Εξηγήσεις

376 42 19
                                    

Κωνσταντίνος POV

Μόλις μπαίνω μέσα στο σπίτι, βρίσκω την Ελένη να με περιμένει στην είσοδο.
«γειά σου κουκλάρα μου!»
Αναφωνώ, έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο μου. Εκείνη όμως δεν μου το ανταποδίδει ως συνήθως.
«Ελενίτσα μου; τι έπαθες;»
«ο πατέρας σου σε περιμένει στο γραφείο του»
Η φωνή της ακούγεται ψυχρή, αλλά το πρόσωπο της φανερώνει θλίψη. Λες να της έκανε τίποτα;
«η Δέσποινα;»
Ρωτάω, κοιτάζοντας τριγύρω. Δεν την βλέπω πουθενά.
«έξω»
Απαντάει λιτά και μετά την παρακολουθώ να φεύγει από το σαλόνι. Περίεργα πράγματα συμβαίνουν σήμερα σε αυτό το σπίτι. Βαδίζω γρήγορα προς το γραφείο του πατέρα μου.
«καλησπέρα»
Λέω μόλις ανοίγω την συρόμενη πόρτα. Εκείνος κάθεται στην δερμάτινη καρέκλα του, ατενίζοντας με εντελώς ανέκφραστος.
«κλείσε την πόρτα»
Με διατάζει με παγερά χαμηλό τόνο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, αποφασίζω να μην του πάω κόντρα και απλά να ακολουθήσω την εντολή του.
«τι έγινε πάλι; για ποιο πράγμα θέλεις να συζητήσουμε;»
Ρωτάω χαλαρά καθώς περπατάω σταθερά προς το μέρος του. Τον βλέπω να με κοιτάζει σιωπηλός. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το βλέμμα του... μου βγάζει κάτι το επικίνδυνο. Τι επεισόδια έχασα όσο έλειπα;
«την ξέρεις αυτήν;»
Ρωτάει καθώς πετάει μια φωτογραφία μπροστά μου. Αμέσως την παίρνω στα χέρια μου για να την επεξεργαστώ. Τα μάτια μου γουρλώνουν από το σοκ.
«η Άννα»
Δεν το πιστεύω! Πως κατάφερε να την βρει; Υψώνω αποφασιστικά το βλέμμα μου στο πρόσωπο του.
«τι στο διάολο κάνεις; με παρακολουθείς;»
«εσύ τι στο διάολο κάνεις; που πήγες και μου τα έμπλεξες με μια Αλβανίδα!»
Ορίστε; τι είπε;
«η Άννα δεν είναι από την Αλβανία»
Δεν μου έχει αναφέρει ποτέ ότι η καταγωγή της είναι από την Αλβανία. Εξάλλου το όνομα της είναι Άννα! δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο παρόμοιο όνομα στα αλβανικά.
«ώστε σου συστήθηκε με το χριστιανικό της όνομα, μπράβο, καλή πουτάνα πηγές και διάλεξες»
Μόλις ακούω τον χαρακτηρισμό του για εκείνην, χτυπάω το χέρι μου στην έδρα του.
«μη την ξανά αποκαλέσεις έτσι, γιατί θα γίνει χαμός εδώ μέσα»
«κοίτα ρε που συνεχίζει να την υποστηρίζει κιόλας. Παιδάκι μου το καταλαβαίνεις ότι αυτή η γυναίκα σου είπε ψέματα;»
Φωνάζει μπροστά στο πρόσωπο μου. Κάνω μερικά βήματα πίσω, χαμηλώνοντας παράλληλα το βλέμμα μου στο πάτωμα. Μου λέει πως είναι από την Αλβανία, αλλά μπορεί να μου το αποδείξει;
«πως το ξέρεις εσύ αυτό;»
«έψαξα και έμαθα. Ορίστε και τα χαρτιά της»
Λέει ενώ πετάει έναν κόκκινο φάκελο μπροστά μου. Αμέσως τον παίρνω στα χέρια μου και ξεκινάω να διαβάζω. Μένω πραγματικά σαστισμένος. Αυτά τα χαρτιά είναι έγκυρα, έχουν μέχρι και σφραγίδες επάνω.
«Νόρα Γκέλια»
Ώστε αυτό είναι το πραγματικό της όνομα λοιπόν. Και εδώ δείχνει ότι βαφτίστηκε χριστιανή σε ηλικία μόλις επτά ετών.
«δεν το πιστεύω»
Ψελλίζω, περνώντας παράλληλα το χέρι από τα μαλλιά μου. Δηλαδή τόσο καιρό... μου έλεγε ψέματα. Τα λόγια της χτυπάνε σαν οδοστρωτήρας στο κεφάλι μου. Είναι επικίνδυνο. Τώρα καταλαβαίνω γιατί με έδιωχνε από κοντά της. Προσπαθούσε με τον δικό της τρόπο να με απομακρύνει. Γαμώτο, έπρεπε να είχα μάθει νωρίτερα, αλλά και εκείνη γιατί δεν μου μίλησε; Θεέ μου, ξαφνικά όλα φαίνονται τόσο μπερδεμένα.
«τώρα ξέρεις...»
Χαμηλώνω απότομα το βλέμμα μου στο πρόσωπο του. Φαίνεται τόσο ψυχρός, σαν να πρόκειται για κάποια επαγγελματική του συμφωνία.
«ελπίζω να κάνεις το σωστό»
Προσθέτει. Κουνάω καρτερικά το κεφάλι μου, πριν φύγω τρέχοντας από το σπίτι. Μπαίνω μέσα στο αυτοκίνητο μου, αλλά δεν βάζω μπρος. Μένω απλώς ακίνητος, να κοιτάζω στο κενό. Μου είπε ψέματα, με κορόιδεψε, και όλα αυτά γιατί; για να μου φάει χρήματα; για να επωφεληθεί από εμένα; γιατί; Χρειάζομαι κάποιες απαντήσεις, και ξέρω ότι μόνο εκείνη μπορεί να μου τις δώσει, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να κουνήσω το σώμα μου. Ακουμπάω το κεφάλι μου στο κάθισμα και αφήνω τα δάκρυα να τρέξουν ελεύθερα πλέον από τα μάτια μου. Γιατί μας το έκανε αυτό; γιατί με πλήγωσε με αυτόν τον τρόπο; Γαμώτο, αρνούμαι να πιστέψω πως ήταν μια συμφεροντολόγα! Μέχρι χθες την είχα στην αγκαλιά μου, την κοιτούσα μέσα στα μάτια και το μόνο που μπορούσα να δω.... ήταν η τρυφερότητα. Δεν μπορεί να έκανα ένα τόσο μεγάλο λάθος, δεν μπορεί να έπεσα τόσο έξω μαζί της. Σκουπίζω βιαστικά τα μάτια μου και μετά βάζω μπροστά. Θέλω να την ακούσω, πρέπει να την ακούσω.

Νόρας POV

Πλέον έχει νυχτώσει κι εγώ βρίσκομαι έξω από το σπίτι μου, καθισμένη στα σκαλοπάτια. Από το βάθος ακούω τις βροντές, αλλά παριστάνω την ήρεμη. Είμαι σίγουρη ότι τώρα θα τα έχει μάθει όλα. Τελείωσε το παραμύθι λοιπόν. Τι πίστευα και γω; ότι θα μπορούσα να του το κρατήσω για πάντα μυστικό; Ξέρω ότι θα έρθει να με βρει, είτε σήμερα, είτε αύριο, είτε μεθαύριο. Κάτι μέσα μου μου φωνάζει ότι πλησιάζει μια μεγάλη καταιγίδα. Ξαφνικά, βλέπω τον Ματέο να εμφανίζεται μπροστά μου.
«τι κάνεις τέτοια ώρα έξω; θα κρυώσεις»
Λέει ενώ κάθεται δίπλα μου στα σκαλοπάτια. Ξεφυσάω.
«τίποτα δεν μπορεί να με βλάψει περισσότερο αυτή την στιγμή»
Ψελλίζω αδύναμα, κοιτάζοντας μπροστά.
«πονάς, έτσι;»
Ρουθουνίζω ειρωνικά.
«εσύ τι λες ρε Ματέο;»
Αντιγυρίζω, νιώθοντας την απογοήτευση να με κατακλύζει. Πως τα χω κάνει έτσι;
«έπρεπε να του είχες μιλήσει από πιο νωρίς, Νόρα. Ίσως... ίσως καταλάβαινε»
Τα μάτια μου κλείνουν απότομα. Τα λόγια του τρυπάνε σαν μικρά αγκάθια το σώμα μου.
«δεν ήθελα να ντρέπεται για εμένα, αυτό ήταν το πρόβλημα Ματέο»
Και επειδή ήθελα να τον προστατέψω... τελικά τον έχασα. Τώρα όμως σκέφτομαι ότι ίσως... ίσως αυτό έπρεπε να γίνει. Ίσως το για πάντα να μην χωράει στη δική μας ιστορία.
«τι περίμενες και συ ρε κορίτσι μου; Εκείνος είναι ο γιος ενός ισχυρού άντρα, δεν μπορεί να τα μπλέξει με μια φτωχή αλλοδαπή»
Το βλέμμα μου μετακινείται αργά στο πρόσωπο του. Εκείνη την στιγμή, απλώνει το χέρι του για να χαϊδέψει την πλάτη μου.
«ο κόσμος τους δεν ταιριάζει με τον δικό μας»
Προσθέτει σιγανά. Ναι, ίσως έχει δίκιο. Είμαστε εντελώς διαφορετικοί κόσμοι, δεν θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε. Αφήνω έναν αναστεναγμό.
«σε ευχαριστώ που είσαι εδώ»
Ψελλίζω. Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε που μίλησα τελευταία φορά μαζί του. Τώρα νιώθω σαν να γύρισε ξαφνικά ο χρόνος πίσω, σαν να είμαστε η παλιά Νόρα και ο παλιός Ματέο. Σιγά σιγά, με τραβάει στην αγκαλιά του. Δεν του φέρνω καμία αντίσταση.
«ποτέ δεν έπαψα να είμαι ο κολλητός σου, πριγκίπισσα»
Λέει, περνώντας τα δάχτυλα του από τα μαλλιά μου. Αφήνω ένα μικρό χαμόγελο να απλωθεί στο πρόσωπο μου.
«μου έλειψε η παρέα σου Νόρα»
Προσθέτει σιγανά, με το χέρι του να κατεβαίνει στην πλάτη μου. Θέλω να του πω τόσα πολλά, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω. Ο λυγμός που βρισκόταν τόση ώρα στον λαιμό μου, καταφέρνει τελικά να ξεφύγει από τα χείλη μου, ρίχνοντας κάθε μου τοίχος, κάθε μου άμυνα.
«έλα, κλάψε. Βγάλ'το από μέσα σου»
Μουρμουρίζει, ενθαρρύνοντας με. Τελικά αυτό χρειαζόμουν περισσότερο, την αγκαλιά ενός φίλου. Όλα έχουν καταστραφεί γύρω μου, και όλα εξαιτίας μου.
«μπράβο!»
Η μπάσα φωνή του με κάνει να τιναχτώ από την θέση μου.
«Κωνσταντίνε!»
Αναφωνώ, φανερά σοκαρισμένη. Πότε ήρθε; και πως δεν τον κατάλαβα; Η όψη του δείχνει άγρια, επικίνδυνη θα τολμούσα να πω. Τώρα είμαι σίγουρη πως τα ξέρει όλα, όπως είμαι σίγουρη ότι έχει θυμώσει μαζί μου.

Η λεωφόρος των ονείρωνWhere stories live. Discover now