Σαν να μην ανασαίνεις

382 40 17
                                    

Κωνσταντίνος POV

Πέρασε ένας μήνας από εκείνη την νύχτα. Δεν έχω κρατήσει καμία επαφή μαζί της, ούτε που τολμάω να περάσω από την γειτονιά της. Το μόνο που ξέρω, είναι ότι παραιτήθηκε από τον φούρνο του Ορέστη. Δεν πειράζει, καλύτερα που ήρθανε έτσι τα πράγματα. Εξάλλου, εγώ είμαι ο γιος του δημάρχου, δεν μπορώ να κυκλοφορώ με μια φτωχή μετανάστρια, σωστά; Πόσο γελοία μου ακούγεται αυτή η πρόταση.
«αγόρι μου;»
Η Ελένη με πλησιάζει για να με αγκαλιάσει από τους ώμους. Ούτε που κατάλαβα την παρουσία της.
«καλημέρα, Ελένη»
Λέω σιγανά, κοιτάζοντας χαμηλά, στην κούπα με τον καφέ μου.
«πάει το Ελενίτσα;»
Σχεδόν κάθε μέρα μου το ρωτάει αυτό. Γυρίζω το κεφάλι για να της χαρίσω ένα αδύναμο χαμόγελο.
«όχι, δεν πάει. Απλώς χρειάζομαι λίγο χρόνο για να ανακάμψω»
Απαντάω, ζουλώντας τρυφερά το χέρι της. Είναι η μοναδική που με καταλαβαίνει σε αυτόν τον κόσμο. Η Δέσποινα από την ημέρα που έμαθε για την σχέση μου με την Άννα... με την Νόρα βασικά, δεν πολύ μιλάει. Δείχνει παράξενα απόμακρη, σαν να προσπαθεί να ξεφύγει από όλους μας.
«δεν είσαι καλά αγόρι μου. Δεν χαμογελάς πια, ούτε με πειράζεις όπως έκανες παλιά»
Τρίβω το μέτωπο μου, κλείνοντας παράλληλα τα μάτια μου. Πρέπει κάποια στιγμή να σταθώ ξανά στα πόδια μου. Αυτό επαναλαμβάνω συνέχεια μέσα στο κεφάλι μου εδώ και έναν μήνα, αλλά δυστυχώς δεν έχω καταφέρει τίποτα ως τώρα.
«προσπαθώ να δεχτώ την νέα πραγματικότητα. Αλλά δεν μπορώ ρε γαμώτο μου»
Ψελλίζω, νιώθοντας και πάλι αδύναμος. Εκείνη με φιλάει στοργικά στο κεφάλι, προκαλώντας έστω και λίγη ηρεμία μέσα μου.
«αχ βρε αγόρι μου, μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω»
Κι εγώ το εύχομαι αυτό Ελένη μου. Από την στιγμή όμως που δεν μπορώ ούτε εγώ ο ίδιος να βοηθήσω τον εαυτό μου, πως θα μπορέσει να το κάνει κάποιος άλλος; Σηκώνομαι από την θέση μου, κοιτάζοντας σαν μανιακός τριγύρω.
«πονάω ρε Ελένη, και δεν ξέρω τι να κάνω για να το αποβάλλω αυτό από μέσα μου»
Της εκμυστηρεύομαι με χαμηλή φωνή. Από την μία νιώθω απογοήτευση, και από την άλλη θυμό. Δεν ξέρω πια τι μου φταίει! Ο πατέρας μου; η Νόρα; η εγώ;
«γιατί δεν πας να την βρεις;»
Το βλέμμα μου στρέφεται απότομα επάνω της.
«δεν μπορώ Ελένη»
«μα γιατί όχι;»
«επειδή μας χωρίζουν πολλά!»
Πετάω, ανεμίζοντας το χέρι μου, δίνοντας έτσι περισσότερη έμφαση στα λόγια μου. Είμαστε πολύ διαφορετικοί. Ο ένας δεν θα μπορούσε να επιβιώσει στον πλανήτη του άλλου.
«είμαστε ένας επικίνδυνος συνδυασμός»
Μουρμουρίζω τα λόγια που μου είπε εκείνη πριν από έναν μήνα.
«αγόρι μου, έχει στ' αλήθεια τόση σημασία για εσένα το γεγονός ότι κατάγεται από μια άλλη χώρα;»
Κανένας δεν μου έχει κάνει ως τώρα αυτή την ερώτηση. Την κοιτάζω σκεπτικός, με τα γρανάζια του μυαλού μου να δουλεύουν πυρετωδώς. Έχει τόση σημασία λοιπόν για εμένα; με επηρεάζει κάπου αυτό; αλλάζει κάποιο από τα συναισθήματα μου; Όχι, όμως δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός ότι μου έκρυψε κάτι τόσο σημαντικό για τον εαυτό της.
«μου είπε ψέματα Ελένη. Θεέ μου, θα τρελαθώ!»
Πετάω, ανεμίζοντας με αγανάκτηση τα χέρια μου.
«τι έγινε; τι πάθατε εσείς;»
Η φωνή του πατέρα μου σημάνει τη λήξη αυτής της συζήτησης.
«τίποτα, κύριε»
Απαντάει η Ελένη πριν φύγει μέσα στο σπίτι. Στρέφω το βλέμμα μου επάνω του.
«το βράδυ θα βγούμε για φαγητό μαζί με την Αριάδνη και τους γονείς της»
Τώρα πια δεν έχω το κουράγιο να του πηγαίνω κόντρα. Κουνάω θετικά το κεφάλι μου, δείχνοντας του ότι συμφωνώ.
«ξέρεις Κωνσταντίνε, η Αριάδνη είναι ένα από τα κορίτσια της τάξης μας. Νομίζω πως ήρθε ο καιρός να προχωρήσεις παρακάτω μαζί της»
Δεν έχω κάνει τίποτα με την Αριάδνη, απλά εκείνη μου κολλάει και ο πατέρας μου το έχει δέσει σχοινί κορδόνι. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία, ας πάνε όλα όπως τα θέλει αυτός. Έτσι και αλλιώς... εγώ δεν ανασαίνω πια.

Νόρας POV

Κρεμάω την τσάντα στον ώμο μου και μετά βγαίνω από το σούπερ μάρκετ. Δεν κάνω τον κόπο να χαιρετήσω κανέναν, έτσι και αλλιώς θα τους ξαναδώ αύριο. Έναν μήνα αυτό το μοτίβο ακολουθώ. Δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά. Μόλις βγαίνω έξω, βρίσκω τον Ματέο να με περιμένει κοντά στην είσοδο.
«τι έγινε Νορίτα; πως πήγε σήμερα;»
«όπως και εχθές»
Με τον Ματέο έχουμε έρθει ξανά πιο κοντά τον τελευταίο καιρό. Δεν κάνουμε κολλητή παρέα όπως παλιά βέβαια, αλλά πλέον του έχω δώσει το περιθώριο να υπάρχει σε ένα κομμάτι της καθημερινότητας μου.
«πάμε για μια μπύρα; κερνάω εγώ!»
Ρουθουνίζω.
«ευχαριστώ για την πρόταση, αλλά δεν έχω όρεξη»
«εδώ και έναν μήνα αυτό λες συνέχεια. Τι έγινε ρε Νόρα; ξέχασες να ζεις;»
Υποθέτω ότι μάλλον αυτό έπαθα. Αλλά δεν φταίει ο Κωνσταντίνος. Είχα ξεχάσει εδώ και πολλά χρόνια πως είναι να ζεις.
«έλα, πάμε για μια μπύρα»
«Ματέο, σε ευχαριστώ, αλλά αλήθεια... δεν έχω καμία όρεξη»
Επιμένω, χαρίζοντας του ένα αδύναμο χαμόγελο. Πέρασε ένας μήνας λοιπόν, ένας μήνας χωρίς εκείνον. Δεν μπορώ να πω ότι συνέχισα την ζωή μου. Βασικά, θα έλεγα καλύτερα ότι επέστρεψα στην παλιά Νόρα, σε εκείνη που δεν είχε προσωπική ζωή. Τουλάχιστον κράτησα τον λόγο μου, έστω και για μία φορά.
«τέλος πάντων, δεν θέλω να σε πιέσω περισσότερο. Πάντως, αν αλλάξεις γνώμη, ξέρεις ότι βρίσκομαι μονάχα ένα τηλεφώνημα μακριά!»
Του χαμογελάω με ευγνωμοσύνη. Πάλι καλά που είναι και αυτός εδώ και με ακούει. Στη μάνα μου και στη γιαγιά μου ανέφερα μονάχα το γεγονός ότι χώρισα. Έτσι και αλλιώς δεν μοιράστηκα ποτέ κάποια πληροφορία για τον Κωνσταντίνο μαζί τους. Προσπάθησαν βέβαια πολλές φορές να μου αποσπάσουν κάτι, αλλά δεν τα κατάφεραν. Όσα λιγότερα ξέρουν, τόσο πιο ασφαλείς είναι. Συνεχίζουμε την ζωή μας κανονικά λοιπόν. Μόνο που εγώ... νιώθω λες και δεν ανασαίνω.

Η λεωφόρος των ονείρωνΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα