εσείς βολευτείτε, σαν το σπίτι σας!»
Λέει ο Ματέο, ζουλώντας τρυφερά τον ώμο μου.
«σε ευχαριστούμε και πάλι, Ματέο»
Του αποκρίνεται η μαμά. Εγώ δεν έχω το κουράγιο να μιλήσω. Η σημερινή μέρα ήταν πραγματικά εξαντλητική.
«επιστρέφω σε λίγο»
Λέει και μετά βγαίνει από το σπίτι. Μόλις μένουμε μόνες, τρέχω προς το μέρος της για να την αγκαλιάσω. Εκείνη με υποδέχεται με στοργή, όπως πάντα. Τα δάκρυα κυλούν ξανά στο πρόσωπο μου.
«συγχώρεσε με, σε παρακαλώ»
Ψελλίζω, νιώθοντας εκείνο το οικείο πλέον πλάκωμα στο στήθος μου.
«σσσς, δεν φταις εσύ κοριτσάκι μου. Δεν φταις εσύ, σώπα»
Τα λόγια της με σκοτώνουν. Πως μπορεί να λέει ότι δεν φταίω; εξαιτίας μου έγινε όλο αυτό, εξαιτίας μου την χάσαμε. Ξαφνικά παίρνει το πρόσωπο μου στα χέρια της, αναγκάζοντας με να σηκώσω το κεφάλι μου από τον ώμο της.
«αν είχα μείνει μακριά του... τίποτα από όλα αυτά-»
«σσσς, σταμάτα είπα. Δεν φταις εσύ, ούτε ο Κωνσταντίνος»
Ξαφνικά ακούγεται το τηλέφωνο μου. Το βγάζω από την τσέπη του παντελονιού μου, για να ελέγξω την οθόνη. Ομολογώ ότι εκπλήσσομαι μόλος βλέπω το όνομα του.

Κωνσταντίνος:
Πρέπει να σε δω για τελευταία φορά. Που είσαι;

Για τελευταία φορά; τι σημαίνει αυτό;
«τι έγινε αγάπη μου;»
Αμέσως σηκώνω το κεφάλι για να την ξανά κοιτάξω.
«ο Κωνσταντίνος»
Απαντάω με τραχιά φωνή. Εκείνη δεν φαίνεται να θύμωσε.
«σου είπε να βρεθείτε, έτσι;»
Της γνέφω καταφατικά, πριν χαμηλώσω ξανά το βλέμμα μου στην οθόνη του κινητού. Σήμερα δεν εμφανίστηκε καθόλου στην κηδεία. Η αλήθεια είναι πως είχα ανάγκη την παρουσία του, αλλά ξέρω ότι αυτό θα έφερνε μια θύελλα αντιδράσεων. Τώρα όμως μου λέει ότι θέλει να με δει για τελευταία φορά. Τι σημαίνει για τελευταία φορά; τι σκοπεύει να κάνει; μήπως... μήπως θα φύγει; αυτή η σκέψη κάνει την καρδιά μου να τρέμει από φόβο.
«πήγαινε να τον βρεις. Έχεις ανάγκη να του μιλήσεις»
Τα μάτια μου επιστρέφουν στο πρόσωπο της.
«πως το ξέρεις;»
Ρωτάω, φανερά μπερδεμένη. Μου χαρίζει ένα γλυκό χαμόγελο.
«μάνα σου είμαι»
Απαντάει, στρώνοντας μερικές τούφες στους ώμους μου.
«άντε, πήγαινε»
Επιμένει, με πιο χαμηλή φωνή. Της δίνω ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο, πριν βγω τρέχοντας έξω από το σπίτι του Ματέο.

Η λεωφόρος των ονείρωνWhere stories live. Discover now