Χόρεψε μαζί μου, εδώ

511 57 15
                                    

Νόρας POV

Καθόμαστε σε μια ταβέρνα, κοντά στην λίμνη. Πλέον έχει βραδιάσει, και ο κόσμος έχει αρχίσει να κυκλοφορεί στους δρόμους. Πίνω μια γουλιά από το τσίπουρο μου, με το βλέμμα μου να μην αποχωρίζεται στιγμή το δικό του. Ένα στραβό χαμόγελο σχηματίζεται στα υπέροχα σμιλεμένα χείλη του.
«ποτέ δεν πίστευα ότι θα έβγαινα σε ταβέρνα με κάποια κοπέλα»
Λέει, τσιμπώντας λίγο από τους μεζέδες με το πιρούνι του. Δεν μπορώ να συγκρατήσω το πλατύ μου χαμόγελο.
«εσύ φταις. Δεν έπρεπε να με αφήσεις να διαλέξω μέρος»
Λέω πειραχτικά, κοιτάζοντας τον με ανασηκωμένο το φρύδι. Ένα μικρό μειδίαμα εμφανίζεται στα χείλη του.
«κοίτα, για να μαι ειλικρινής... μου είχαν λείψει αυτά τα μαγαζιά. Βλέπεις, στο Λονδίνο δεν υπήρχαν μεζεδοπωλεία!»
Εξηγεί, κάνοντας με να γελάσω πνιχτά. Είναι παράξενο που βρίσκομαι μαζί του σε ένα τέτοιο μέρος. Εννοώ ότι αυτός είναι πλούσιος, θα μπορούσε να βρίσκεται αυτή την στιγμή στα πιο ακριβά κλαμπ των Ιωαννίνων.
«δεν έχεις θέμα που βγαίνεις σε τέτοια μέρη;»
«για ποιον λόγο να έχω θέμα;»
Ρωτάει, ρίχνοντας μια ελιά στο στόμα του. Η εικόνα του με κάνει να χαμογελάσω λίγο περισσότερο.
«εννοώ ότι θα μπορούσες να βρίσκεσαι σε κάποιο πολύ καλύτερο μέρος. Ξέρεις, λόγο της οικονομικής σου κατάστασης»
Όση ώρα μιλάω, δεν τολμάω να τον κοιτάξω. Για κάποιον παράξενο λόγο, νιώθω ντροπή, όχι για εκείνον, αλλά για τον εαυτό μου. Δεν του αξίζει να βρίσκεται σε ένα τέτοιο μέρος, πόσο μάλλον με μια φτωχή μετανάστρια.
«χμμ, σε πληροφορώ ότι τα καλύτερα μέρη που αναφέρεις, είναι πολύ βαρετά για εμένα»
Ορίστε; δεν μπορεί να το είπε στ' αλήθεια τώρα αυτό. Τον κοιτάζω δειλά, νιώθοντας φόβο μήπως και καταλάβει την ανασφάλεια μου.
«το λες αλήθεια; η προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα;»
Δεν ξέρω από που πηγάζει ξαφνικά αυτό το θάρρος, αλλά νομίζω ότι μου αρέσω έτσι. Εκείνος με κοιτάζει, έχοντας ένα μικρό χαμόγελο να παιχνιδίζει στα χείλη του.
«εσύ τι λες;»
Αντιγυρίζει, ρίχνοντας τώρα σε μένα το μπαλάκι. Ανασηκώνω αθώα τους ώμους μου.
«δεν ξέρω»
Απαντάω τελικά, χωρίς να χάνω την οπτική μου επαφή μαζί του. Προς έκπληξη μου, βλέπω τα αμυγδαλωτά του μάτια να λάμπουν κάτω από το απαλό φως του μαγαζιού. Και τότε είναι που σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να κάθομαι εδώ και να τον χαζεύω με τις ώρες. Το χαμόγελο του γίνεται ένα κλικ μεγαλύτερο.
«κι όμως, ξέρεις Άννα»
Αποκρίνεται σιγανά. Τώρα τα πρόσωπα μας βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, σχεδόν μπορώ να νιώσω την ανάσα του να χαϊδεύει τα χείλη μου. Δεν είναι σωστό να τον πλησιάζω τόσο πολύ, δεν πρέπει. Αμέσως ισιώνω το σώμα μου, προσπαθώντας να ξεφύγω από την σφαίρα επιρροής του.
«εμ, δεν μου είπες, πως ήταν η πρώτη σου μέρα στην δουλειά;»
Πετάει ξαφνικά, προσπαθώντας να μας επαναφέρει στην πρωτύτερη κατάσταση μας.
«ωραία, πολύ ωραία. Ο κύριος Ορέστης είναι πολύ καλός μαζί μου»
Το μικρό χαμόγελο επανέρχεται στο πρόσωπο του μόλις ακούει την απάντηση μου.
«είμαι σίγουρος ότι θα σε βοηθήσει σε οτιδήποτε και αν χρειαστείς»
Λέει, δείχνοντας τώρα σοβαρός. Πολύ ευμετάβλητος είναι τελικά αυτός.
«θα σου το ξεπληρώσω κάπως αυτό, το υπόσχομαι»
Δεν με ξέρει καθόλου και όμως με έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Μέσα σε μια βραδιά απολύθηκα, και την επομένη μέρα βρέθηκα ξαφνικά σε μία άλλη δουλειά, καλύτερη κιόλας από την προηγούμενη. Υποθέτω ότι ο Κωνσταντίνος με κάνει να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε έναν άλλο πλανήτη, ότι δεν είμαι η Νόρα, η κοπέλα που ήρθε από τα πέντε της χρόνια στην Ελλάδα. Μαζί του, είμαι η Άννα, μία κοπέλα που απλά δεν έχει ταυτότητα και απολαμβάνει την συντροφιά του, χωρίς να φοβάται, χωρίς να κρύβεται από τους άλλους. Είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα, αλλά και ταυτόχρονα τόσο αναζωογονητικό!
«δεν έχεις να μου ξεπληρώσεις τίποτα. Εκτός αν δεχτείς την επόμενη φορά να σε βγάλω βόλτα στο λούνα παρκ»
Λέει, ανασηκώνοντας παιχνιδιάρικα το φρύδι του. Χαχανίζω.
«μιλάμε για κάποια πρόκληση τώρα;»
Τον παρακολουθώ να σουφρώνει τα χείλη του, δείχνοντας δήθεν σκεπτικός.
«δεν ξέρω, μπορεί»
Δεν μπορεί να κρύψει την παιχνιδιάρικη του διάθεση. Πραγματικά, με διασκεδάζει αυτός ο άντρας.
«λοιπόν, πάμε;»
Ισιώνω απότομα το σώμα μου, μόλις ακούω την πρόταση του.
«τι; θα φύγουμε;»
«ναι, αλλά δεν θα λήξουμε εδώ την βραδιά μας»
Αποκρίνεται, χαμηλώνοντας αργά το πρόσωπο του στο δικό μου. Ένα παράξενο συναίσθημα σιγοκαίει μέσα μου, ένα συναίσθημα που δεν μπορώ να το προσδιορίσω, αλλά ούτε και να το ελέγξω. Δεν νομίζω πως υπάρχει χειρότερος συνδυασμός.
«τι σημαίνει αυτό;»
Ρωτάω, προκαλώντας του ένα πλατύ χαμόγελο.
«έλα, σήκω»
Αποκρίνεται βιαστικά. Αμέσως ανοίγω την τσάντα, ψάχνοντας το πορτοφόλι μου.
«είναι όλα πληρωμένα»
Σηκώνω απότομα το κεφάλι για να τον κοιτάξω.
«γιατί;»
Ρωτάω, φανερά σοκαρισμένη. Ένα στραβό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του.
«δεν έχεις ακούσει ότι οι άντρες κερνάνε πάντα τις γυναίκες;»
Αντιγυρίζει, κλείνοντας μου παιχνιδιάρικα το μάτι. Είναι ένας πραγματικός τζέντλεμαν! Η σκέψη αυτή με κάνει να χαχανίσω.

Η βόλτα με το κάμπριο είναι πραγματικά το καλύτερο μου, ειδικά τώρα που είναι και βράδυ. Ο περιφερειακός δρόμος είναι άδειος, έτσι ο Κωνσταντίνος έχει την ευκαιρία να πατήσει λίγο παραπάνω το γκάζι. Κλείνω τα μάτια, απολαμβάνοντας τον καλοκαιρινό αέρα. Εδώ είμαι ελεύθερη!
«έχω καταλάβει ότι σου αρέσουν οι βόλτες με το κάμπριο»
Πετάει ξαφνικά με κεφάτο τόνο, κάνοντας με να χαμογελάσω σκανταλιάρικα.
«μου αρέσει ο αέρας, αισθάνομαι ελεύθερη»
Του αποκαλύπτω, χωρίς να τον κοιτάζω. Μου αρέσει που του δίνω σιγά σιγά κάποια κομμάτια από εμένα. Μου αρέσει που προσπαθεί συνεχώς να συλλέξει πληροφορίες για εμένα. Μου αρέσει που ενδιαφέρεται! Ξαφνικά, ακούω ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια να παίζει στο ηχοσύστημα του αυτοκινήτου.
«δεν το πιστεύω!»
Αναφωνώ καθώς απλώνω το χέρι για να ανοίξω την ένταση. Σιγοτραγουδώ, κοιτάζοντας τριγύρω. Το ταγκό της Νεφέλης.
«πόσο θα θελα να το χορέψω αυτό το τραγούδι»
Μουρμουρίζω αφηρημένα. Ξαφνικά, ο Κωνσταντίνος στρίβει το αυτοκίνητο προς τα δεξιά, και τελικά το σταματάει στην λωρίδα έκτακτης ανάγκης.
«τι κάνεις;»
Ρωτάω, φανερά σοκαρισμένη. Ξεκουμπώνει την ζώνη του.
«έλα έξω»
Λέει, ανοίγοντας λίγο παραπάνω την ένταση. Ορίστε; Μόλις τον βλέπω να βγαίνει από το αυτοκίνητο, αρχίζω να φοβάμαι. Τι κάνουμε τέτοια ώρα εδώ; γιατί σταμάτησε εδώ; Βγαίνω έξω, νιώθοντας τα πόδια μου να τρέμουν.
«ωραία, και τώρα;»
Ρωτάω την στιγμή που φτάνω κοντά του. Ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπο του καθώς περνάει τα χέρια του γύρω από την μέση μου.
«τι κάνεις Κωνσταντίνε;»
«προσπαθώ να χορέψω μαζί σου»
Η απάντηση του με κάνει να τα χάσω εντελώς. Εντάξει, δεν μπορεί να το ζω τώρα αυτό. Μήπως πρέπει να τσιμπήσω τον εαυτό μου για να σιγουρευτώ ότι κοιμάμαι;
«Κωνσταντίνε, βρισκόμαστε στην άκρη του δρόμου!»
«και λοιπόν;»
Αντιγυρίζει χαλαρά, ανασηκώνοντας παράλληλα τους ώμους του. Ε δεν υπάρχει περίπτωση, θα με τρελάνει αυτός!
«θα μας δουν»
Απαντάω λιτά. Ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο στραβώνει τις άκρες των χειλιών του, καθώς με φέρνει όλο και πιο κοντά του.
«θέλω να χορέψω μαζί σου, εδώ, αυτή την στιγμή, και δεν με νοιάζει ποιος θα μας δει»
Λέει σιγανά καθώς αρχίζει να λικνίζεται αργά στον ρυθμό του τραγουδιού. Τον κοιτάζω και δεν ξέρω αν θα πρέπει να γελάσω με την κατάσταση μας, η να τρέξω μέσα στο αυτοκίνητο. Τελικά αποφασίζω να παραμείνω στην θέση μου, αφήνοντας τον να με παρασύρει όπου αυτός θέλει. Ακολουθώ τον αργό ρυθμό του, περνώντας τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του. Τα αυτοκίνητα περνούν γρήγορα τον δρόμο, σαν αστέρια που σβήνουν από τον νυχτερινό ουρανό. Τα πρόσωπα μας βρίσκονται κοντά και το χαμόγελο δεν λέει να φύγει από τα χείλη μου. Άραγε το ζω όντως τώρα αυτό; η μήπως το φαντάζομαι; Δεν μπορώ να τσιμπήσω και το δέρμα μου τώρα! Το τραγούδι συνεχίζεται, και εμείς δεν σταματάμε να χορεύουμε. Εκείνο το βράδυ άρχισα να καταλαβαίνω ότι η σχέση μου με τον Κωνσταντίνο, δεν ήταν τόσο απλή όσο νόμιζα.

Η λεωφόρος των ονείρωνWhere stories live. Discover now