Θα το πληρώσουν

334 38 6
                                    

Νόρας POV

Το βράδυ βγαίνω στο προαύλιο του νοσοκομείου. Χρειάζομαι καθαρό αέρα, δεν αντέχω άλλο εκεί μέσα, νιώθω σαν να πνίγομαι. Κάθομαι σε ένα από τα παγκάκια, κλείνοντας τα μάτια μου. Έχω κουραστεί. Οι γιατροί δεν μας λένε τίποτα το συγκεκριμένο. Δεν μπορώ να καταλάβω αν θα τα καταφέρει η όχι. Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που τον γνώρισα. Αν δεν είχα επιστρέψει... αν τον είχα αγνοήσει, έτσι όπως επέλεξα να κάνω στην αρχή... πόσα θα είχαν αλλάξει τώρα. Ξαφνικά, νιώθω ένα απαλό ύφασμα να πέφτει στους ώμους μου. Το οικείο άρωμα του γεμίζει τις αισθήσεις μου. Πως το κάνει αυτό;
«κάνει κρύο εδώ έξω»
Ακούω την φωνή του να ηχεί δίπλα μου. Δεν τολμάω να ανοίξω τα μάτια. Φοβάμαι ακόμα και να αντικρίσω το πρόσωπο του.
«γύρισες»
Μουρμουρίζω, νιώθοντας πραγματικά αδύναμη από όλη αυτή την κατάσταση.
«δεν θα σε άφηνα ποτέ μόνη»
Απαντάει τελικά. Τα μάτια μου ανοίγουν για να αντικρίσουν το κενό.
«δεν θα τα καταφέρει»
Του αποκαλύπτω αυτό που με βασανίζει.
«μην είσαι απαισιόδοξη»
Η απάντηση του με κάνει να ρουθουνίσω ειρωνικά.
«είναι μεγάλη γυναίκα, Κωνσταντίνε. Τρόμαξε τόσο πολύ όταν είδε την φωτιά, που έπαθε ανακοπή! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
Λέω καθώς στρέφω το βλέμμα μου επάνω του. Εκείνος όμως δεν με κοιτάζει, και νομίζω ότι το κάνει σκόπιμα.
«δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι»
Μουρμουρίζει, κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του. Ειλικρινά, το ξέρω ότι αισθάνεται άσχημα, αλλά το κακό είναι πως δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα από όσα συνέβησαν, ούτε αυτός ούτε εγώ.
«εξαιτίας μου έγινε αυτό»
Προσθέτει με τον ίδιο τόνο, κοιτάζοντας με τώρα μέσα στα μάτια.
«εξαιτίας μας, θέλεις να πεις»
Τον διορθώνω. Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
«όχι, εσύ δεν φταις σε τίποτα. Ο πατέρας μου το προκάλεσε όλο αυτό, και εγώ... γαμώτο, υποσχέθηκα ότι θα σε προστατέψω, και δεν μπόρεσα να το κάνω»
Φαίνεται θυμωμένος αλλά και απογοητευμένος ταυτόχρονα. Τι μπορώ να του πω εγώ τώρα; Το βλέμμα μου χαμηλώνει στα χέρια του. Προς μεγάλη μου έκπληξη, παρατηρώ ότι είναι πληγωμένος.
«που τα έκανες αυτά;»
Ρωτάω με τρόμο, καθώς περνάω τα ακροδάχτυλα μου από την ανάστροφη της παλάμης του.
«σου υποσχέθηκα ότι θα τους βρω»
Μουρμουρίζει, αποφεύγοντας και πάλι το βλέμμα μου. Άρα... αυτές οι πληγές έγιναν για εμένα; Η καρδιά μου σφίγγεται και μόνο στην σκέψη. Φέρνω το πληγωμένο του χέρι κοντά στα χείλη μου, για να αφήσω ένα φιλί στην ανάστροφη της παλάμης του.
«συγγνώμη, Νόρα μου. Προσπάθησα, αλήθεια το προσπάθησα»
«το ξέρω»
Ψιθυρίζω, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι μου. Οι μεγάλες του παλάμες αγκαλιάζουν το πρόσωπο μου, φέρνοντας με λίγο πιο κοντά στα χείλη του. Τα βλέμματα μας συναντώνται ξανά, μόνο που αυτή την φορά είναι πιο έντονα από ποτέ. Το δέρμα του καίει το δικό μου, η καρδιά μου αυξάνει επικίνδυνα τους παλμούς της. Νιώθω λες και είναι μαγνήτης, με τραβάει κοντά του. Πως λοιπόν θα μπορέσω να μείνω μακριά του, όταν αισθάνομαι έτσι; Κρύβω το πρόσωπο μου στον λαιμό του, αφήνοντας το σώμα μου να χαλαρώσει. Λίγα δευτερόλεπτα ηρεμίας ζητάω, τίποτα παραπάνω.
«Νόρα, έλα γρήγορα!»
Η φωνή του Ματέο με κάνει να τιναχτώ από την θέση μου, με αποτέλεσμα να απομακρυνθώ από τον Κωνσταντίνο.
«τι τι έγινε;»
Ρωτάω καθώς γυρίζω το κεφάλι για να τον δω να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μας.
«δεν ξέρω. Απλά.... κάτι άρχισε να χτυπάει, και οι γιατροί τρέχουν. Φοβάμαι ότι κάτι άσχημο συμβαίνει»
Ωχ όχι, η γιαγιά! Αμέσως φεύγω προς το εσωτερικό του κτιρίου για να ανέβω στον δεύτερο όροφο. Στον διάδρομο επικρατεί ένας πανικός. Αυτή η εικόνα είναι αρκετή για να βυθίσει την καρδιά μου μέσα στον φόβο.

Κωνσταντίνος POV

Παρακολουθώ την Νόρα να πηγαίνει τρέχοντας ως την είσοδο του νοσοκομείου. Γαμώτο, ελπίζω να μην συνέβη κάτι σοβαρό. Κάνω να την ακολουθήσω, όμως το χέρι του στο στήθος μου με σταματά.
«που πας;»
Με ρωτάει σχεδόν απειλητικά. Στρέφω το βλέμμα μου στο πρόσωπο του.
«δεν είναι δικιά σου δουλειά»
Λέω ενώ κάνω άλλη μια προσπάθεια για να την ακολουθήσω, αλλά δεν με αφήνει. Γαμώτο, θέλει να με εκνευρίσει!
«δεν νομίζεις πως ήρθε ο καιρός να σταματήσεις να την κυνηγάς; μόνο μπελάδες της φέρνεις»
Ρουθουνίζω ειρωνικά.
«λες να μην το ξέρω;»
«τότε γιατί επιμένεις να τρέχεις από πίσω της; γιατί θέλεις να της κάνεις κακό;»
Ανάθεμα αν ξέρει πως νιώθω για αυτήν, ανάθεμα αν μπορεί να καταλάβει πόσο καίγομαι μέσα μου. Με μια απότομη κίνηση, κατεβάζω το χέρι του από το στήθος μου.
«δεν υπάρχει λόγος να σου δώσω εξηγήσεις, δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις ούτως ή άλλως»
Λέω και μετά τρέχω πίσω από την Νόρα. Μόλις ανεβαίνω στον όροφο όπου νοσηλεύεται η γιαγιά, βρίσκω την Νόρα να έχει μαζευτεί στο πάτωμα. Η εικόνα της με κάνει να καταλάβω πολλά. Τρέχω κοντά της.
«Νόρα; Νόρα μου;»
Δεν σηκώνει το κεφάλι, αλλά νιώθω το σώμα της να τρέμει. Την τραβάω αργά στην αγκαλιά μου και χαίρομαι που δεν κάνει κάποια κίνηση για να με απομακρύνει.
«έφυγε Κωνσταντίνε. Την χάσαμε»
Ψελλίζει μέσα από τα πνιχτά αναφιλητά της. Η καρδιά μου κομματιάζεται στην δήλωση της. Μπορεί να μην πρόλαβα να γνωρίσω αυτή την γυναίκα, αλλά ήταν ένα κομμάτι της Νόρας. Ότι αγγίζει εσένα, αγγίζει και μένα. Μπορώ να την καταλάβω, ξέρω πως είναι να χάνεις κάποιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή σου. Έτσι ένιωθα και γω όταν έχασα την μητέρα μου. Κλείνω τα μάτια, σφίγγοντας την επάνω μου.
«να ξέρεις ότι μοιραζόμαστε τον ίδιο πόνο»
Ψιθυρίζω πριν αφήσω ένα στοργικό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της. Ορκίζομαι ότι θα το πληρώσουν όλοι τους. Δεν κατάφερα να κρατήσω την υπόσχεση μου, δεν μπόρεσα να την προστατέψω από το να πληγωθεί, αλλά θα το κάνω τώρα. Κανένας δεν θα ξανά πληγώσει την Νόρα μου, κανένας!

Η λεωφόρος των ονείρωνWhere stories live. Discover now