Ξανά τα ίδια

412 45 14
                                    

Το ίδιο βράδυ, πηγαίνουμε σε μια καντίνα, έξω από την πόλη. Κάποτε αυτό το μέρος αποτελούσε στέκι μου, όσο κάναμε παρέα με τον Ματέο δηλαδή. Τα ξέρω τα παιδιά που δουλεύουν εδώ, έχω εμπιστοσύνη για το φαγητό που φτιάχνουν. Παίρνουμε τα σάντουιτς μας και καθόμαστε σε ένα από τα τραπεζάκια με τις πλαστικές καρέκλες.
«είναι λίγο ανόητο αυτό που κάνουμε τώρα»
Κατσουφιάζω μόλις ακούω την δήλωση του.
«για ποιον λόγο;»
Ρωτάω, παρατηρώντας τον να παίρνει δύο χαρτοπετσέτες στο χέρι του.
«επειδή υποτίθεται ότι κάναμε γυμναστική όλη μέρα. Τώρα τι; ερχόμαστε εδώ για να ξανά βάλουμε θερμίδες;»
Α, αυτό εννοούσε! Ανασηκώνω αδιάφορα τους ώμους μου.
«και να παχύνω, δεν με νοιάζει. Σημασία έχει τι άνθρωπος είσαι μέσα σου, όχι απέξω»
Απαντάω, παίρνοντας μια μεγάλη μπουκιά από το σάντουιτς μου. Τον ακούω να γελάει πνιχτά.
«έχεις ένα δίκιο»
Λέει πριν αρχίσει να τρώει. Τον κοιτάζω και νιώθω ότι δεν αντέχω. Πρέπει να του το πω!
«πάντως, αν και έχασες τον αγώνα, ομολογώ ότι... ήσουν δυνατός αντίπαλος»
Λέω, παριστάνοντας την σκληρή. Εκείνος γελάει, αφήνοντας αυτόν τον ήχο να ταξιδέψει σαν μελωδία στα αυτιά μου.
«σας ευχαριστώ για το σχόλιο, δεσποινίς»
Αποκρίνεται με παιχνιδιάρικο τόνο. Τα υπόλοιπα δέκα λεπτά, περνούν ήσυχα. Κανείς μας δεν μιλάει, απλώς απολαμβάνουμε το γεύμα μας. Τον κρυφοκοιτάζω. Αν μου έλεγε κάποιος ότι θα το ζούσα τώρα αυτό μαζί του... σίγουρα θα τον περνούσα για τρελό. Είναι δυνατόν; ο γιος του δημάρχου να κάθεται με μια απλή κοπέλα και να τρώει βρώμικο; Τελικά αυτή η ζωή είναι πολύ αστεία μερικές φορές. Ξαφνικά τα αμυγδαλωτά του μάτια ενώνονται με τα δικά μου.
«τι;»
Με ρωτάει, δείχνοντας παράξενα ανήσυχος. Του σκάω ένα πλατύ χαμόγελο.
«τίποτα, όλα καλά»
«σίγουρα;»
Με ρωτάει, ανασηκώνοντας καχύποπτα το φρύδι του. Νομίζω ότι αυτή η συζήτηση θα μας οδηγήσει κάπου, και πολύ φοβάμαι ότι ξέρω που.
«σίγουρα»
Απαντάω, τυλίγοντας το σάντουιτς μου στο χαρτί για να το αφήσω στο τραπεζάκι. Μάλλον θα ξεκινήσω εγώ πρώτη αυτή την συζήτηση.
«κοίτα Κωνσταντίνε, δεν θέλω να με περάσεις για καμιά αλλοπρόσαλλη, που άλλα λέει την μια στιγμή και άλλα την άλλη»
Υψώνει το βλέμμα του ξανά επάνω μου, αλλά δεν δείχνει έκπληκτος. Ωραία, τουλάχιστον με παρακολουθεί, κάτι είναι και αυτό.
«πριν από τρεις μέρες σου είπα ότι δεν θέλω να μιλάμε, και πίστεψε με, το εννοώ! Επειδή έτυχε να βρεθούμε σήμερα, δεν-»
Σταματάω απότομα, καθώς σκουπίζει την γωνία των χειλιών μου με την χαρτοπετσέτα του. Εντάξει, αυτό... δεν το περίμενα με τίποτα! Τον κοιτάζω εντελώς σαστισμένη. Ένα αχνό χαμόγελο αρχίζει να σχηματίζεται στα χείλη του.
«Άννα;»
Λέει και ξεροκαταπίνω.
«ναι;»
«μιλάς πολύ»
Η απάντηση του με αφήνει εμβρόντητη. Ήμουν που ήμουν δηλαδή, τώρα... τέλος πάντων.
«θέλω απλά να είμαι ξεκάθαρη απέναντι σου»
Λέω σιγανά. Τώρα το χαμόγελο φαίνεται καθαρά στο πρόσωπο του.
«το ξέρω, μην ανησυχείς»
Αποκρίνεται, με την φωνή του να βγαίνει παράξενα τρυφερή. Τώρα εγώ γιατί νιώθω την καρδιά μου να λιώνει;
«είναι μόνο για απόψε. Μετά... ο καθένας τραβάει τον δρόμο του ξεχωριστά»
Προσθέτει, δείχνοντας υπερβολικά άνετος απέναντι μου. Συγγνώμη, πριν τρεις μέρες χτυπιόταν, και τώρα ξαφνικά ηρέμησε; Α όχι! δεν τα δέχομαι αυτά! Αλλά για στάσου, εγώ γιατί κάνω παράπονα στον εαυτό μου; αυτό δεν ήθελα; ίσα ίσα που μου το κάνει και πιο εύκολο. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«σωστά»
Μουρμουρίζω, πιάνοντας ξανά το σάντουιτς μου. Το κοιτάζω, αλλά δεν έχω την ίδια όρεξη με πριν για να το φάω. Σκατά! Το αφήνω με αγανάκτηση πίσω στο τραπεζάκι.
«δεν πεινάς;»
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου.
«μπα»
Με τέτοια συζήτηση... σιγά μην είχα όρεξη για φαγητό. Τα δάχτυλα μου χτυπάνε ρυθμικά πάνω στο τραπεζάκι ενώ οι σκέψεις τρέχουν μέσα στο κεφάλι μου. Δεν αισθάνομαι καλά, δεν μου αρέσει που είμαστε εδώ, μαζί. Θέλω να μείνω μακριά του!
«θέλω να φύγω»
Του ανακοινώνω, χωρίς περιστροφές. Το έκπληκτο βλέμμα του συναντά το δικό μου.
«τώρα;»
«ναι, τώρα»
Απαντάω και μετά σηκώνομαι από την θέση μου.
«θα σε παρακαλούσα να μην με ακολουθήσεις»
Λέω όσο πιο ψυχρά μπορώ. Εκείνος ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του.
«όπως θέλεις»
Ορίστε; Που πήγε ο Κωνσταντίνος που νοιαζόταν για την ασφάλεια μου; που δεν ήθελε να με αφήσει να φύγω μόνη μου, επειδή φοβόταν για εμένα; Σκατά τα έχω κάνει, όλα σκατά! Κάνω μεταβολή και φεύγω από εκείνο το σημείο, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εαυτό μου.
«δεν θα γυρίσεις, δεν θα γυρίσεις!»
Γρυλίζω μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου. Κάνω μερικά βήματα, ώσπου ξαφνικά νιώθω ένα χέρι να αρπάζει τον καρπό μου.
«δεν μου αρέσει όταν το βάζεις στα πόδια»
Η φωνή του ακούγεται τόσο ψύχραιμη, σαν να μην συμβαίνει τίποτα το σοβαρό. Τελικά υποκύπτω και γυρίζω από την άλλη για να τον αντικρίσω κατάματα.
«και τι θέλεις να κάνω;»
Ψελλίζω, νιώθοντας αδύναμη απέναντι του. Γιατί; τι συμβαίνει εδώ πέρα;
«να με αντιμετωπίσεις»
Ένα αυθόρμητο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου.
«αυτό δεν γίνεται»
«γιατί;»
Πετάει, κάνοντας ένα βήμα κοντά μου. Τώρα τα πράγματα έχουν αρχίσει να γίνονται επικίνδυνα.
«τι φοβάσαι Άννα;»
Ρωτάει, με το πρόσωπο του να έχει σκυθρωπιάσει. Το σώμα του βρίσκεται τόσο κοντά στο δικό μου, που μπορώ να αισθανθώ την θέρμη του.
«άφησε με Κωνσταντίνε, σε παρακαλώ»
Ψελλίζω, νιώθοντας ξαφνικά εγκλωβισμένη σε ένα άσχημο παιχνίδι.
«δεν σε κρατάω Άννα»
Αποκρίνεται σιγανά. Το βλέμμα μου χαμηλώνει στα μισάνοιχτα χείλη του. Είναι αμαρτία που σκέφτομαι ερωτικά αυτά τα χείλη;
«είναι επικίνδυνο όλο αυτό»
Λέω, κλείνοντας παράλληλα τα μάτια μου. Δεν αντέχω να δω την αντίδραση του.
«καλύτερα να σε πάω στο σπίτι σου»
Πετάει ξαφνικά, κάνοντας με να ανοίξω απότομα τα μάτια μου. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, έχει εξαφανιστεί από μπροστά μου. Θέλω τόσο πολύ να του φωνάξω να γυρίσει πίσω, αλλά η φωνή μου έχει κοπεί πλέον, ο φόβος την έχει κόψει. Είναι επικίνδυνο να βρισκόμαστε εμείς οι δύο. Θα το καταλάβει στη συνέχεια, και τότε θα με ευγνωμονεί.

Η λεωφόρος των ονείρωνΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα