Μη προσπαθείς να τους αλλάξεις

356 41 7
                                    

Κωνσταντίνος POV

«η μάνα μου γνώρισε τον πατέρα μου όταν ήταν ακόμα δεκαεφτά. Στα είκοσι ένα αποφάσισαν να παντρευτούν. Η γιαγιά μου ήταν η πρώτη που το αρνήθηκε, αλλά κανένας δεν την άκουσε»
Την ακούω να μου μιλάει για την οικογένεια της, την κρατάω στην αγκαλιά μου και δεν την χορταίνω. Είναι φυσιολογικό αυτό; έτσι νιώθουν όλοι οι ερωτευμένοι σε αυτόν τον κόσμο;
«όταν έμεινε έγκυος σε μένα, ήταν μόλις είκοσι τρία. Ο πατέρας μου δεν ήθελε αυτή την εγκυμοσύνη»
Την φιλάω στα μαλλιά, ανασαίνοντας το άρωμα της.
«χαίρομαι που δεν έγινε το θέλημα το πατέρα σου»
Αλλιώς μπορεί να μην σε είχα σήμερα στην αγκαλιά μου. Σηκώνει το κεφάλι από το στήθος μου για να κοιτάξει έξω από το παράθυρο.
«ξημέρωσε»
Το λέει με τόσο παράπονο. Τσιμπάω την μύτη της, θέλοντας να την κάνω να χαμογελάσει.
«γιατί κατέβασες μούτρα;»
Ρωτάω. Εκείνη κουρνιάζει ξανά στο πλευρό μου.
«δεν ήθελα να τελειώσει αυτή η νύχτα»
Την ακούω να ψιθυρίζει. Αφήνω ένα απαλό φιλί στο μέτωπο της.
«μην ανησυχείς, ψυχή μου. Από δω και πέρα θα ακολουθήσουν πολλές τέτοιες νύχτες»
Αποκρίνομαι, σφίγγοντας την παράλληλα στην αγκαλιά μου. Είμαι αποφασισμένος να μείνω μαζί της. Δεν ξέρω που θα μας βγάλει όλο αυτό, αλλά θέλω να το προσπαθήσω, να το φτάσω μέχρι το τέλος. Ξαφνικά η Νόρα ανακάθεται, προκαλώντας με να την ξανά κοιτάξω.
«Κωνσταντίνε, αν δεν είσαι έτοιμος... τότε καλύτερα να το λήξουμε εδώ»
Ακούγεται τόσο αποφασισμένη, χωρίς να μασάει τα λόγια της. Απλώνω τα χέρια για να αγκαλιάσω το πρόσωπο της με τις παλάμες μου.
«θέλω να είμαι μαζί σου, μόνο μαζί σου! και θα σου το αποδείξω περίτρανα απόψε»
Λέω και μετά αφήνω ένα σύντομο φιλί στα χείλη της. Σήμερα θα ξεκαθαρίσουν όλα, και μετά θα την βγάλω για φαγητό. Θέλω να γνωρίζουν όλοι για την σχέση μας, θέλω να καταλάβει ότι είμαι περήφανος για αυτήν.
«δηλαδή τώρα... πρέπει να φύγεις;»
Ρωτάει με παραπονεμένο ύφος, κάνοντας με να γελάσω.
«δεν θα λείψω για πολύ»
Απαντάω, τρίβοντας την μύτη μου στη δική της. Θέλω να αισθάνεται σιγουριά για εμένα, για εμάς. Θα τα καταφέρουμε!
«μου το υπόσχεσαι αυτό;»
Ρωτάει σιγανά. Χαμογελάω.
«σου το υπόσχομαι»
Λέω και μετά αφήνω τα χείλη μας να γίνουν ξανά ένα. Για κάποιον παράξενο λόγο, δεν αισθάνομαι άγχος. Ξέρω ότι θα είναι δύσκολη η συζήτηση με τον πατέρα μου, αλλά εγώ είμαι αποφασισμένος. Η Νόρα είναι η κοπέλα που θέλω να έχω δίπλα μου, και κανείς δεν μπορεί να μου το απαγορεύσει αυτό. Το φιλί μας σταματάει, και τα βλέμματα μας συναντώνται ξανά. Φαίνεται ξαφνικά τόσο ντροπαλή. Της χαρίζω ένα στραβό χαμόγελο.
«θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου»
Φυσικά αυτό πρόκειται για ανακοίνωση και όχι για ερώτηση.

Μετά από μισή ώρα, βρίσκομαι έξω από το πατρικό μου. Με μεγάλες δρασκελιές, βγαίνω από το ταξί και ανεβαίνω την μαρμάρινη σκάλα. Μόλις μπαίνω μέσα στο σπίτι, βρίσκω μονάχα την Ελένη να ξεσκονίζει το σαλόνι.
«αγόρι μου, που ήσουνα;»
Η φωνή της ακούγεται ανήσυχη. Κοιτάζω τριγύρω, όμως εκείνος δεν φαίνεται πουθενά.
«που είναι;»
Ρωτάω τη στιγμή που το βλέμμα μου επιστρέφει στο πρόσωπο της. Δείχνει να σοκάρεται από την απότομη στάση μου.
«στο γραφείο του»
Απαντάει σιγανά. Αμέσως την προσπερνάω για να πλησιάσω τις δύο συρόμενες πόρτες.
«θέλω να σου μιλήσω»
Λέω, μπαίνοντας με φόρα μέσα στο γραφείο του.
«χτυπάνε πριν μπούνε, Κωνσταντίνε!»
Μου τη δίνει όταν μου συμπεριφέρεται λες και είμαι μωρό.
«καλά, δεν ντράπηκες που το έσκασες εχθές το βράδυ από το τραπέζι; πόσο πιο ανώριμος μπορείς να γίνεις;»
Φυσικά, πάντοτε αυτό με θεωρούσε. Τώρα όμως δεν βρίσκομαι εδώ για να ακούσω τα δικά του.
«η Αριάδνη δεν είναι για μένα»
Ξεκινάω, τοποθετώντας τα χέρια στους γοφούς μου. Εκείνος ρουθουνίζει.
«και ποια είναι για σένα; η μικρή Αλβανίδα που θέλει να σου φάει τα λεφτά;»
Με το ζόρι συγκρατώ τον θυμό μου μόλις ακούω τον χαρακτηρισμό του.
«το όνομα της είναι Νόρα!»
Πετάω απότομα.
«δεν με νοιάζει πως την λένε. Σημασία έχει ότι είναι μια φτωχή μετανάστρια. Τι ζωή θα μπορούσες να κάνεις μαζί της;»
Δείχνει τόσο αλαζόνας, τόσο υπεροπτικός, λες και τα ξέρει όλα. Πάντα αυτό έκανε, για αυτό δεν κατάφερα ποτέ να επικοινωνήσω μαζί του.
«ξέρεις τι θα γινόταν αν μάθαιναν όλοι για την σχέση σας;»
«θα έτριζε η καρέκλα σου, σωστά;»
Πετάω ειρωνικά. Εκείνος ξεφυσά, δηλώνοντας αγανάκτηση.
«θα γινόμασταν ρεζίλι οικογενειακώς! Ο γιος του δημάρχου, ερωτεύτηκε την Αλβανίδα. Είναι γελοίο»
Γελοίο; Δεν ξέρω αν θα πρέπει να γελάσω η να κλάψω με αυτά του τα λόγια, δεν ξέρω αν θα πρέπει να ντραπώ που αυτός ο άνθρωπος είναι πατέρας μου. Πόσο διαφορετικά σκεφτόμαστε τελικά;
«σε ποιον αιώνα ζούμε; για ποιον λόγο πρέπει να με κρίνουν επειδή αγάπησα μια ξένη κοπέλα;»
Πετάω, ανεμίζοντας με θυμό τα χέρια μου. Κουνάει καρτερικά το κεφάλι του.
«αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει, Κωνσταντίνε. Έτσι γεννήθηκε και έτσι θα καταρρεύσει. Οπότε μη προσπαθείς να δείχνεις διαφορετικός, γιατί αλλιώς...»
Κάνει παύση και σηκώνεται από την θέση του, χωρίς να χάνει στιγμή την οπτική του επαφή μαζί μου.
«θα σε φάνε!»
Συμπληρώνει την πρόταση του και μετά φεύγει από το γραφείο, αφήνοντας με μόνο, με το μυαλό μου μπερδεμένο. Νομίζει δηλαδή ότι προσπαθώ να κάνω τον επαναστάτη; ότι όλο αυτό είναι κάποιο καπρίτσιο μου; Ε λοιπόν απόψε θα του αποδείξω πόσο λάθος κάνει. Το είχα ήδη στο μυαλό μου, αλλά τώρα είμαι πολύ σίγουρος. Πληκτρολογώ ένα σύντομο μήνυμα στην Νόρα, ενημερώνοντας την ότι το βράδυ θα συναντηθούμε. Δεν μετάνιωσα για την επιλογή μου, κανένας δεν θα με κάνει να αλλάξω γνώμη, ούτε καν ο πατέρας μου. Άλλωστε, ποτέ δεν είχα την γνώμη του σε υπόληψή.

ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελευθερωθεί από τα δεσμά της κατάστασής του. Δεν μπορεί να ελευθερωθεί από μια φαινομενική κατάσταση, όπως οι φυλακισμένοι δεν μπορούσαν να ελευθερωθούν από τις αλυσίδες τους.

Το σπήλαιο του Πλάτωνα.

Η λεωφόρος των ονείρωνOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz