Καταστροφικές επιστροφές

427 46 20
                                    


Κωνσταντίνος POV

Την επόμενη μέρα, κάθομαι έξω, στην αυλή, πίνοντας ήσυχος τον καφέ μου. Κανένας δεν έχει σηκωθεί ακόμη. Καλύτερα. Έτσι έχω την ευκαιρία να σκεφτώ πιο καθαρά, χωρίς παρεμβολές. Η χθεσινή μέρα.... ήταν πραγματικά καταστροφή. Όταν την είδα σε εκείνο το παγκάκι, ήμουν τόσο χαρούμενος! Περάσαμε όμορφα, γελάσαμε, διασκεδάσαμε, ώσπου ήρθε η λογική να τα καταστρέψει όλα! Τσιμπάω με σύγχυση το κόκαλο της μύτης μου.
«Ντίνο μου;»
Η φωνή της Δέσποινας με κάνει να σηκώσω απότομα το κεφάλι μου.
«πότε σηκώθηκες;»
«στις πέντε. Θέλεις καφέ;»
Την ρωτάω, προσπαθώντας να αποφύγω τις επερχόμενες ερωτήσεις της.
«ναι, ευχαριστώ»
Απαντάει ενώ κάθεται στην καρέκλα δίπλα μου. Παίρνω την καφετιέρα και γεμίζω μια καθαρή κούπα με καφέ.
«άργησες να γυρίσεις εχθές»
Να τη και η πρώτη παρατήρηση.
«να υποθέσω ότι είχες καλή παρέα;»
Ρωτάει, με την καχυποψία να ακούγεται καθαρά στον τόνο της φωνής της. Ξεφυσάω.
«ναι, πολύ καλή παρέα»
Απαντάω ειρωνικά καθώς της δίνω την κούπα με τον καφέ της.
«Ντίνο, τον τελευταίο καιρό είσαι πολύ αφηρημένος. Τι συμβαίνει;»
Τι να της απαντήσω τώρα; ότι με ταλαιπωρεί μια κοπέλα που... που μου αρέσει; Ναι, το παραδέχομαι λοιπόν, η Άννα μου αρέσει!
«μήπως μπλέχτηκες με κανένα κοριτσάκι;»
Και τώρα φτάσαμε στα ψηλά γράμματα. Ρίχνω μια ματιά προς την μπαλκονόπορτα, για να σιγουρευτώ ότι δεν βρίσκεται ο πατέρας μου κάπου εδώ κοντά.
«βασικά, προσπαθώ να μπλεχτώ»
Η απάντηση μου φαίνεται να την μπερδεύει.
«τι σημαίνει τώρα αυτό;»
«σημαίνει ότι με φοβάται, φοβάται τους τίτλους που κουβαλάω εξαιτίας του πατέρα μου»
Ειλικρινά, δεν βγάζω άκρη. Της εξηγώ ότι δεν υπάρχει λόγος να φοβάται, αλλά δεν με ακούει. Ο πατέρας μου δεν μπορεί να ανακατευτεί στη ζωή μου, δεν θα του το επιτρέψω.
«νομίζω πως την καταλαβαίνω. Έτσι αισθανόμουν και γω όταν γνώρισα τον πατέρα σου»
Μου απαντάει, έχοντας ένα νοσταλγικό θα έλεγα χαμόγελο στο πρόσωπο της. Κουνάω καρτερικά το κεφάλι μου.
«δεν είναι το ίδιο, Δέσποινα. Αυτή δεν είναι από εκείνα τα κακομαθημένα κοριτσάκια που ζουν με τα λεφτά του μπαμπά τους»
Και αυτός είναι ένας λόγος που την θαυμάζω. Ότι έχει κάνει ως τώρα, το έχει καταφέρει μόνη της, με τον κόπο της!
«ωχ, καλύτερα να μην το μάθει ο πατέρας σου αυτό»
Λέει, με την φωνή της να ακροβατεί ανάμεσα στο σοβαρό και στο αστείο. Ρουθουνίζω ειρωνικά.
«πίστεψε με, δεν μου καίγεται καρφί για το αν το μάθει η όχι»
Δεν έχω θέμα να τον αντιμετωπίσω. Ξέρω πως αν μάθει για την Άννα, θα αρχίσει τα τρελά του. Δεν έχω όρεξη να τον ακούω, αλλά δεν πρόκειται κιόλας να τον αφήσω να μου κάνει κουμάντο. Είπαμε, δικιά μου είναι η ζωή, ότι θέλω την κάνω.
«εκείνη τουλάχιστον σε θέλει;»
Με ρωτάει, με την ελπίδα να λάμπει στα σκούρα καστανά της μάτια. Ανασηκώνω τους ώμους μου.
«δεν ξέρω. Από την μία με κοιτάζει και φαίνεται να λιώνει για εμένα, και την επόμενη στιγμή, γίνεται ψυχρή...»
Με μπερδεύει! Δεν μου δίνει την ευκαιρία να την καταλάβω.
«καλημέρα»
Η φωνή του πατέρα μου σημάνει την λήξη αυτής της συζήτησης.
«καλημέρα γλυκέ μου»
Αποκρίνεται η Δέσποινα, χαρίζοντας του ένα τρυφερό χαμόγελο. Ξέρει πως να του αποσπά την προσοχή.
«μικρέ, σήμερα θα έρθεις μαζί μας»
Η ανακοίνωση του με αφήνει εμβρόντητο.
«που;»
«μας έχει καλεσμένους ο σύλλογος. Θα κάνουν γλέντι απόψε στην πλατεία»
Απαντάει, ενώ κάθεται στην καρέκλα απέναντι μου.
«ευχαριστώ, αλλά δεν θα ρθω»
Απαντάω, όσο πιο σοβαρά μπορώ. Αλλά υποθέτω ότι δείχνω περισσότερο ειρωνικός, παρά σοβαρός.
«Κωνσταντίνε, μίλησα»
«δεν είμαι μωρό πια, ξέρεις»
Τον ενημερώνω, στενεύοντας τα μάτια μου.
«αμάν αυτό το πείσμα σου. Ίδια η μάνα σου γίνεσαι ώρες ώρες»
Αυτό ακούγεται σαν βόμβα στα αυτιά μου. Αμέσως σηκώνομαι από την θέση μου για να φύγω από το τραπέζι. Τώρα σαν τι το ανέφερε αυτό; σαν κάτι κακό; Μου φαίνεται ότι την έχει ξεχάσει τελείως από τότε που πέθανε. Γαμώτο, με εκνευρίζει τόσο πολύ. Αλλά πάντα έτσι ήταν, παγωμένος. Ώρες ώρες αναρωτιέμαι αν έχει συναισθήματα.

Νόρας POV

Το μεσημέρι επιστρέφω στο σπίτι μου, νιώθοντας όλο μου το σώμα να πονάει.
«μαμά, γιαγιά, γύρισα!»
Αναφωνώ μόλις μπαίνω μέσα. Βγάζω τα παπούτσια μου και μετά βαδίζω προς το σαλόνι.
«καλώς την»
Μαρμαρώνω μόλις τον βλέπω να κάθεται στην πολυθρόνα, δίπλα από την γιαγιά μου. Πως βρέθηκε αυτός εδώ;
«τι; δεν θα έρθεις να αγκαλιάσεις τον γεροπατέρα σου;»
«τι θέλεις εσύ εδώ;»
Ρωτάω, κάνοντας δύο απειλητικά βήματα προς το μέρος του. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του, ένα χαμόγελο που δεν φτάνει στα μάτια του.
«ήρθα να σας δω, μου λείψατε»
«ψέματα»
Πετάω απότομα, σφίγγοντας τις γροθιές μου. Τα φρύδια του ανασηκώνονται από την έκπληξη.
«Νόρα, πήγαινε στο δωμάτιο σου κορίτσι μου. Ο πατέρας σου θα φύγει σε λίγο»
Με ενημερώνει η γιαγιά μου, κρατώντας μια παγερή στάση απέναντι του.
«μπορεί να φύγει τώρα»
Αποκρίνομαι, κάνοντας μεγάλες προσπάθειες για να μην του ορμήξω.
«Νόρα μου, γιατί μου συμπεριφέρεσαι έτσι; έχεις τόσο καιρό να με δεις, και αντί να με αγκαλιάσεις...»
«να σε αγκαλιάσω; τα λες σοβαρά τώρα αυτά;»
Πετάω απότομα, κόβοντας την πρόταση του. Τον βλέπω να με κοιτάζει έκπληκτος.
«γιατί μου μιλάς με αυτό το ύφος;»
«επειδή είσαι ένας ανεύθυνος! Και αν είχες έστω και λίγη αξιοπρέπεια επάνω σου, δεν θα βρισκόσουν αυτή την στιγμή εδώ, δεν θα τολμούσες καν να με κοιτάξεις στα μάτια!»
«να σου πω μικρή, σα πολύ αέρα δεν πήρες;»
Αναφωνεί καθώς σηκώνεται από την πολυθρόνα. Βέβαια, αφού δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τις λέξεις, χρησιμοποιεί τα χέρια του. Έτσι έκανε και όταν ήμουν μικρή, με χτυπούσε όταν του πήγαινα κόντρα. Αλλά δεν πρόκειται να το βουλώσω. Θα τα ακούσει όλα σήμερα, θέλει δεν θέλει.
«σήκω και φύγε από το σπίτι μου, τώρα!»
«το σπίτι είναι δικό μου. Εγώ το έχτισα, δεν θα μου το φάτε εσύ και η μάνα σου»
«βρε αντε στο διάολο από δω πέρα, που έχεις τα μούτρα να διεκδικήσεις κιόλας! Έχεις παίξει όλη μας την περιουσία στα χαρτιά και ζητάς και τα ρέστα!»
Σηκώνει το χέρι του, έτοιμος να με χαστουκίσει, αλλά προλαβαίνω και τον αρπάζω από τον καρπό, σταματώντας τον.
«αν τολμήσεις να το ξανά κάνεις αυτό... θα σου το κόψω από την ρίζα. Και τώρα εξαφανίσου»
Λέω και μετά κάνω μεταβολή για να φύγω στο δωμάτιο μου. Ότι είχα να του πω, το είπα. Αν τολμήσει να ξανάρθει, πραγματικά... μπορεί να τον κυνηγήσω με κανένα κουζινομάχαιρο. Δεν τον φοβάμαι πια, ίσα ίσα που είμαι έτοιμη να τον αντιμετωπίσω. Μετά από κάποια λεπτά, βλέπω την πόρτα του δωματίου να ανοίγει. Η γιαγιά μου έρχεται γρήγορα προς το μέρος μου, για να με τραβήξει στην αγκαλιά της.
«μπράβο κοριτσάκι μου»
Ψιθυρίζει, φιλώντας με στο μάγουλο. Την σφίγγω και εγώ, κλείνοντας παράλληλα τα μάτια μου. Αυτός ο άνθρωπος μας κατέστρεψε πολλές φορές, δεν θα του επιτρέψω να το ξανά κάνει.

Η λεωφόρος των ονείρωνWhere stories live. Discover now