Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος τελικά;

385 41 9
                                    

Κωνσταντίνος POV

Το βράδυ αναγκάζομαι να ακολουθήσω τον πατέρα μου σε αυτό το γλέντι που έχει διοργανώσει ο σύλλογος. Με βαριά καρδιά βγαίνω από το αυτοκίνητο, διορθώνοντας το σακάκι μου.
«πρόσεχε Κωνσταντίνε, μη πετάξεις καμιά από τις συνηθισμένες σου κοτσάνες!»
Με προειδοποιεί ο πατέρας μου, σαν να μιλάει σε κανένα μωρό. Στριφογυρίζω τα μάτια μου.
«έλα βρε παιδιά, φτάνει με τους καβγάδες»
Λέει η Δέσποινα, προσπαθώντας να εξομαλύνει την κατάσταση. Από το πρωί με τσιγκλάει ο πατέρας μου. Τέλος πάντων, ας το καταπιώ και αυτό. Βαδίζουμε προς την φασαρία, εκεί που ο κόσμος κάθεται στα αμέτρητα πλαστικά τραπέζια, κοιτάζοντας τα παιδιά του συλλόγου να χορεύουν μπροστά από την ορχήστρα. Ειλικρινά, δεν μου άρεσαν ποτέ αυτά τα παραδοσιακά γλέντια. Πάντοτε τα θεωρούσα ανούσια. Δεν λέω, καλό είναι να κρατάμε την παράδοση, αλλά αυτό το αλκοόλ... μας χαλάει όλους τελικά.
«βρε βρε, καλώς τον δήμαρχο με την οικογένεια! Ελάτε, καθίστε»
Πετάει ξαφνικά ο Σταύρος, ένας θερμός υποστηρικτής του πατέρα μου. Σε κάθε του εκλογικό αγώνα, έκανε τρομερές προσπάθειες για να τον βοηθήσει. Καθόμαστε μπροστά μπροστά, έχοντας όλη την ορχήστρα στο πιάτο. Κοιτάζω τριγύρω, εντοπίζοντας κάποια έντονα βλέμματα που έχουν καρφωθεί επάνω μας. Ε βέβαια, η οικογένεια του δημάρχου είναι ένα πρωτόγνωρο γεγονός!
«τα μάθατε; έχουμε και τους αλβανούς εδώ πέρα»
Ακούω τον Σταύρο να ανακοινώνει στον πατέρα μου. Τους βλέπω να κοιτάζουν εχθρικά προς ένα συγκεκριμένο τραπέζι. Ο πατέρας μου έχει πρόβλημα με τους μετανάστες, είναι γνωστό φυσικά στην περιοχή. Δεν ήταν λίγες οι φορές που προσπάθησε να διώξει κάποιους.
«γιατί τους άφησες να καθίσουν;»
Τον ρωτάει εχθρικά ο πατέρας μου.
«δεν είχα επιλογή!»
«γαμώτο ρε Σταύρο»
Τον ακούω να γρυλίζει και μετά σηκώνεται από την θέση του. Δεν μου αρέσει αυτό. Τον παρακολουθώ να περπατά προς το τραπέζι τους, με τον Σταύρο να τον ακολουθεί κατά πόδας. Γαμώτο, θα γίνει φασαρία.
«Κωνσταντίνε, καλύτερα να πας μαζί τους»
Η Δέσποινα με ατενίζει με φόβο. Οι σκέψεις μας είναι απόλυτα συντονισμένες.
«έχεις δίκιο»
Μουρμουρίζω πριν σηκωθώ από την θέση μου για να τους ακολουθήσω.
«δεν είστε ευπρόσδεκτοι εδώ»
Τα όργανα σταματάνε απότομα και όλα τα βλέμματα πέφτουν στο σημείο όπου βρίσκεται ο πατέρας μου. Οι τρεις νεαροί που κάθονται στο τραπέζι, σηκώνονται από τις θέσεις τους.
«ποιο είναι το πρόβλημα αυτή την φορά;»
Ρωτάει με θάρρος ο μεσαίος.
«πριν από τρεις μέρες ακούστηκε ότι ένας από τους δικούς σας σκότωσε έναν γέρο στην Αθήνα για να του φάει τα λεφτά»
Απαντάει ο Σταύρος, κάνοντας ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος τους. Κοιτάζω τα τρία παιδιά. Ο ένας, ο μελαχρινός, μου θυμίζει κάτι. Νομίζω ότι τον έχω ξαναδεί κάπου αυτόν.
«και εμείς τι φταίμε αν κάποιοι συμπατριώτες μας γίνανε εγκληματίες;»
«δηλαδή δεν τον υποστηρίζεις;»
Αντιγυρίζει ο πατέρας μου, ανασηκώνοντας καχύποπτα το φρύδι του.
«καλά του έκανε του γέρου ρε. Και μακάρι να του έκλεβε όλο το σπίτι!»
Αναφωνεί ο μελαχρινός, δείχνοντας πολύ επιθετικός. Και εκείνη την στιγμή θυμήθηκα που τον έχω ξαναδεί αυτόν τον τύπο. Είναι ο Ματέο! αυτός που προσπάθησε να μου το παίξει τσαμπουκάς έξω από το σπίτι της Άννας.
«τι είπες ρε κωλόπαιδο;»
Αναφωνεί ξαφνικά ο Σταύρος, πριν του ορμήξει. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, το γλέντι έχει μετατραπεί σε ρινγκ. Μέχρι και ο πατέρας μου έχει συμμετάσχει σε αυτή την τρέλα! Προσπαθώ να τους χωρίσω, με αποτέλεσμα να δεχθώ μερικά χτυπήματα είτε στο πρόσωπο είτε στο σώμα μου.
«σταματήστε. Μπαμπά, σταμάτα!»
Φωνάζω, προσπαθώντας να τον λογικέψω. Αλλά δυστυχώς δεν καταφέρνω τίποτα με τα λόγια.
«κωλοαλβανοί. Να φύγετε ρε, να γυρίσετε στην χώρα σας!»
«και χωρίς εμάς πως θα επιβιώσεις ρε; θα βρεις κανέναν πατριώτη σου να δουλέψει για τρεις και εξήντα στα κωλοχώραφα σου;»
Αναφωνεί αυτός ο Ματέο, ρίχνοντας κι άλλο λάδι στην φωτιά. Γαμώτο, δεν έχω βοήθεια ούτε από την μία ούτε από την άλλη πλευρά. Σπρώχνω τον πατέρα μου όσο πιο μακριά τους γίνεται, ώσπου ξαφνικά ακούγονται σειρήνες από περιπολικά. Τα τρία αγόρια φεύγουν γρήγορα από το γλέντι, σπρώχνοντας κάποια άτομα. Επιτέλους, σταμάτησε αυτή η τρέλα.
«δε μου λες εσύ, τι σκατά κάνεις;»
Πετάει ξαφνικά ο πατέρας μου, πιάνοντας με με δύναμη από τον ώμο. Γυρίζω το κεφάλι για να τον κοιτάξω.
«ορμάνε στον πατέρα σου και εσύ τι κάνεις;»
«προσπαθώ να σας χωρίσω, αυτό είναι το σωστό»
Πετάω το ίδιο φωναχτά με εκείνον.
«αντί να με υπερασπιστείς, παίζεις τον ειρηνοποιό;»
Λέει, κάνοντας ένα απειλητικό βήμα κοντά μου.
«και τι ήθελες να κάνω; να τους μαυρίσω στο ξύλο για να είσαι εσύ ικανοποιημένος;»
Αντιγυρίζω, νιώθοντας τον θυμό να αναβλύζει από μέσα μου. Όλη την ημέρα του τα χα μαζεμένα, αλλά τώρα ήρθε η ώρα να τα ακούσει. Η έκφραση του αλλάζει, γίνεται αλαζονική.
«δεν υπάρχει ειρήνη σε αυτόν τον κόσμο μικρέ. Εδώ υπάρχει η με τρως η σε τρώω, το κατάλαβες; για αυτό λοιπόν, σταμάτα όλες αυτές τις μαλακίες περί ειρήνης και συγκεντρώσου στην πραγματικότητα!»
Γρυλίζει, παριστάνοντας τον έξυπνο. Δεν αντέχω άλλο, δεν θέλω να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο μαζί του. Με μια απότομη κίνηση, γυρίζω τούμπα το πλαστικό τραπέζι, δημιουργώντας έναν χαμό από ποτά στο έδαφος. Ήταν κακή ιδέα να έρθω εδώ, το ήξερα γαμώτο! Κάνω μεταβολή και φεύγω από κοντά τους. Στο σπίτι θα έχουμε κι άλλες φασαρίες, το ξέρω, αλλά δεν με νοιάζει. Ας καούν όλα, δεν με νοιάζει πλέον. Ξαφνικά, το τηλέφωνο μου δονείται, ενημερώνοντας με ότι έχω ένα μήνυμα. Ξεφυσάω δυνατά καθώς βγάζω την συσκευή από την τσέπη μου. Μόλις βλέπω το όνομα της να αναγράφεται στην οθόνη, όλο μου το σώμα παγώνει.

Άννα:
Θέλω να σε δω.

Δεν χρειάζεται να πει τίποτα παραπάνω. Ξεκινάω να τρέχω, ψάχνοντας μανιωδώς για κάποιο ταξί.

Η λεωφόρος των ονείρωνWhere stories live. Discover now