Τότε ας χτίσουμε τον δικό μας κόσμο

410 42 9
                                    

Καθόμαστε στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Εκείνος είναι ξαπλωμένος στο πλευρό του, κρατώντας ένα μαξιλάρι αγκαλιά, ενώ εγώ βρίσκομαι ανακαθισμένη, με την πλάτη μου να ακουμπά στο προσκέφαλο του κρεβατιού. Ο δείκτης του σχεδιάζει αφηρημένα σχήματα στο κέντρο της παλάμης μου. Από την ώρα που ήρθαμε, δεν μιλήσαμε καθόλου. Καθόμαστε απλά έτσι, απολαμβάνοντας ο ένας την παρουσία του άλλου. Ίσως αυτή να είναι η πιο γαλήνια στιγμή της ζωής μου.
«αν θυμάμαι καλά... ήρθαμε εδώ για να μιλήσουμε»
Του υπενθυμίζω, με ένα μικρό χαμόγελο να παιχνιδίζει στα χείλη μου.
«και τώρα δεν μιλάμε;»
Ρωτάει, ανασηκώνοντας παράλληλα το φρύδι του. Φαίνεται τόσο χαριτωμένος αυτή την στιγμή, τόσο ήρεμος.
«γιατί ήρθες;»
Σχεδόν ψιθυρίζω. Ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του.
«ήθελα να σε δω»
Αυτό μου το ξανά είπε, δεν μου δίνει όμως να καταλάβω την ουσία.
«μόνο αυτό;»
Λέω, δείχνοντας περισσότερο σαν ένα πεισματάρικο μωρό. Δεν απαντάει, απλώς συνεχίζει να κάνει σχήματα στην παλάμη μου. Τον κοιτάζω και θέλω να του αποκαλύψω τόσα πολλά, αλλά δεν ξέρω από που να ξεκινήσω. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. Δεν πρέπει να δημιουργώ ελπίδες για το κάτι παραπάνω.
«δεν έπρεπε να έρθεις»
Λέω τελικά, χαμηλώνοντας το βλέμμα μου στα χέρια μας.
«γιατί;»
Ρωτάει, φέρνοντας το σώμα του πιο κοντά στο δικό μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«επειδή νομίζω ότι ο δεσμός θα γίνει πιο δυνατός μεταξύ μας»
Απαντάω, υψώνοντας αργά το βλέμμα μου στο δικό του. Τελικά η απουσία του μου έκανε μεγαλύτερο κακό από όσο νόμιζα.
«αυτό σημαίνει ότι δεν άλλαξε τίποτα ανάμεσα μας»
Λέει, περνώντας παράλληλα μια τούφα πίσω από το αυτί μου.
«μου έλειψες Άννα»
Εκπλήσσομαι που με αποκάλεσε με το δεύτερο μου όνομα. Ένα γλυκό χαμόγελο εμφανίζεται ξαφνικά στα χείλη του.
«όχι, καλύτερα Νόρα»
Του ανταποδίδω το χαμόγελο.
«ναι, καλύτερα»
Λέω μηχανικά. Η αποψινή νύχτα θα είναι πολύ μεγάλη, και η αλήθεια είναι πως δεν θέλω να τελειώσει. Και μόνο που βρισκόμαστε μαζί, μου είναι αρκετό για να ανασαίνω. Τα δάχτυλα του χαμηλώνουν στο μπράτσο μου, ακολουθώντας ένα δικό τους μονοπάτι.
«έπρεπε να μου είχες μιλήσει»
Ψελλίζει και μετά αφήνει ένα φιλί στον ώμο μου. Το άγγιγμα των χειλιών του στέλνει έναν δυνατό ηλεκτρισμό στην ραχοκοκαλιά μου.
«θα μπορούσες να με αποδεχτείς;»
Ρωτάω σιγανά. Αν και φοβάμαι ότι ξέρω ήδη την απάντηση του. Τον παρακολουθώ να ανακάθεται στη θέση του, ατενίζοντας με με αποφασιστικότητα.
«ναι, γιατί τελικά δεν έχει σημασία τι χρώμα είναι το δέρμα σου, αν πιστεύεις σε μια άλλη θρησκεία, αν μεγάλωσες σε έναν άλλο πολιτισμό. Η αγάπη διαβάζετε μονάχα σε μία γλώσσα, ψυχή μου»
Η απάντηση του με αφήνει άφωνη. Αυτός δεν είναι ο Κωνσταντίνος που με κοιτούσε με μίσος πριν από έναν μήνα, αυτός είναι ο δικός μου Κωνσταντίνος, αυτός που με έκανε να τον ερωτευτώ. Αμέσως χώνομαι στην αγκαλιά του, κρύβοντας το πρόσωπο μου στον λαιμό του.
«të dua»
Ακούω ένα μικρό γελάκι να ξεφεύγει από τα χείλη του.
«τι σημαίνει αυτό;»
Ρωτάει. Τραβιέμαι λίγο πίσω, ίσα ίσα για να τον κοιτάξω μέσα στα μάτια.
«σ'αγαπώ»
Απαντάω σιγανά, σαν να μη θέλω να ακούσει κανείς αυτό το μυστικό. Ένα δύσπιστο χαμόγελο στραβώνει τα χείλη του.
«të dua»
Αντιγυρίζει, κάνοντας με να χαχανίσω.
«μαθαίνεις γρήγορα πάντως»
Λέω με πειραχτικό τόνο. Ένα γλυκό χαμόγελο στολίζει το πρόσωπο του καθώς σκύβει για να με φιλήσει. Όμως ο ήχος του κινητού του χαλάει όλη την ατμόσφαιρα, φέρνοντας ξαφνικά τον πανικό στα μάτια του.
«δεν θα το σηκώσεις;»
Ρωτάω. Αμέσως ανακάθεται για να βγάλει την συσκευή από την τσέπη του παντελονιού του. Τον παρακολουθώ να ατενίζει σκεπτικός την οθόνη. Μάλλον κατάλαβα ποιος του τηλεφωνεί.
«απάντησε του»
Επιμένω πριν σηκωθώ από το κρεβάτι για να πάω στο μπάνιο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ακούω τα βήματα του να με ακολουθούν.
«δεν θα του το πω τώρα»
Η ανακοίνωση του μου δημιουργεί απογοήτευση. Τελικά βιάστηκα να βγάλω τα συμπεράσματα μου. Αλλά τον καταλαβαίνω, δεν μπορείς να πας κόντρα στην οικογένεια σου, στους ανθρώπους που σε μεγάλωσαν.
«εντάξει, Κωνσταντίνε. Κατάλαβα, μην συνεχίζεις»
Λέω, ακουμπώντας παράλληλα τα χέρια μου στον νιπτήρα του μπάνιου. Νιώθω τα πάντα γύρω μου να καταρρέουν ξανά.
«δεν θέλω να το μάθει από το τηλέφωνο. Θέλω να είμαι μπροστά του, να τον κοιτάζω κατάματα, να καταλάβει ότι αυτό που έχω μαζί σου... είναι σοβαρό»
Λέει και τώρα νιώθω την παρουσία του πίσω μου. Σηκώνω ελάχιστα το κεφάλι, ίσα ίσα για να τον κοιτάξω μέσα από τον καθρέφτη. Πόσο διαφορετικοί είμαστε τελικά μεταξύ μας. Έκανα λάθος που δέχτηκα να έρθω εδώ, μαζί του.
«δεν χρειάζομαι εξηγήσεις, καταλαβαίνω»
Λέω και μετά βγαίνω σαν σίφουνας από το μπάνιο.
«Νόρα!»
Φωνάζει, την στιγμή που φοράω το μπουφάν μου.
«τι κάνεις τώρα; γιατί το σκας πάλι;»
Ρωτάει καθώς με αρπάζει από τον αγκώνα. Αμέσως υψώνω το βλέμμα μου στο δικό του.
«επειδή δεν θέλω να σε βάλω σε αυτό το δίλημμα»
Του εξηγώ, αλλά δεν δείχνει να καταλαβαίνει.
«ποιο δίλημμα; τι εννοείς;»
«δεν θέλω να διαλέξεις ανάμεσα σε μένα και στην οικογένεια σου!»
Πετάω φωναχτά μπροστά στο πρόσωπο του. Τα χείλη του μισανοίγουν από την έκπληξη.
«καταλαβαίνω πως είναι η οικογένεια σου, δεν μπορείς να τους πας κόντρα, και δεν θέλω να τους πας κόντρα!»
Επιμένω, τραβώντας το χέρι μου από την λαβή του, αλλά δεν με αφήνει.
«εγώ θέλω να είμαι μαζί σου, και δεν με νοιάζει αν δεν το αποδεχτεί ο πατέρας μου, η ο οποιοσδήποτε άλλος!»
Ο τόνος του είναι κατηγορηματικός. Τα μάτια του μου λένε την αλήθεια, αλλά συνεχίζω να τον φοβάμαι. Και αν καταφέρει ο πατέρας του να του αλλάξει γνώμη στην πορεία; αυτή η σκέψη με τρομάζει.
«δε χώρας στον δικό μου κόσμο, Κωνσταντίνε»
Ψελλίζω. Εκείνος με ατενίζει έκπληκτος για μερικά λεπτά, ώσπου τελικά κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
«ούτε και συ στον δικό μου»
Τα λόγια του πέφτουν σαν σφαίρες στην καρδιά μου, δημιουργώντας καινούργιες πληγές. Νομίζω πως επιτέλους καταφέραμε να ξεστομίσουμε την αλήθεια. Δεν είμαστε ο ένας για τον άλλον. Ξαφνικά, τα χέρια του ακουμπούν τους ώμους μου, φέρνοντας με κοντά στο στήθος του
«αλλά μπορούμε να χτίσουμε τον δικό μας κόσμο, εκεί όπου θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε μαζί! εμείς οι δύο!»
Τα λόγια του με ξανά ζωντανεύουν. Αν και δεν πρέπει να το κάνω, αποφασίζω τελικά να πιστέψω σε αυτόν. Χώνομαι ξανά στην αγκαλιά του, κρύβοντας το πρόσωπο μου στον λαιμό του. Πριν είχα μια ελπίδα να ξεφύγω από αυτόν τον έρωτα, τώρα όμως ξέρω ότι δεν υπάρχει διέξοδος. Θα το παλέψω λοιπόν και όπου βγει. Ο φόβος φυσικά δεν με έχει εγκαταλείψει, αλλά θα προσπαθήσω να τον νικήσω, για να φτιάξουμε τον δικό μας κόσμο. Μαζί!

Η λεωφόρος των ονείρωνWhere stories live. Discover now