Τυχαίο ήταν αυτό;

396 46 4
                                    

Κωνσταντίνος POV

Τρεις μέρες τώρα είμαι κλεισμένος μέσα στο δωμάτιο μου. Το μόνο που κάνω είναι να φεύγω τις νύχτες για καμιά βόλτα, αλλά μέχρι εκεί. Είναι τόσο περίεργο, δεν έχω όρεξη για τίποτα! Αφότου με έδιωξε... δεν έχω όρεξη για κανέναν και για τίποτα. Δεν μπορώ να καταλάβω, τι την έπιασε στα ξαφνικά; Είναι επικίνδυνο. Αυτό μου έχει μείνει από όλα όσα είπαμε εκείνο το βράδυ. Γαμώτο, το κεφάλι μου θα σπάσει. Με μπερδεύει αυτή η γυναίκα! Ξαφνικά ακούω ένα απαλό χτύπημα από την πόρτα. Ξεφυσάω με απογοήτευση.
«ναι»
Η πόρτα ανοίγει και με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ τα παπούτσια του επισκέπτη μου.
«τι θέλεις Ελένη;»
Ρωτάω, τρίβοντας το μέτωπο μου. Ακούω τα βήματα της να με πλησιάζουν.
«κόπηκε το Ελενίτσα;»
Ρωτάει με την θλίψη να ακούγεται καθαρά στον τόνο της φωνής της. Ξεφυσάω για χιλιοστή φορά σήμερα.
«τι έπαθες αγόρι μου; γιατί δεν μας μιλάς;»
Ρωτάει ενώ κάθεται δίπλα μου στο στρώμα. Απλώνω στα τυφλά το χέρι για να κρατήσω το δικό της.
«δεν μου φταίτε εσείς, Ελενίτσα μου»
Απαντάω σιγανά καθώς ανοίγω τα μάτια για να την κοιτάξω. Το ύφος της φαίνεται όπως πάντα στοργικό.
«τότε; έλα βρε αγόρι μου, πες μου, τι σου συμβαίνει;»
Παίρνω μια βαθιά ανάσα, πριν σηκωθώ από το κρεβάτι.
«μπορείς να βγεις έξω, σε παρακαλώ; θέλω να ετοιμαστώ»
«που θα πας πάλι;»
Ρωτάει, με την έγνοια να ακούγεται καθαρά στον τόνο της φωνής της. Κλείνω τα μάτια, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον θυμό μου. Δεν θέλω να ξεσπάσω πάνω της, δεν φταίει αυτή για τα προβλήματα μου.
«μια βόλτα, δεν θα αργήσω»
Την ενημερώνω, ανοίγοντας παράλληλα τα φύλλα της ντουλάπας μου. Μέσα σε λίγα λεπτά, ακούω την πόρτα του δωματίου μου να κλείνει, σημάδι ότι είμαι και πάλι μόνος. Αφήνω μια ανάσα ανακούφισης.
«ήρεμα Κωνσταντίνε, ήρεμα»
Μουρμουρίζω, θέλοντας να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου. Ίσως να πάω σε κανένα γηπεδάκι, να παίξω λίγο μπάσκετ. Πάντοτε με βοηθούσε να σκεφτώ καθαρά αυτό. Τραβάω βιαστικά την μπλούζα πάνω από το κεφάλι μου.

Νόρας POV

Για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό, αποφάσισα να βγω έξω για τρέξιμο. Σήμερα έχω ρεπό, οπότε θέλησα να το εκμεταλλευτώ, όσο μπορώ τέλος πάντων. Από εκείνο το βράδυ δεν με ξανά ενόχλησε. Ούτε μηνύματα, ούτε κλήσεις, τίποτα. Δεν θα το κρύψω, ανησυχώ, θέλω να ξέρω τουλάχιστον ότι είναι καλά. Αλλά τώρα θα μου πεις, αν του είχε συμβεί κάτι σοβαρό, θα το είχα μάθει ως τώρα. Τα άσχημα νέα διαδίδονται γρήγορα, λέει η γιαγιά μου. Μετά από μία ώρα τρέξιμο, καταλήγω έξω από το παλιό γήπεδο του μπάσκετ που έχουμε εδώ, στην γειτονιά μας. Μια μικρή στάση την χρειάζομαι, ίσα ίσα για να πάρω δυνάμεις για την συνέχεια. Πλησιάζω ένα από τα τρία παγκάκια, ώσπου ξαφνικά εντοπίζω μια γνωστή φιγούρα να στέκεται στο κέντρο του γηπέδου, μαζί με κάτι πιτσιρίκια.
«λοιπόν, ξεκινάμε!»
Δεν το πιστεύω, τι δουλειά έχει αυτός εδώ; και μάλιστα με τα πιτσιρίκια! Κάθομαι στο παγκάκι, σκεπτόμενη για το αν θα πρέπει να το βάλω στα πόδια. Εκείνος δεν με έχει δει ακόμα, άρα προλαβαίνω να φύγω. Αλλά τελικά, σαν κλασσική πεισματάρα, κάθομαι άνετη στο παγκάκι και τους παρακολουθώ να παίζουν. Η εικόνα του Κωνσταντίνου με τα παιδιά, μου μοιάζει σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Παρόλα αυτά όμως δείχνει πολύ οικείος μαζί τους, τους κάνει να γελάνε. Τελικά, σε όλους προκαλεί χαμόγελα αυτός ο άνθρωπος. Ξαφνικά, το βλέμμα του πέφτει στο δικό μου. Ωχ, με είδε! Και κάπου εδώ, νομίζω ότι αποχωρώ.
«Άννα;»
Η φωνή του όμως με σταματάει. Τρεις μέρες έχω να ακούσω αυτή την βραχνή χροιά, και ομολογώ ότι μου έχει λείψει.
«εμ, γειά»
Λέω μόλις φτάνει κοντά μου, αφήνοντας ένα αμήχανο χαμόγελο να εμφανιστεί στο πρόσωπο μου.
«γειά»
Αποκρίνεται, δείχνοντας πολύ άνετος απέναντι μου.
«τι τι κάνεις;»
Ρωτάω, διώχνοντας μια ενοχλητική τούφα από το πρόσωπο μου.
«καλά, ήσυχα. Εσύ;»
Νιώθω λες και παίζουμε την κολοκυθιά. Από την μία θέλω να γελάσω, και από την άλλη να κλάψω.
«και γω μωρέ. Είπα να... βγω σήμερα για λίγο τρέξιμο»
Λέω, ανεμίζοντας το χέρι μου, ώστε να δώσω περισσότερη έμφαση στα λόγια μου. Εκείνος με κοιτάζει έκπληκτος από την δήλωση μου.
«δεν ήξερα ότι γυμνάζεσαι»
Πολλά δεν ξέρεις για εμένα, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα.
«ναι. Λοιπόν, χάρηκα που-»
«γιατί δεν παίζεις έναν αγώνα μαζί μας;»
Η πρόταση του με δελεάζει. Έχω πολλά χρόνια να παίξω μπάσκετ. Αμφιβάλω αν έχω τις ίδιες αντοχές με τότε.
«δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα. Έχω καιρό να παίξω»
«έλα, ένα φιλικό. Υπόσχομαι ότι θα είμαι επιεικής μαζί σου!»
Ορίστε; Ρουθουνίζω ειρωνικά.
«δεν χρειάζομαι την επιείκεια σας, κύριε Μεγαπάνε. Είμαι σκληρό καρύδι εγώ»
Τον ενημερώνω, παίρνοντας το υπεροπτικό μου ύφος. Εκείνος γελάει, δείχνοντας να το διασκεδάζει.
«ωραία, τότε σας προκαλώ να παίξουμε έναν αγώνα οι δυο μας»
Απαντάει, συμμετέχοντας στο παιχνίδι που εγώ η ίδια δημιούργησα. Ανασηκώνω περήφανα το πιγούνι μου.
«μέσα. Φέρε την μπάλα»
Τον διατάζω, μπαίνοντας δυναμικά μέσα στο γήπεδο. Εκείνος με ακολουθεί, αφήνοντας το γέλιο του να ακουστεί καθαρά στα αυτιά μου.
«παιδιά, μπορώ να έχω την μπάλα;»
Ένα ψηλό αγοράκι με μαύρα μαλλιά του πετάει την μπάλα.
«ετοιμάσου να γευτείς την ήττα»
Λέω μόλις βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο.
«δεν είμαι εύκολος αντίπαλος»
Αποκρίνεται, ανασηκώνοντας παιχνιδιάρικα το φρύδι του. Καλά, αυτό είναι σίγουρο!
«ξεκινάμε»
Πετάει ξαφνικά και μετά με προσπερνά μαζί με την μπάλα. Ει! αυτό δεν είναι δίκαιο! Τρέχω από πίσω του, αλλά δυστυχώς προλαβαίνει και βάζει καλάθι.
«δύο πόντοι»
Μου ανακοινώνει με περηφάνια. Το στόμα μου στραβώνει ειρωνικά.
«εφόσον θέλεις να το παίξουμε έτσι... καλώς»
Λέω καθώς πηγαίνω να πάρω την μπάλα από το έδαφος.
«σου είπα, δεν είμαι εύκολος αντίπαλος!»
Μου υπενθυμίζει, έχοντας ένα σατανικά γοητευτικό χαμόγελο στα χείλη του. Για μια στιγμή καταφέρνει να με αποσυντονίσει, αλλά ευτυχώς δεν κρατάει για πολύ. Πρέπει να συγκεντρωθώ! Δεν μπορώ να του χαρίσω αυτό το παιχνίδι. Είναι κάτι σαν προσωπικό στοίχημα.

Η λεωφόρος των ονείρωνΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα