Είμαστε εμείς

437 53 8
                                    

Κωνσταντίνος POV

Το ίδιο βράδυ, βρίσκομαι παρκαρίσμενος έξω από το σπίτι της, περιμένοντας την με αγωνία να βγει. Κοιτάζω το ρολόι στον καρπό μου για χιλιοστή φορά. Έχει αργήσει η μου φαίνεται; Χμμ, υποθέτω ότι άρχισαν τα καψώνια. Ειλικρινά αυτή η κοπέλα θα με τρελάνει!
«τι περιμένεις φιλαράκο;»
Ξαφνικά ακούω μια άγνωστη αντρική φωνή δίπλα μου. Αμέσως γυρίζω το κεφάλι, για να δω έναν μελαχρινό τύπο να στέκεται έξω από την πόρτα του αμαξιού μου.
«κάτι»
Απαντάω κοφτά, προσπαθώντας να τον διώξω με τον τρόπο μου.
«κάτι; η κάποια;»
Αφήνω μια ανάσα κούρασης.
«σας ξέρω, κύριε;»
Ρωτάω, φανερά ενοχλημένος. Μοιάζει από εκείνα τα αλητόπαιδα που είναι μπλεγμένα στην παρανομία μέχρι το κόκαλο. Το ύφος του φαίνεται περίεργο. Πρέπει να τον διώξω πριν κατέβει η Άννα.
«όχι, αλλά σε ξέρω εγώ. Νομίζω πως αυτό αρκεί για την ώρα»
Απαντάει, μπερδεύοντας με περισσότερο.
«τι θέλετε;»
«να σε προειδοποιήσω για τα κορίτσια της γειτονιάς μας»
Απαντάει, έχοντας ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπο του. Γαμώτο, ποιος είναι αυτός ο τύπος;
«δεν χρειάζεται, μπορείς να πηγαίνεις»
Λέω, ανεμίζοντας το χέρι μου. Τον ακούω να ρουθουνίζει ειρωνικά.
«να την προσέχεις τη συγκεκριμένη. Είναι πολύ ύπουλη!»
Τα φρύδια μου σμίγουν. Ξέρει την Άννα;
«για ποια μιλάς;»
«τι γίνεται εδώ;»
Η φωνή της με κάνει να γυρίσω απότομα το κεφάλι μου προς τα δεξιά. Την βλέπω να στέκεται στην καγκελόπορτα της αυλής της, έχοντας ένα παράξενα βλοσυρό ύφος.
«εδώ, τα λέμε με τον φιλαράκο σου»
Λέει ο άγνωστος τύπος, χτυπώντας με φιλικά στον ώμο. Από που στο διάολο πήρε τον αέρα και με αγγίζει κιόλας; Αμέσως βγαίνω από το αυτοκίνητο για να σταθώ μπροστά του.
«πολύ αέρα πήρες και δεν μου αρέσει»
Λέω με σιγανό, παγερό τόνο. Μέσα σε λίγα λεπτά, νιώθω την παρουσία της Άννας δίπλα μου.
«Κωνσταντίνε, σε παρακαλώ»
Εκείνος χαμογελάει σαρκαστικά, δείχνοντας να διασκεδάζει με το όλο σκηνικό.
«ηρέμησε φιλαράκι, μια πλάκα έκανα»
«δεν είμαι φίλος σου και δεν γουστάρω τέτοιου είδους πλάκες»
Γρυλίζω, κάνοντας ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος του. Ξαφνικά νιώθω τα χέρια της Άννας να πιάνουν το δεξί μου μπράτσο.
«Κωνσταντίνε, πάμε να φύγουμε, σε παρακαλώ»
Δεν θέλω να δημιουργήσω επεισόδιο μπροστά της, δεν θέλω να την φοβίσω. Οπότε αποφασίζω να κάνω πίσω... για αυτή την φορά!
«έχεις δίκιο. Πάμε»
Λέω καθώς στρέφω στιγμιαία το βλέμμα μου επάνω της. Αμέσως τρέχει προς την θέση του συνοδηγού. Μπαίνω και γω στην δική μου θέση, για να βάλω μπρος το αυτοκίνητο. Ευτυχώς που με σταμάτησε, γιατί ειλικρινά ήμουν έτοιμος να τον μαυρίσω στο ξύλο. Ανοίγω την ένταση στο ραδιόφωνο, ίσα ίσα για να ξεχαστώ λιγάκι από το προηγούμενο περιστατικό. Γαμώτο, μου χάλασε την διάθεση. Τι διάολο εννοούσε; ποια είναι ύπουλη; η Άννα; Της ρίχνω μια στιγμιαία ματιά, για να ανακαλύψω ότι η προσοχή της βρίσκεται ήδη στραμμένη επάνω μου. Ξεφυσάω.
«με συγχωρείς, δεν ήθελα να προκαλέσω επεισόδιο, πόσο μάλλον έξω από το σπίτι σου»
Θεέ μου, δεν θέλω ούτε να φανταστώ τι εικόνα μπορεί να είχα σχηματίσει στους γονείς της. Ελπίζω να μην μας είδε κανείς.
«μην ανησυχείς, ο Ματέο είναι γνωστός βλάκας»
Λέει καθώς χαμηλώνει την ένταση. Τότε είναι που κοκαλώνω.
«τον ήξερες;»
Ρωτάω, ρίχνοντας της μερικές κλεφτές ματιές.
«μένει στην γειτονιά μας, οπότε είναι φυσικό να τον ξέρω»
Μάλιστα. Είναι από την γειτονιά της και τον λένε Ματέο. Έχω τουλάχιστον κάποιες πληροφορίες τώρα. Σταματάω το αυτοκίνητο στην άκρη και το σβήνω.
«τι κάνουμε εδώ;»
Ρωτάει, ξεκουμπώνοντας την ζώνη της.
«τίποτα, υποθέτω»
Απαντάω, ανασηκώνοντας αθώα τους ώμους μου. Στο σημείο που πάρκαρα είναι αρκετά σκοτεινά, μιας και τα δέντρα είναι αρκετά ψηλά και τα κλαδιά τους πολύ μεγάλα. Μάλλον εδώ δεν πρόκειται να μας δει κανείς.
«έλα, πες μου, τι κάνουμε εδώ;»
Ρωτάει, κοιτάζοντας με με μια παιδιάστικη λάμψη στα μάτια της. Δεν μπορώ να αντισταθώ και τελικά της χαμογελάω.
«περίμενε»
Λέω καθώς κατεβάζω το κάθισμα μου. Τώρα μάλιστα!
«έλα εδώ»
Συνεχίζω, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια μου. Με κοιτάζει με δυσπιστία για μερικά λεπτά, πριν τελικά έρθει στην αγκαλιά μου.
«είσαι τρελός, και εγώ ακόμα πιο τρελή που σε ακολουθώ»
Τα λόγια της με κάνουν να γελάσω.
«δεν το έχω ξανά κάνει ποτέ αυτό, με κανέναν»
Της αποκαλύπτω, κοιτάζοντας ψηλά, στον έναστρο ουρανό.
«δηλαδή έχω την πρωτιά;»
Ρωτάει με παιχνιδιάρικο τόνο. Γελάω πνιχτά.
«ναι, την έχεις»
Απαντάω με την φωνή μου να χαμηλώνει σταδιακά. Το χέρι μου χαϊδεύει τρυφερά την πλάτη της, ενώ το άρωμα της παραλύει όλες μου τις αισθήσεις. Όντως, είμαι τελείως τρελός, και αυτό εξαιτίας της. Σίγουρα δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι παρόμοιο με οποιαδήποτε άλλη, αλλά με την Άννα... Το βλέμμα μου χαμηλώνει στο πρόσωπο της. Έχει κλείσει πλέον τα μάτια και ένα γλυκό χαμόγελο στολίζει τα υπέροχα χείλη της. Φαίνεται τόσο ήρεμη στην αγκαλιά μου. Τα αισθήματα φυσικά είναι αμοιβαία! Την φιλάω στο μέτωπο.
«τι είμαστε, Κωνσταντίνε;»
Η ερώτηση της με ξαφνιάζει.
«τι θα ήθελες εσύ να είμαστε;»
Αντιγυρίζω, αποφεύγοντας να απαντήσω στο δικό της ερώτημα. Περνάνε μερικά ατελείωτα λεπτά, πριν μου απαντήσει τελικά.
«ο Κωνσταντίνος και η Άννα, αυτό»
Το χαμόγελο φτάνει μέχρι τα αυτιά μου, καθώς την σφίγγω πιο πολύ στην αγκαλιά μου.
«και εγώ αυτό θέλω να είμαστε»
Μουρμουρίζω, κλείνοντας παράλληλα τα μάτια μου. Δεν θέλω να μπαίνουν ταμπέλες ανάμεσα μας, νομίζω ότι δεν μας ταιριάζουν. Είμαστε απλά η Άννα και ο Κωνσταντίνος, είμαστε εμείς.

Η λεωφόρος των ονείρωνKde žijí příběhy. Začni objevovat